Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Άγγελου Σικελιανού : Μήτηρ Θεού - Κωνσταντίνου Καρυωτάκη: Δον Κιχώτες - Παραδοσιακά και νεωτερικά στοιχεία των ποιημάτων.




«Μήτηρ Θεού» (1917-1919)
            Το ποίημα ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις δημιουργικές περιόδους της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), και είναι το πρώτο απόσπασμα από τα πέντε μέρη του. Ο ποιητής γραμματολογικά τοποθετείται στο σχήμα της «ομάδας των ποιητών του 1910». Η ποίησή του είναι «πληθωρική» και συντακτικά πολύπλοκη. Το «Μήτηρ Θεού», είναι ένας ύμνος στην Παναγία, «στη γυναίκα ως Μάνα-Φύση και μήτρα της ζωής» αλλά και ένας θρήνος για την αδελφή του ποιητή. Το ποίημα έχει επιρροές από το γαλλικό συμβολισμό, ανήκει στην καθαρή ποίηση προέκταση του συμβολισμού (ακραία μορφή), με τη σημαντική χρήση της εικόνας που μέσα από αυτή υποβάλλονται συναισθήματα που έχουν συμβολική διάσταση, περιγράφοντας ψυχικές καταστάσεις και διαθέσεις και γίνεται περιγραφή αντανάκλασης του ψυχικού κόσμου του ποιητή, μια σειρά από εικόνες της φύσης που τις αποδίδει με οραματικό τρόπο, που αυτές θα κινητοποιήσουν τη φαντασία του.
            Ο Σικελιανός διαλέγει να αρχίσει από τα μικρά αντικείμενα του φυσικού κόσμου προς όφελος των αισθήσεων, που θα αποκομίσουν εμπειρίες για να μεταφερθούν στην ποίησή του. Ο φυσικός κόσμος πλησιάζεται μέσα από τα μικρά αντικείμενα της φύσης «πούπουλα, ξυλάκια, χνούδια, μικρά φτερά, φύλλα….»(στχ.1-4), που συγκεντρώνει το πουλί για το κτίσιμο της φωλιάς του, προς αξιοποίηση και φύλαξη της νέας ζωής αυξάνοντας με αυτά τα υλικά, τη ζεστασιά της φωλιάς. Όλα αυτά τα μικρά στοιχεία του φυσικού κόσμου, δεν δημιουργούν μόνο την τρυφερότητα, τη ζεστασιά, τη διάσταση της ψυχικής υπόστασης, αλλά δίνουν στον ποιητή την αναγνώριση της στενής σχέσης με το Θείο, που φανερώνεται στο ποίημα ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του θανάτου (στχ.33-34), δηλαδή να οδηγείται μέσα από τα μικρά φυσικά στοιχεία του υλικού κόσμου, στην αναζήτηση του στοχασμού. Ο ποιητής στα ποιήματά του διοχετεύει τις αντιλήψεις του με θέμα την ποίηση, τον ποιητή, το ρόλο της τέχνης, της ζωής, το ρόλο του καλλιτέχνη. Γιαυτόν η τέχνη αποτελούσε σημείο αναφοράς στη ζωή του. Ο ίδιος θεωρούσε ότι ο ποιητής διαδραματίζει μέσα στον κόσμο το ρόλο του ταγού, προφήτη, μύστη,  που θα μπορούσε να έρθει σε μυστική επαφή με τη φύση, το Θείο, με οραματική ενατένιση να αποτυπώσει εικόνες αυτού του οραματισμού του, που φαίνονται στους περισσότερους από εμάς, συγκεχυμένες, ακαθόριστες, θολές, προσπαθώντας να το περάσει όλο αυτό στους αναγνώστες του.
            Η σκέψη του Σικελιανού προσδιορίζεται από τη θεωρία του Νιτσεϊκού ανθρώπου  όπως και από το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού, συνδέει δηλαδή μυθικά παγανιστικά σύμβολα, με τα χριστιανικά. Τον ελληνικό Μύθο με τη μορφή της Παναγίας στο συγκεκριμένο ποίημα και της Φύσης ως Θεά με χριστιανικά σύμβολα. Για τον ποιητή ο κόσμος είναι ενιαίος. Σκοπός είναι να υπάρχει μια αρμονία όπου συμπεριλαμβάνονται και τα αντίθετα, οργανώνοντάς τα σε ένα αρμονικό σύνολο. Πεποίθησή του είναι, το «Εν το Παν», αφού είχε μελετήσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (τη μυστηριακή λατρεία των Ελευσινίων μυστηρίων, τη Δελφική λατρεία, τη λατρεία του Διονύσου κ.λπ.). Προσπαθούσε να συνδυάσει τις αντιθέσεις αέναη κίνηση ζωή-θάνατος. Ο Σικελιανός βιώνει πλήρως την επαφή του με τα στοιχεία της φύσης, γνωρίζει ότι η φύση δεν είναι μόνο ζωή αλλά και θάνατος, μιας και ο θάνατος είναι αναφαίρετο κομμάτι του κύκλου της ζωής. Ο ποιητής λόγω του θανάτου της αδελφής του Πηνελόπης, αποκτά συνειδησιακά την εμπειρία αυτή. Ερχόμενος σε επαφή με το φυσικό κόσμο, επιτυγχάνει να ιδιοποιηθεί την έννοια της αθανασίας, λέγοντας (στχ.40) «Ζει ο σπόρος, ζει, του αθανάτου, και μέσα μου έχει μείνει!». Διακρίνει μέσα από τη λεπτομερή παρακολούθηση της αναγέννησης της φύσης «τον σπόρο» που πέφτει στο χώμα για να ξαναφυτρώσει, την εικόνα της αέναης ζωής, «τη μυστική μάνα» (στχ.41), όλου του φυσικού κόσμου που ζει και είναι σε ένα συνεχές παρόν.
            Στη συνέχεια στο ποίημα περνούν γνωρίσματα νόμων και κανόνων της ελληνικής και της χριστιανικής παράδοσης. Ο ποιητής αναφέρεται στη Μητέρα του Χριστού και η μυστική μάνα του φυσικού κόσμου παίρνει υπόσταση στη μορφή της Παναγίας. Η μορφή της Παναγίας συμβολικά αποτελεί Μητέρα της ζωής, αλλά και της Θείας ζωής του Χριστού. Την περιβολή της Παναγίας με πέπλο μυστηρίου, ο ποιητής την αντιλαμβάνεται ακόμα και με κλειστά τα βλέφαρά του (στχ.45). Βλέπει την ψυχή της μέσα από τα μάτια της που βλέπουν διαπεραστικά τον εσωτερικό κόσμο του (στχ.47,48).Η Παναγία σχετίζεται με τις μεγάλες Μητέρες-Θεότητες των μητριαρχικών θρησκειών που συνέδεαν ισόρροπα τη ζωή και το θάνατο, με μια σύνδεση μυστική, όπως μυστικά ενώνονται στη λατρεία των Ορθόδοξων Χριστιανών η μνήμη του Ευαγγελισμού, των «Χαιρετισμών» της Παναγίας και το Ψυχοσάββατο των νεκρών. Η διαδρομή του ποιητή στο «Μήτηρ Θεού» περνά από τη ζεστασιά της Φύσης των πρώτων στίχων, στην κεντρική ιδέα του θανάτου, όπου ο πόνος της πεθαμένης αδελφής του συναντά τη ζεστή παρουσία της Παναγίας της Μητέρας του Χριστού, όπου ενώνονται μυστικά «σε μια οργανική ενότητα από τις κορυφαίες στην ποίηση». Το ποίημα παρουσιάζει υψηλόφωνο λυρισμό, δίνοντας σημασία στην μελωδικότητα του λόγου, στον ήχο απ΄ότι στο νόημα, δεν αποτείνεται στη διάνοια του αναγνώστη, αλλά σκοπό έχει να του προκαλέσει ευχαρίστηση με το ρυθμό και τον ήχο. Γίνεται χρήση του ζευγαρωτού δεκαπεντασύλλαβου, ομοιοκαταληξίας, ανάπτυξης σε δίστιχα, επανάληψη φράσεων «Ζει ο σπόρος, ζει, του αθανάτου..» (στχ.40), δημιουργώντας ένα διάλογο μεταξύ των στροφών. Παρουσιάζονται αλλεπάλληλες παρομοιώσεις (στχ. 21-30 και 41-52), όπως και διασκελισμοί πέραν του δίστιχου (στχ. 25-28, 41-44).

«Δον Κιχώτες»
            Το ποίημα του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη (1896-1928) «Δον Κιχώτες» πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1920 και στη συνέχεια το δημοσίευσε στη συλλογή Νηπενθή (1921), η οποία ανήκει στη δεύτερη από τις τρείς ποιητικές συλλογές του. Η λεγόμενη «γενιά του 1920», όπου ανήκει ο Καρυωτάκης, βίωσε το κλίμα του πεσιμισμού, της παρακμής, της διάψευσης των ελπίδων, των προσδοκιών, τον λάθος προσανατολισμό που έζησε όλη η χώρα μετά την ατυχή έκβαση της «Μεγάλης Ιδέας», την απογοήτευση για το χάσιμο των ιδεωδών, δημιουργώντας στη γενιά αυτή, την αίσθηση του ανικανοποίητου. Ο Δον Κιχώτης είναι μία λογοτεχνική μορφή, ένα λογοτεχνικό σύμβολο, γιατί επηρέασε την εξέλιξη της πεζογραφίας. Το εμβληματικό έργο του Θερβάντες είναι ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο, δεν είναι ιπποτικό, είναι μια παρωδία και η μορφή του Δον Κιχώτη υπονομεύει τις προηγούμενες μορφές των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Είναι ένας αντιήρωας που διαπνέεται από μια ρομαντική ιδεολογία γιαυτό μια μερίδα των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη, τον ερμήνευσαν ως ένα ρομαντικό σύμβολο, έναν μοναχικό ιππότη, που όλοι τον θεωρούν παράλογο γιατί αναζητά χίμαιρες. Ο Καρυωτάκης δίνει στο ποίημα τον χαρακτηρισμό της σάτιρας με επιδίωξη συμβολική. Το ποίημα «γράφηκε ως απάντηση στις συμβατικότητες τόσο του Ουράνη όσο και του Νουμά». Ο Καρυωτάκης δεν αποδέχεται όπως ο Ουράνης την εξιδανίκευση, τη ρομαντική ματιά του ιδεολόγου Δον Κιχώτη, αλλά αντιθέτως τον βλέπει με ρεαλιστική ματιά ως αντιήρωα, γιαυτό τον απομυθοποιεί με την ειρωνεία την οποία άλλωστε υπηρετεί ο ποιητής, κάνοντας τη χρήση της τεχνικής του διασκελισμού (στχ.1) «οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουν ως την άκρη», για να ολοκληρωθεί το νόημα της πρότασης (στχ.2) «του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την ιδέα». Ο Καρυωτάκης δεν ερμηνεύει τον ιππότη υπό το πρίσμα των υψηλών ιδανικών. Θεωρεί ούτως ή άλλως ότι αυτό που κάνει οδηγεί σε αδιέξοδο. Τον σατιρίζει λέγοντας πως δεν έχει σωστή λογική (στχ.5) και δέχεται τα αποτελέσματα της μάταιης και συνεχούς αναζήτησης. Εκτιμά τον Σάντσο σαν αντιπρόσωπο της απλής λογικής και παρουσιάζει τον Ιππότη γελοιοποιώντας τον να ετοιμάζεται για καινούργιες περιπέτειες, όπως αναφέρεται (στχ.8) «Σάντσο τ΄άλογό μου». Στη συνέχεια ο ποιητής αναφέρεται στις πληγές που κουβαλά ο Δον Κιχώτης αναζητώντας τις χίμαιρες.  Ουσιαστικά μας φέρνει κοντά στην αίσθηση που ήθελε να βγάλει και ο Θερβάντες. Αναφέρεται στις πληγές που είχε ο ίδιος ο ιππότης, που δεν ήταν ένας ρομαντικός ήρωας, που ίσως ο ίδιος να διαπνεόταν από ρομαντικές χίμαιρες, αλλά παράλληλα τονίζει τη σύγκρουση με τις χίμαιρες στην οποία ήρθε ο Δον Κιχώτης κατά το γύρο του κόσμου αλλά και τις πληγές που του έφερε αυτή.
            Το χαρακτηριστικό της γλώσσας του είναι η ανάμειξη της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Η ποίησή του είναι σε ιαμβικό ρυθμό, με ομοιοκαταληξία και λεξιλόγιο καθημερινό.  

Παραδοσιακά και νεωτερικά στοιχεία των ποιημάτων
            Η μετάβαση από την παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Κάποια στοιχεία της ποιητικής προανήγγειλαν την παρουσία της νεωτερικής ποίησης, υπονομεύοντας την παραδοσιακή με στοιχεία νεωτερικά, που συναντάμε αρχικά στην ποίηση του Καβάφη και του Καρυωτάκη. Η γραφή του ποιήματος «Δον Κιχώτες» του Καρυωτάκη μιλά με την παράδοση, ο Δον Κιχώτης είναι μία λογοτεχνική παραδοσιακή μορφή. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τους κανόνες της ποιητικής παράδοσης, όπως μέτρο, σταθερή μορφή στροφών (τετράστιχο), ομοιοκαταληξία. Δεν ανήκει ολοκληρωτικά στην παραδοσιακή, ούτε όμως και στην νεωτερική ποίηση. Εκ προθέσεως ο ποιητής έμεινε στο μεταβατικό στοιχείο της γλώσσας, μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Η τάση στην καθαρεύουσα δείχνει την αποδέσμευση από τη δημοτική, που καθιέρωσε η γενιά του 1880, όμως τα στοιχεία που τον φέρνουν πιο κοντά στη νεωτερική ποίηση, είναι αυτό της τεχνικής του διασκελισμού, ως ένα μέσον προκειμένου να υπερβεί την παραδοσιακή στιχουργία, με την μη ολοκλήρωση του νοήματος του στίχου, θέλοντας να ταρακουνήσει τον αναγνώστη, γιατί ο Καρυωτάκης είναι ένας κοινωνικός ποιητής, σε αντίθεση με την παραδοσιακή που κατά κύριο λόγο ολοκληρώνει το νόημά της στο τέλος του στίχου, όπως και πιο καθημερινό λεξιλόγιο σε αντίθεση με το ποιητικό λεξιλόγιο του λυρισμού που ακολουθούσαν οι παραδοσιακοί ποιητές.
            Στο έργο «Μήτηρ Θεού» ο Σικελιανός χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, ο στίχος του είναι παραδοσιακός δεκαπεντασύλλαβος ζευγαρωτός, έχει σταθερό αριθμό στίχων (δίστιχο), μέτρο, ρυθμό, ομοιοκαταληξία. Το έργο του μιλά με τη χριστιανική παράδοση. Έχει όμως και νεωτερικά στοιχεία που διαφοροποιούνται από εκείνα του   Καρυωτάκη. Τον χαρακτηρίζει ένας γενικότερος οραματισμός, μια καθολική θεώρηση της ζωής, μια νοηματική σκοτεινότητα, που έχει σχέση με το έντονο μυστικιστικό θεμέλιο του ποιήματος .-

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
Βογιατζόγλου Α., « Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», στο Λ. Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Γαραντούδης Ε.,«Η ποίηση του Κ.Γ.Καρυωτάκη», στο Λ. Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Δανιήλ Χ., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας). Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Καγιαλής Τ. (επιμ), ΕΛΠ30/ΕΔΥ/ CD-ROM/1–Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό για τη Θ.Ε.: Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20 ος αιώνας) –Νεοελληνική Ποίηση σε Υπερκείμενο, ΕΑΠ, Πάτρα 2005.
Λεοντάρης Β., «θέσεις για τον Καρυωτάκη» στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, επιμ. Μ, Μπακογιάννης, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2014.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.