Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση- Πως διαχειρίστηκαν οι καλλιτέχνες τη σχέση με το παρελθόν- San Pietro in Montorio- Η Σχολή των Αθηνών (1509-1511)- Ρολάν ντε Λάσους (1532-1594).

Η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.
            Η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στην νεότερη εποχή, θεωρείται εκείνο το χρονικό διάστημα που οι χώρες της Ευρώπης απαλλάχθηκαν από την παραδοσιακή αγροτική, θεοκρατική και τελματωμένη κοινωνία του Μεσαίωνα, που όμως δεν εξαπλώθηκε στην Ευρώπη με τον ίδιο ρυθμό. Το ξεκίνημα αυτό τοποθετείται συνήθως στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ουαι., αν και πρόσφατα η αρχή τοποθετείται νωρίτερα, δηλαδή από τον 15ο στον 14οαι. Ο όρος Αναγέννηση αυτολεξεί σημαίνει, κάτι γεννήθηκε ξανά. Συνήθως η χρήση του γίνεται για να δηλώσει πως τον 14οαι., υπήρξε αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τον Ελληνορωμαϊκό κλασσικό πολιτισμό. Μια αντίληψη όχι ακριβώς σωστή αφού το ενδιαφέρον για τους κλασσικούς δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στο Μεσαίωνα. Ο Δάντης ήταν θαυμαστής του Βιργίλιου και ο άγιος Θωμάς Ακινάτης δεχόταν τον Αριστοτέλη ως τον «φιλόσοφο».  Σήμερα με τον όρο Αναγέννηση καθορίζουμε την πνευματική και καλλιτεχνική ενέργεια που σημειώθηκε τον 15ο και 16ο αι., στη Δυτική Ευρώπη. Η Αναγέννηση χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό και βαθιά αναζήτηση για τη μελέτη και την ερμηνεία της πνευματικής, καλλιτεχνικής κληρονομιάς της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας.
            Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της Αναγέννησης ήταν η εξέλιξη των κλασσικών σπουδών, η εύρεση της κλασσικής ελληνικής φιλολογίας, τα αρχαία καλλιτεχνικά μνημεία, που έγιναν αντικείμενα μεθοδικότερης μελέτης όπου λόγιοι της αναγέννησης, συγγραφείς και καλλιτέχνες θα εντρυφήσουν βαθιά στα αρχαία επιτεύγματα, θα στηριχτούν σ΄αυτά για να επανεξετάσουν, να αντικαταστήσουν τις δικές τους ιδέες και τους τρόπους έκφρασής τους, αφομοιώνοντας έτσι μια πιο ολοκληρωμένη γνώση των κλασικών, συμβάλλοντας σε νέα κατορθώματα στους χώρους της διανόησης, της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η περίοδος της Αναγέννησης βέβαια δεν μπορεί μόνο να αξιολογηθεί με το κριτήριο των ελληνορωμαϊκών επιδράσεων. Η άνοδος της κοινωνίας ιδίως στις ιταλικές πόλεις-κράτη, κατηύθυνε στην ανάπτυξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας, βοηθώντας σε μια πιο περισσότερο κοσμική κουλτούρα, αλλά και η Εκκλησία κράτησε την δύναμή της και την επίδρασή της σε μεγάλο βαθμό όπως και ακολούθησε στην εξάπλωση του πολιτισμού υιοθετώντας η ίδια νεωτερικά χαρακτηριστικά. Γενέτειρα της Αναγέννησης ήταν η Ιταλία και οι ελεύθερες πόλεις της, που είχαν μεγάλη εμπορική και οικονομική κινητικότητα από τον 13ο και 14οαι., και που με τον πλούτο τους δημιουργήσαν ένα αισιόδοξο κλίμα για την στήριξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η μετακίνηση του πυρήνα της οικονομίας από τη γεωργία στο εμπόριο και στη βιοτεχνία, έφερε στην επικαιρότητα δίπλα στην παλαιά αριστοκρατία τη μεσαία τάξη, των εμπόρων, βιοτεχνών και τραπεζιτών. Τα πιο ισχυρά οικονομικώς μέλη της τάξης αυτής έγιναν προστάτες των τεχνών. Η κοινωνικοοικονομική άνοδος αυτής της νέας τάξης πήγαζε από την ορθολογική οργάνωση της εργασίας. Αυτή παραμέρισε το αυστηρό θεολογικό μεσαιωνικό πνεύμα και παρότρυνε την προσέγγιση της γνώσης σε καινούργια ορθολογική έδρα. Οι γνώσεις αυτές στερεώνονταν στην επιστημονική και μεθοδική παρατήρηση της φύσης (μαθηματική προοπτική, ανατομική έρευνα του ανθρωπίνου σώματος κ.α.,), δίνοντας έτσι νέα πλεονεκτήματα στους καλλιτέχνες, αντικαθιστώντας την εμπειρική γνώση. Επίσης η εφεύρεση της τυπογραφίας διευκόλυνε τη μετάδοση της γνώσης σε όλους. Η αύξηση του πλούτου των ναυτικών πόλεων, χάρη στην ανακάλυψη των νέων χωρών ενίσχυσε το θάρρος και την αποφασιστικότητα των ευρωπαίων. Η ανθρωποκεντρική επικρατούσα άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ο κυρίαρχος του κόσμου και το μέτρο για όλα τα πράγματα, που καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά μετά τους αρχαίους χρόνους, ήταν καθοριστικός παράγοντας για την πολιτιστική αίγλη. Ο άνθρωπος σε κάθε έργο και σχεδιασμό αποτελεί το κύριο ενδιαφέρον (προσωπογραφία, αρχιτεκτονικός σχεδιασμός σε σχέση με τις ανθρώπινες αναλογίες κ.λπ.).
            Τα κυριότερα διανοητικά ιδανικά της Αναγέννησης εμπεριέχονται στη λέξη ουμανισμός «ανθρωπισμός», η στροφή στην αρχαιότητα, το κίνημα δηλαδή του 15ου και 16ουαι., που πήρε μεγάλες διαστάσεις στη Δυτική Ευρώπη που ήδη είχε ξεκινήσει τον 14οαι., στην Ιταλία υπό την επενέργεια των Δάντη και Βοκκάκιου και που σκοπό είχε την αναγέννηση της κλασσικής γραμματολογίας.
            Οι πολιτιστικές και πολιτικές κοινωνικές δομές στη Φλωρεντία επέτρεψαν την πολιτιστική άνθιση. Στην πρώιμη Αναγέννηση (1400-1500) ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Το καθεστώς της αστικής υπερηφάνειας που υπήρχε μετά την ανακήρυξη της Φλωρεντίας σε ανεξάρτητη δημοκρατία (1115), τόνιζε την προσωπικότητα του ατόμου και έδινε ευκαιρίες για κοινωνική ανέλιξη. Πολλοί εύποροι πολίτες της μεσαίας τάξης, οικογένειες εμπόρων και τραπεζιτών, έγιναν θερμοί προστάτες των τεχνών και βασικοί παραγγελιοδότες έργων, παράλληλα με τις συντεχνίες. Ύστερα από το 1434 η Φλωρεντία διοικούνταν από την τραπεζική οικογένεια των Μεδίκων  και αργότερα το 1450 περίπου η χρηματοδότηση προερχόταν αποκλειστικά από τις εύπορες οικογένειες, προκειμένου να δοξαστούν οι ίδιοι. Μια αιτία που βοήθησε τους Ιταλούς ήταν η οικειότητα με την κλασική παράδοση, λόγω του ότι πολλές πόλεις βρίσκονταν ανάμεσα στα ρωμαϊκά ερείπια. Η Βενετία ήταν επίσης σημαντικό κέντρο και εμπορικό πέρασμα της Ευρώπης, όπως και η Ρώμη, πόλη με πλούτο, γόητρο, με πλήθος ρωμαϊκών μνημείων, κέντρο του παπικού κράτους, όπου η παπική Αυλή ιδιαίτερα μετά το 1420 στήριξε παντοιοτρόπως τις τέχνες. Ο ρόλος της Ρώμης όμως υπήρξε σπουδαιότερος στην ώριμη Αναγέννηση (1500-1525), γιατί σ΄αυτή μόνο πραγματοποιήθηκαν τα σημαντικότερα έργα.
Πως διαχειρίστηκαν οι καλλιτέχνες τη σχέση με το παρελθόν.
Πρώτος ο Τζιότο, ζωγράφος του τέλους του Μεσαίωνα, κυρίως νατουραλιστής, κατανόησε και απεικόνισε το χώρο τρισδιάστατο, οδηγώντας στη λαμπρή αναγέννηση της ζωγραφικής του 15ουαι., Τον αιώνα αυτό με την ανακάλυψη και την εφαρμογή των νόμων της γραμμικής προοπτικής, απέδωσαν οι καλλιτέχνες την τρισδιάστατη αίσθηση. Επίσης πειραματίστηκαν με τη φωτοσκίαση και τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, όπως και με την εισαγωγή της τεχνικής της ελαιογραφίας, πιθανόν από τη Φλάνδρα, συμβάλλοντας στην καλλιτεχνική πρόοδο. Με βάση τα επιτεύγματα της πρώιμης Αναγέννησης, η αναζήτηση των καλλιτεχνών στρέφεται προς την ομορφιά, την αρμονία και τη συμμετρία των συνθέσεων. Οι ανακαλύψεις αυτές διεύρυναν τον ορίζοντά τους και εδραίωσαν την καλλιτεχνική τους υπόσταση. Μπορούσαν πλέον ως άτομα με εξαιρετικά χαρίσματα να γίνουν αποδεκτοί από τον κόσμο και να μην υπολογίζονται ως απλοί τεχνίτες όπως πριν. Σ΄αυτό συνέβαλε η επιθυμία διαφόρων πλουσίων πατρόνων για γόητρο, σεβασμό και υστεροφημία, παραγγέλνοντας μεγάλα κτίρια, δωρίζοντας πίνακες ζωγραφικής κ.λπ., για να μείνει το όνομά τους στους αιώνες. Αυτή η κίνηση δημιούργησε μεγάλη ζήτηση στους πιο ονομαστούς καλλιτέχνες και έδωσε δυνατότητα σ΄αυτούς, να θέσουν τους όρους τους. Πρότερα ο ηγεμόνας έδειχνε την προστασία του στον καλλιτέχνη και θεωρείτο ως χρηματοδότης και «εμπνευστής» του έργου, σπουδαιότερος από αυτόν. Ο εντολοδότης είχε ουσιαστικό ρόλο στην καλλιτεχνική παραγωγή με την προτίμηση του θέματος και τη μορφή του. Οι καλλιτέχνες ήταν εξαρτημένοι από αυτόν. Τώρα όμως τους δινόταν η δυνατότητα να δεχθούν ή όχι την ανάθεση.
Η ώριμη Αναγέννηση (1500-1525) είναι η κλασική περίοδος της τέχνης της Αναγέννησης. Στην περίοδο αυτή προβάλλονται σημαντικοί δημιουργοί όπως οι Bramante, Leonardo da Vinci, Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαήλ, Τζιορτζιόνε και Τισιανό.  Οι καλλιτέχνες τώρα ενεργούν ως δημιουργοί, προάγουν ένα προσωπικό ιδίωμα, αποκτώντας έτσι την ελευθερία που είναι η ανώτατη εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος. Τον 16οαι., οι εκκλησιαστικοί άρχοντες θα ισχυροποιήσουν την εκκλησία και το κύρος τους. Ο Ιούλιος Β΄(1503-1513) επιζητά την αναβίωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αναθέτοντας μεγαλειώδη έργα στο χώρο της αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής, στους καλλιτέχνες Bramante, Μιχαήλ Άγγελο, Ραφαήλ.
San Pietro in Montorio.
            Ο Donato Bramante (1444-1514) λογίζεται ως ο αρχιτέκτονας που παγιώνει την επανοικειοποίηση των κλασικών τύπων της αρχαιότητας.  Αυτό φαίνεται στο Ναΐσκο του Αγίου Πέτρου στο Μοντόριο της Ρώμης που ανεγέρθηκε περί το 1502 περίκεντρος, τρουλαίος ναΐσκος, βασικό έργο ιδίως από την οπτική της μορφής και των αναλογιών του. Στο έργο αυτό εισάγει ένα καινούργιο αρχιτεκτονικό εκκλησιαστικό τύπο, εφαρμόζοντας την κυκλική μορφή δανεισμένο από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Εφαρμόζει τους κανόνες της προοπτικής και τοποθετεί το κτίσμα στο κέντρο του περιβάλλοντος χώρου. Ο Bramante κατανοεί την αρχιτεκτονική μέσα από την τρισδιάστατη έννοια του χώρου και την οργάνωση μιας κάτοψης. Μεταχειριζόμενος τους κανόνες της προοπτικής τοποθετεί το κτίριο οπτικά και φυσικά στο κέντρο του χώρου. Ο κύκλος θεωρήθηκε την περίοδο αυτή ως το πιο τέλειο γεωμετρικό σχήμα και η έμφαση στο κέντρο του χώρου χρησιμοποιήθηκε από τον Bramante ως ένα εργαλείο συνένωσης του κοσμολογικού συμβολισμού. Ο Ναΐσκος διασώθηκε ακέραιος και φαίνεται πόσο είχε εννοήσει ο αρχιτέκτονας τις αρχές της κλασικής αρχιτεκτονικής. Το μικρό κτίριο με μορφή περιπτέρου το περιβάλλει μια σειρά από 16 δωρικούς κίονες πάνω σε  κρηπίδα στηρίζοντας ψηλό τρούλο και διάκοσμο με τρίγλυφα και μετόπες. Ολόκληρο το οικοδόμημα διέπεται από αρμονία το ίδιο ιδανικά όπως αυτή των ναών της κλασικής αρχαιότητας. Η προτεραιότητα του  αρχιτέκτονα στην Αναγέννηση ήταν να εφαρμόσει την ομορφιά των αναλογιών, τη συμμετρία, την αρμονία και την ευρυθμία Ο αρχιτέκτονας έπρεπε, να γνωρίζει τους κανόνες, τα μέτρα, τις αναλογίες των αρχαίων ρυθμών των κιόνων, του Ιωνικού, Δωρικού, Κορινθιακού και του Θριγκού, το ιδεώδες του Humo Universalis του καθολικού ανθρώπου ο οποίος συγχρόνως ήταν λόγιος, επιστήμονας, καλλιτέχνης.  Ο Bramante δεν εστιάζει στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο μόνο στην περιγραφή που του αποδίδει ο Βιτρούβιος, αλλά στο τι προσδιορίζει αυτούς τους αρχαίους ρωμαϊκούς ναούς, τους οποίους γνωρίζει ο καλλιτέχνης και υλοποιεί κατ΄αντιστοιχία. Αυτοί οι ναοί ήταν αφιερωμένοι σε αρχαίους θεούς και ήρωες τους οποίους προσπαθεί να εξομοιώσει με τη μορφή του Απόστολου Πέτρου. Γυρεύει μέσα από τις «οικουμενικές» αρχιτεκτονικές μορφές μια σύγχρονη αρχιτεκτονική που θα αναμορφώσει την αρχαία, για να καταδείξει την οικουμενικότητα της εκκλησίας. Το επαναπάντημα της οικουμενικότητας είναι το βασικό ξεχωριστό γνώρισμα που εκπέμπει ο περίπτερος ναός στρογγυλής κάτοψης και φανερώνει τη θέληση να ξανασυστηθεί ύστερα από περισσότερα από χίλια χρόνια, ένας κυρίως ρωμαϊκός αρχιτεκτονικός τύπος για την οικοδόμηση ενός λατρευτικού κτιρίου στη Ρώμη.
Η Σχολή των Αθηνών (1509-1511).
            Στη Stanza Della Segnatura (αίθουσα της υπογραφής), βρίσκεται η «Σχολή των Αθηνών». Η τοιχογραφία αυτή θεωρείται μια από τις αντιπροσωπευτικές δημιουργίες της ώριμης Αναγέννησης. Πρόκειται για μια υποθετική συγκέντρωση επώνυμων φιλοσόφων  και αποτελεί έναν ύμνο στην κλασική φιλοσοφία.  Το 1508 μετά από πρόσκληση του Πάπα Ιουλίου Β΄ στη Ρώμη, ανατέθηκε στο Ραφαήλ η διακόσμηση διαφόρων αιθουσών stanze (δωμάτια),του Βατικανού. Μια τοιχογραφική ολότητα όπου παριστάνονται οι κλάδοι της θεολογίας, φιλοσοφίας, ποίησης, δικαιοσύνης.  Στη συγκεκριμένη αίθουσα ο Ιούλιος Β΄ επιθυμούσε την αναβίωση της αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς, συσχετίζοντάς τη με την νεοπλατωνική φιλοσοφία και τον χριστιανισμό.  Ο Ραφαήλ (1483-1520) ίσως να ήταν ο πιο δημοφιλής καλλιτέχνης της αναγέννησης. Η κομψότητα της τεχνοτροπίας του προερχόταν από τον ουμανισμό του και καλλιέργησε την έννοια μιας πνευματώδους, εκλεπτυσμένης ανθρωπότητας. Στη «Σχολή των Αθηνών» αποτυπώνεται η ισορροπία μεταξύ της κλασικής σοφίας και της αποκάλυψης της χριστιανοσύνης. Στη σύνθεση που κυριαρχεί η προοπτική κατά μήκος του βασικού άξονα, καθρεπτίζεται η επικράτηση της ανθρώπινης λογικής. Ο χώρος οργανώνεται σε σχήμα σταυρού που όλες οι ανθρώπινες αρετές ισορροπούν ενώ παρατηρούνται οι εναλλαγές του φωτός και της σκιάς όπου τονίζονται οι μορφές. Παρουσιάζει στερεά δομή, έντονη σωματική παρουσία των μορφών, καθαρότητα, οργάνωσης της σύνθεσης, χρωματική αρμονία.  Στη σύνθεση οι φιγούρες χωρίζονται σε ομάδες. Στο κέντρο του έργου παριστάνεται αριστερά ο Πλάτωνας με τη μορφή του Λεονάρντο να κρατά με το ένα χέρι τον Τίμαιο και με το άλλο σηκωμένο, να δείχνει προς τον ουρανό  υπονοώντας τον κόσμο των ιδεών , ενώ στα δεξιά ο Αριστοτέλης με τη μορφή του Bramante να βαστά τα ηθικά Νικομάχεια δείχνοντας τη γη , παραπέμποντας στο θετικισμό των θεωριών . Στο έργο αυτό δίνεται έμφαση στη συνύπαρξη του πλατωνικού και του αριστοτελικού παράγοντα, της μεταφυσικής και της πραγματιστικής προσέγγισης του κόσμου. Γύρω από τους Αριστοτέλη και Πλάτωνα εικονίζονται φιλόσοφοι, γεωμέτρες, μαθηματικοί, και άλλοι, έχοντας ορισμένοι απ΄αυτούς τα χαρακτηριστικά ατόμων που ζουν στη εποχή του Ραφαήλ. Στις παραστάδες αποτυπώνονται τα αγάλματα των αρχαίων θεών Αθηνάς και Απόλλωνα που αντιπροσωπεύουν το πνευματικό φως και τη σοφία. Ο Ραφαήλ στη «Σχολή των Αθηνών» απέδωσε το νεοπλατωνικό ιδεώδες, το μεγαλείο του ανθρώπου, το ιδεώδες αυτό που αναβίωσε σε όλες τις εκφάνσεις της Αναγέννησης και βρήκε γόνιμο έδαφος στην Ιταλία. Ο Ραφαήλ θεωρήθηκε ως ο καλλιτέχνης που συνδύασε τη κλασική εξιδανίκευση της μορφής με την απόδοση της θρησκευτικότητας.  Τόσο αυτός όσο και ο δάσκαλός του Περουντζίνο είχαν εν μέρει απομακρυνθεί από την πιστή μίμηση της φύσης. Σε τέτοιου είδους έργα εφαρμόστηκε απολύτως η κλασική τέχνη της Αναγέννησης ,που προοριζόταν για ένα πολύ μικρό κοινό. Οι μεγάλες μάζες αν στη τέχνη της πρώιμης αναγέννησης μπορούσαν να βρουν κάποια ελάχιστα σημεία προσέγγισης, στη «Σχολή των Αθηνών», αν υποθετικά είχαν πρόσβαση, ποια έννοια θα είχε πιθανόν γι΄αυτές;  Το μεγαλύτερο κοινό δεν τα γνώριζε καθόλου ούτε είχε την επαρκή καλλιτεχνική εκτίμηση γι΄αυτά. Τα σημαντικά έργα τέχνης προορίζονταν για μια εκλατινισμένη ελίτ που προερχόταν από τις τάξεις εκείνες της κοινωνίας που σχετιζόταν με την ανθρωπιστική και νεοπλατωνική κίνηση. 
Κατά τον 15ο και 16οαι., η μουσική στη Δυτική Ευρώπη έφθασε σε επίπεδο υψηλό ανάλογο αυτού της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι τέχνες αυτές όμως στηρίχτηκαν στα αρχαία κλασσικά επιτεύγματα ενώ η μουσική πήγαζε από μια αυτόνομη εξέλιξη που υπήρχε στο μεσαιωνικό χριστιανικό κόσμο. Τον 15οαι., με την ενδυνάμωση της αριστοκρατίας, την επέκταση των εμπορικών συναλλαγών καθώς και την ανάπτυξη των διπλωματικών σχέσεων, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο, μια μετακίνηση μουσικών, που με την αυτονόμησή τους από την Εκκλησία ήταν πλέον ελεύθεροι να ταξιδεύουν. Οι άρχοντες συνήθιζαν να συντηρούν χορωδίες δικές τους. Η Ντιζόν και η Μπριζ θα εξελιχθούν σε πόλους έλξης καλλιτεχνών. Με την άνθιση της Γαλλοφλαμανδικής Σχολής με την τετράφωνη πολυφωνία, θα οδηγηθεί στο μέγιστο βαθμό η ανάπτυξη της πολυφωνίας και η επέκταση της αντίστιξης. Οι μεγάλες αλλαγές της μουσικής που παρατηρούνται τον 16οαι., στην Ευρώπη είναι φανερές με τις αναπτυσσόμενες νέες φόρμες. Η «κοσμική» μουσική στέκεται δίπλα στη θρησκευτική μουσική αξιώνοντας τα ίδια δικαιώματα με αυτήν.  Κατά την ώριμη αναγέννηση, θρησκευτική και κοσμική μουσική ακμάζουν συγχρόνως στα ίδια καλλιτεχνικά κέντρα, καλλιεργούμενες από τους ίδιους συνθέτες.  Στη περίοδο της όψιμης αναγέννησης, οι κυριότερες κοσμικές φωνητικές φόρμες είναι το γαλλικό πολυφωνικό σανσόν και το μαντριγκάλι. Στις θρησκευτικές, το χορικό και το μοτέτο. Τον 16οαι.,οι μουσικοί θα στηριχθούν στους σημαντικότερους θεσμούς της κοινωνίας όπως είναι η Εκκλησία, η Πολιτεία και του Κράτους των βασιλικών και αριστοκρατικών αυλών. Η ανέλιξη της τάξης του εμπορίου, ήταν αφορμή να δημιουργηθεί μια κάστα πατρόνων της μουσικής. Επίσης η τυπογραφία επέφερε πρόοδο καθιστώντας στο αγοραστικό κοινό τα μουσικά βιβλία φθηνότερα καθώς και το άνοιγμα των εκδοτικών οίκων.
            Ο χρυσός αιώνας του ύφους α καπέλα θεωρείται ο 16ος. Η περισσότερη εκκλησιαστική μουσική είχε γραφτεί σ΄αυτό το ύφος. Η κοσμική μουσική διακρίνεται σε καθαρά φωνητικά έργα και σε εκείνα που οι τραγουδιστές συνοδεύονται από τα όργανα.  Η κοσμική μουσική της Αναγέννησης εκτελείται από επαγγελματίες και ερασιτέχνες μουσικούς αποτεινόμενη σε ένα μεγάλο κοινό.  Οι μουσικές εκδηλώσεις διαδραματίζονταν στους δρόμους και πλατείες των πόλεων και πολλές από αυτές έχουν αποτυπωθεί σε πίνακες ζωγραφικής της Αναγέννησης. Από το πάντρεμα της μουσικής με την ποίηση θα γεννηθούν δυο βασικά είδη της κοσμικής μουσικής, το μανδριγάλιο και η καντσόνα.
Ρολάν ντε Λάσους (1532-1594).
            Ο Φλαμανδός συνθέτης συγχώνευσε στη μουσική του τα βασικά ρεύματα της αναγεννησιακής μουσικής, την πνευματική οξύνοια, τη γαλλική φινέτσα, την ολλανδική ικανότητα διείσδυσης, την τέλεια έκφραση της λεπτομέρειας και την αισθησιακή ομορφιά των Ιταλών. Η μουσική του παρουσιάζει τρυφερότητα, πάθος, ευθυμία, ευφυΐα και μυστικισμό. Ιδιοφυΐα της γαλλικής καντσόνας ο Λάσους την ανέδειξε πλάι στο αγγλικό και ιταλικό μανδριγάλιο. Συνέθεσε περίπου 150 καντσόνες πολλές από αυτές σε στίχους Γάλλων ποιητών. Τα έργα του κινούνται από τον υπερβολικό σφοδρό ερωτισμό μέχρι τις μεγαλειώδεις λειτουργίες, τα μοτέτα και τους πολύ ευσυγκίνητους ψαλμούς Μετανοίας τα οποία είναι περισσότερα από δυο χιλιάδες.
 Στο έργο του Καλή Μέρα Καρδιά μου η καντσόνα είναι γραμμένη πάνω στο ποίημα του Ρονσάρ. Αφηγείται έναν εραστή που απευθύνεται στην αγαπημένη του με διάφορους γλυκείς χαρακτηρισμούς. Έχει γραφτεί για να αποδοθεί από τέσσερις φωνές σοπράνο, τενόρο, άλτο, μπάσο. Ο Λάσους τονίζει το κείμενο χρησιμοποιώντας όλες τις φωνές μαζί να τραγουδούν την ίδια συλλαβή, την ίδια στιγμή, ενισχύοντας έτσι το κοντράστ μεταξύ των συγχορδιών και αντιστικτικών τμημάτων του έργου.
Συμπεράσματα
            Η εκδήλωση των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, η πίστη στη λογική του ανθρώπου, η επέκταση των γνώσεων, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Αναγέννησης. Γενέτειρα της Αναγέννησης ήταν η Ιταλία και οι ελεύθερες πόλεις της που με τη μεγάλη εμπορική και οικονομική δραστηριότητα και τον πλούτο τους μπόρεσαν να στηρίξουν την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο σχηματισμός των νέων οικονομικών και κοινωνικών τάξεων, η μετακίνηση του πυρήνα της οικονομίας από τη γεωργία στο εμπόριο και τη βιοτεχνία, έφερε στην επικαιρότητα τη μεσαία τάξη και τα πιο ισχυρά οικονομικώς μέλη αυτής, έγιναν προστάτες των τεχνών. Η κοινωνική και οικονομική άνοδος αυτών, πήγαζε από την ορθολογική οργάνωση της εργασίας και παρότρυνε την προσέγγιση των γνώσεων σε καινούργια ορθολογική βάση, οι οποίες στερεώνονταν στην επιστημονική και μεθοδική παρατήρηση της φύσης (μαθηματική προοπτική, ανατομική έρευνα του ανθρώπινου σώματος κ.α) δίνοντας νέα πλεονεκτήματα στους καλλιτέχνες να κάνουν πράξη την προοπτική και το αξίωμα των αναλογιών στην αναπαράσταση του ρεαλισμού.
            Η μουσική κατά την ώριμη Αναγέννηση, τόσο η θρησκευτική όσο και η κοσμική, ακμάζουν στα ίδια καλλιτεχνικά κέντρα, από τους ίδιους συνθέτες καλλιεργούμενες, που θα επιστρατεύσουν τη μουσική για να αναδείξουν την ποίηση.-

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου.

Βιβλιογραφία
Baragli, S. Ιστορία της Τέχνης 14ος-20ος αιώνας, επιμ. Stefano Zuffi, τόμος Ι, Τόπος, Αθήνα, 2008.
Burns, E.M. Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τόμος α΄, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983.
Gombrich, E.H. Το Χρονικό της Τέχνης, Αθήνα Μ.Ι.Ε.Τ 1998.
Hauser, A. Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τόμος β΄, Αθήνα, Κάλβος, 1984.
Machlis, J., Forney, Kr., Η Απόλαυση της Μουσικής, Fagotto, Αθήνα, 1996.
Αλμπάνη, Τζ., Κασιμάτη, Μ., Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, τόμος α΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Ζιρώ, Ο., Μερτζάνη, Ε., Πετρίδου, Β., Ιστορία της Τέχνης Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, 2004.
Μάμαλης, Ν., Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, τόμος γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Πατέστος, Κ.,Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης, μέρος β΄, Αρχιτεκτονικές Ματιές, Αθήνα, 2011.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.