Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Αρχαική και Κλασική περίοδος. 
Ομοιότητες και διαφορές του νεωτερικού ελληνιστικού έπους του Απολλώνιου Ρόδιου  με το αρχαϊκό έπος του Ομήρου.
            Ο Απολλώνιος Ρόδιος στη συγγραφή του τα Αργοναυτικά, θα συναγωνιστεί τα Ομηρικά έπη αλλά και θα υλοποιήσει τις ιδεολογικές και αισθητικές επιταγές της ελληνιστικής εποχής επιδιώκοντας ίσως να αποδεσμευτεί από την προηγούμενη επική παράδοση. Ο ποιητής καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, γεννήθηκε ίσως στις αρχές του 3ου αι.,π.Χ., χρημάτισε διευθυντής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας καθώς και παιδαγωγός του Πτολεμαίου του Ευεργέτου γύρω στο 260 π.Χ.  Η εμβάθυνσή του στα κείμενα της ποίησης του παρελθόντος αποδεικνύει ξεκάθαρα τη βάση της παραγωγής της νέας ποίησης. Στο νεωτερικό έπος του Απολλώνιου φανερώνεται η δεξιοτεχνία του στην ανάλυση και παρουσίαση ψυχο-φυσιολογικών καταστάσεων, που δεν ήταν τόσο γνώριμες στην αρχαϊκή επική ποίηση, όπως και στη ρεαλιστική απεικόνιση ανθρώπινων βιωμάτων, γνώσεις που αποκτήθηκαν στο περιβάλλον του Μουσείου και της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
 Ο Απολλώνιος δουλεύει ως λόγιος και φιλόλογος. Η μελέτη των παλαιότερων κειμένων χρησιμεύει στο έργο του, αντλώντας θέματα περιεχομένου όσο και θέματα λεξιλογίου. Στα Αργοναυτικά διαπιστώνονται οι καινοτομίες στον επικό κανόνα με φανερή την επιρροή του Ομήρου, αλλά δεν είναι μια απλή μίμηση. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί τις βασικές ελληνιστικές αρχές «της αντίθεσης μέσω της μίμησης» και του «ανταγωνισμού με την παράδοση», επινοώντας κάτι το καινούργιο. Τα Αργοναυτικά δεν είναι μόνο και μόνο ένα έπος αλλά αντλούν και αξιοποιούν στοιχεία και από άλλα λογοτεχνικά είδη (τραγωδία ή λυρική ποίηση) αλλά και από πηγές που δεν ανήκουν στη λογοτεχνία. Έντονη είναι και η διακειμενικότητα μέσα στο ποίημα. Οι πηγές του Απολλώνιου είναι πολλές, η αναφορά του σε αυτές μπορεί να γίνεται μέσω θεμάτων ή μεμονωμένων λέξεων, αλλά διαφαίνεται και η ιδιότητα του λόγιου ποιητή στα Αργοναυτικά σε «αίτια», διηγήσεις που ερμηνεύουν ονομασίες, έθιμα και τελετές.
            Η ειδολογική ποικιλία αποτελεί ένα νέο γνώρισμα. Σε κάθε περίοδο μέχρι τώρα, κυριαρχούσε ένα ποιητικό είδος (έπος, δράμα, λυρική ποίηση) που καθρέπτιζε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Η λογοτεχνία στην ελληνιστική εποχή ακολουθεί την πολυμορφία που χαρακτηρίζει το νέο κόσμο, χωρίς να αποτυπώνει κοινωνικούς προβληματισμούς, διότι δεν απευθύνεται σε κοινό με ίδιες παραδόσεις. Τα θέματα που επιλέγει η νέα ποίηση κινούνται στο επίπεδο της οικείας καθημερινότητας, στέκουν στη λεπτομέρεια σε θέματα ψυχολογικού τύπου, στην προσαρμογή θεών και ηρώων σε ανθρώπινα πλαίσια, επίσης δίνουν μια ιδιαίτερη προσοχή στη γυναίκεια και παιδική φύση, που συνδυάζεται στην ελληνιστική περίοδο με το ενδιαφέρον για το  ατομικό και τη συνύπαρξη των αντιθέτων, όπως η παρουσία του Έρωτα ως παιδί που όμως διαθέτει μεγάλη δύναμη. Τα Αργοναυτικά είναι το μοναδικό ακέραιο έπος της ελληνιστικής εποχής, αποτελούμενο από τέσσερα βιβλία και είναι από τους σημαντικότερους μυθολογικούς κύκλους , όπως και μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ελληνιστικής ποίησης, που ένα επικό ποίημα πραγματεύεται «μυθικό θέμα» . Ο Απολλώνιος είναι ο πρώτος ποιητής στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία που εισάγει στο έπος το ερωτικό στοιχείο ως κυρίαρχο αφηγηματικό μοτίβο . Μέσα από την ερωτική ιστορία του Ιάσονα και της Μήδειας, επικαλείται τη Μούσα Ερατώ στο Γ΄ βιβλίο των Αργοναυτικών επειδή θέλει να αφηγηθεί τον έρωτα των δυο πρωταγωνιστών. Η Μούσα Ερατώ θεωρείται η Μούσα της ερωτικής ποίησης. Με αυτό τον τρόπο ο ποιητής θέλει να δείξει ότι ο άθλος του Ιάσονα πραγματοποιείται χάρη του Έρωτα και όχι της αξίας του ήρωα ως πολεμιστή. Η πιο σημαντική στιγμή του ποιήματος είναι η περιγραφή της ερωτικής αφύπνισης της Μήδειας και ο τρόπος αντίδρασής της .Στο απόσπασμα από τα Αργοναυτικά (3, 270-300), περιγράφεται η στιγμή που ο Έρωτας σημαδεύει με τα βέλη του τη Μήδεια. Ο ποιητής δίνει έμφαση στην ψυχολογία του ανθρώπου όταν αισθάνεται έξαφνα το ερωτικό συναίσθημα με την μεσολάβηση του θείου παράγοντα, ένα επικό χαρακτηριστικό, αλλά και με νεωτερικά στοιχεία όταν παρουσιάζει με χαρακτηριστικά ανθρώπινα τον Έρωτα να ξεσπά σε δυνατά γέλια. Ο Έρωτας που στοχεύει σημαδεύοντας τη Μήδεια, παρομοιάζεται «με μύγα μύωπα που αγριεύει τις νεαρές φοράδες…..»,τονίζοντας έτσι τη γυναικεία ψυχολογία αλλά και τον Έρωτα. Την ενέργεια του Έρωτα την παρουσιάζει με «φλογερό δαυλί όπου γύρω τριγύρω από τη φλόγα του ρίχνει μια φτωχή γυναίκα….», σκηνή που φανερώνει τη νεοτερικότητα με τη λεπτομέρεια και τη ζωντάνια της αφήγησης. Ο Απολλώνιος παρουσίασε τη γένεση και την ανάπτυξη του ερωτικού πάθους στη ψυχή της νεαρής Μήδειας προβάλλοντας την ικανότητά του να εισχωρεί μελετώντας στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Η ρεαλιστική περιγραφή και η προβολή των έντονων ψυχικών μεταπτώσεων διαφέρει πολύ από τον ομηρικό τρόπο έκφρασης. Σχεδόν ολόκληρο το Γ΄ βιβλίο των Αργοναυτικών στη σύνθεσή του είναι απολύτως διαφοροποιημένο από το ομηρικό πρότυπο, καθώς επίσης και η παρουσίαση της συμπεριφοράς του σκανδαλιάρη μικρού Έρωτα, είναι αντίθετη προς τον ομηρικό τρόπο. Ωστόσο αν και πολλά έχουν αλλάξει, ο κύριος στόχος του έπους στα Αργοναυτικά, δηλαδή η διαιώνιση της δόξας των ηρώων, του κλέους,  παραμένει ο ίδιος ως κύριο διαρθρωτικό υλικό του έπους. Ο Απολλώνιος καθορίζει το ειδολογικό καθεστώς του ποιήματός του στον πρώτο στίχο με τη φράση που διατυπώνει το θέμα παλαιογενέων κλέα φωτών .
Η γλώσσα των Αργοναυτικών στηρίζεται στην ομηρική. Ο Απολλώνιος δουλεύει ως φιλόλογος αξιοποιώντας δύσκολες ομηρικές λέξεις, πολλές φορές άπαξ ειρημένες ενώ επιπλέον αναδεικνύει  λεξιλογική ποικιλία. Η γλώσσα και το μέτρο βρίσκεται πιο κοντά στο ομηρικό εξάμετρο, γίνεται χρήση παρομοιώσεων που είναι πάμπολλες στα ομηρικά έπη. Τα ομηρικά έπη γράφονται βασισμένα σε προφορική εξιστόρηση στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην απομνημόνευση, στην επανάληψη ορισμένων φράσεων ή και ολόκληρων θεματικών σκηνών, ενώ τα Αργοναυτικά είναι αποκλειστικά προϊόν γραφής.
            Η ανάδειξη του ατομικού και του συναισθηματικού στοιχείου δίνουν έμφαση στις νεωτερικές τομές της ελληνιστικής εποχής. Απουσιάζουν τα αρχαϊκά ηρωικά ιδεώδη, το κλέος και η τιμή και προβάλλεται ένα νέο είδος ήρωα διαφορετικό από τον παραδοσιακό επικό ήρωα, που αντιμετωπίζει τον κόσμο εντελώς διαφορετικά. Στην ελληνιστική ποίηση ο Έρωτας αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, κάτι που απουσιάζει στα ομηρικά έπη σχεδόν εντελώς. Το έπος δεν έχει ένα κύριο ήρωα. Στην εκστρατεία όλοι οι ήρωες είναι το ίδιο σημαντικοί, άλλωστε η εκστρατεία είχε συλλογικό χαρακτήρα. Τα Αργοναυτικά διαφοροποιούνται από τα ομηρικά έπη όπου οι ήρωες έχουν την κεντρική θέση. Ο Ιάσονας έχει χαρακτηριστεί από μελετητές «ερωτικός ήρωας», ο οποίος λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης κερδίζει επιλέγοντας τα λόγια και όχι τη βία, πολύ σπάνια φανερώνοντας την πολεμική του δύναμη.
            Αντίθετα στο διάλογο Έκτορα και Ανδρομάχης εξυμνείται ο ηρωικός θάνατος στο πεδίο της μάχης. Το απόσπασμα της Ιλιάδας (Ζ 381-502), αποτελεί μια από τις πιο υπέροχες σκηνές του έπους. Στη συνάντησή της με τον Έκτορα στις «σκαιές πύλες», η Ανδρομάχη τον συμβουλεύει σε θέματα στρατιωτικής τακτικής  ζητώντας του να μην βγει από τα τείχη γιατί αυτό θα αντιστοιχούσε με αυτοκτονία και να πολεμήσει στο πιο αδύνατο σημείο των τειχών που θα ήταν περισσότερο χρήσιμος και να μην σκοτωθεί άδικα (Ζ 432-434). Ο Έκτορας όμως δεν θα συμφωνήσει γιατί δεν θέλει να θεωρηθεί δειλός από τους Τρώες. Προαισθάνεται ότι θα καταστραφεί η Τροία και προτιμά να πέσει μαχόμενος ηρωικά, επιλέγοντας αυτή την τακτική ακόμα και αν είναι μάταιη. Προτιμά την ηρωική μονομαχία, αγαπά την πατρίδα του, αλλά δεν το κάνει τόσο για να υπερασπίσει την πόλη, όσο για δική του υστεροφημία. Δεν θέλει να στηλιτεύσει την καλή του φήμη και να φανεί δειλός. Ο Έκτορας  έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών του θανάτου του αλλά η θέση του δεν του επιτρέπει να παραβιάσει τον κώδικα της ηρωικής συμπεριφοράς. Στα επικά ποιήματα κυριαρχεί το στοιχείο του κλέους και της πολεμικής ανδρείας που ανταμείβονται με την αιώνια φήμη και συνοδεύουν τον ήρωα και μετά τον θάνατο. Αυτό που στενοχωρεί περισσότερο τον Έκτορα είναι το τι θα απογίνει η αγαπημένη του γυναίκα όταν κάποιος Αχαιός πάρει την ελευθερία της, μια ακόμη αιτία να επιζητά τον θάνατό του για να απαλλαγεί από αυτό το κακό, γιατί είναι βέβαιος ότι η Τροία θα καταστραφεί (Ζ 448-465). Στον αποχαιρετισμό ο Έκτορας εύχεται στον γιό του Αστυάνακτα να υπερβεί σε κλέος και ανδρεία τον πατέρα του, απόδειξη της άποψης που κυριαρχούσε για το ρόλο του άνδρα στις αριστοκρατικές κοινωνίες (Ζ 475-479). Τελειώνοντας ο Έκτορας υπενθυμίζει στην Ανδρομάχη τα καθήκοντά της ως γυναίκα και συζύγου, λέγοντάς της ότι για τον πόλεμο φροντίζουν οι άντρες και περισσότερο απ΄όλους αυτός (Ζ 490-493).
Η παιδεία κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
            Την αυτοκρατορική περίοδο η βιογραφία ανθεί ιδιαίτερα χωρίς να είναι δημιούργημα αυτής της εποχής. Οι αρχές της συνήθως ανιχνεύονται στην κλασσική εποχή . Η βιογραφία εκφράζει την προσωπογραφική αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων. Αν και η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να ταυτιστεί με την μελέτη της βιογραφίας, δεν μπορεί όμως και να την αγνοήσει γιατί από μόνη της αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός. Ο Διογένης Λαέρτιος 2ο-3ο μ.Χ., αι., έγραψε τους «βίους» και τις «γνώμες» των εν φιλοσοφία ευδοκιμισάντων σε δέκα βιβλία, βιογραφίες των φιλοσόφων από τις απαρχές της φιλοσοφίας μέχρι τις ημέρες του.
Στο έκτο βιβλίο του πραγματεύεται τα της κυνικής φιλοσοφίας, αναφέρεται στους κυνικούς Αντισθένη, Διογένη, Κράτη, Μητροκλή, Ιππαρχία και άλλους . Οι επιλογές της κυνικής φιλοσοφίας οδηγούσαν σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, σε μια λιτή διαβίωση, σε μια μη αποδοχή του συνηθισμένου τρόπου ζωής, στην απόκτηση της αρετής με βάση την απελευθέρωση από οτιδήποτε περιττό και η επιδίωξη όλων των παραπάνω πολλές φορές είχε σαν αποτέλεσμα μια συμπεριφορά προκλητικού αναχωρητισμού. Τα περισσότερα φιλοσοφικά ρεύματα υιοθέτησαν τη διατριβή που ξεκίνησε από τους Κυνικούς και που πραγματευόταν θέματα πρακτικής ηθικής, στηλίτευση ελαττωμάτων και φρασεολογία συχνά σαρκαστική . Η θεματική ενότητα του έκτου βιβλίου του Διογένη Λαέρτιου με τη διασκεδαστική ανεκδοτολογία, το καθιστούσαν όχι μόνο πηγή πληροφοριών αλλά και ευχάριστο ανάγνωσμα που οφειλόταν στην ειρωνική και αρνητική στάση των Κυνικών, που όμως έκφραζαν ταυτόχρονα και τον στοχασμό τους. Πρόκειται για μια φιλοσοφία που ενισχύεται από το ανεκδοτολογικό στοιχείο, αναπόσπαστο υφολογικό χαρακτηριστικό των βιογραφικών έργων.
Στα γεγονότα που προηγούνται της ένωσης του Κράτη με την Ιππαρχία αντιστοιχούν ανεκδοτολογικές συνήθειες με σχεδόν χαρακτήρα παραμυθιού. Στο απόσπασμα (6,96-98) η Ιππαρχία αδερφή του Μητροκλή (τέλη 4ου με αρχές του 3ου αι., π.Χ. μαθήτρια του Κράτη και σημαντικός εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας), ερωτεύεται τον κυνικό φιλόσοφο Κράτη, όχι μόνο για την διδασκαλία και τον βίο του, αλλά με πάθος για όλες τις πλευρές του. Ο Κράτης αν και πολύ μεγαλύτερος από αυτήν και άσχημος ήταν εντούτοις τα πάντα για την Ιππαρχία. Στη μη παραδοχή της σχέσης αυτής από τους γονείς της, απειλεί η Ιππαρχία, ότι αν δεν συναινέσουν θα αυτοκτονήσει. Οι γονείς της θα επιστρατεύσουν τον ίδιο τον Κράτη για να αλλάξει τη γνώμη της. Η ενέργειά του να γδυθεί μπροστά στην Ιππαρχία δείχνοντας τα υπάρχοντά του, βάζοντάς την έτσι να αποφασίσει, δεν έγινε γιατί ήθελε ο Κράτης να αποφύγει τη σχέση μαζί της αλλά ψάχνει τα όρια της συγκατάνευσής της και ταυτόχρονα ενισχύει την παράδοση της αναισχυντίας που αποδίδεται στους Κυνικούς (6,96) . Η Ιππαρχία θα κάνει την επιλογή της, θα τον ακολουθήσει, υιοθετώντας την κοινωνική συμπεριφορά των Κυνικών, κυκλοφορεί και κοιμάται δημοσίως μαζί του και τον ακολουθεί στα δείπνα.
         Σε ένα συμπόσιο που είχε οργανώσει ο Λυσίμαχος καταγράφεται η περίφημη αντιπαράθεση της Ιππαρχίας με τον Κυρηναϊκό φιλόσοφο τον Θεόδωρο τον Άθεο, ο οποίος αμφισβήτησε τη δυνατότητά της να παρευρεθεί στο συμπόσιο προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η ενασχόληση αυτή ήταν μονάχα αντρική και θέση στο χώρο αυτό είχαν μόνο γυναίκες εταίρες και αυλητρίδες. Η ανενδοίαστη παρουσία της Ιππαρχίας στο συμπόσιο φανέρωνε την αντίθεσή της προς τους θεσμούς και τα έθιμα της εποχής. Στο επιχείρημα που θα αντιτάξει η Ιππαρχία ότι εάν για τον Θεόδωρο οποιαδήποτε πράξη του δεν θα κρινόταν ως λάθος, τότε δεν θα κρινόταν ως λάθος εάν την ίδια πράξη έκανε και η Ιππαρχία, ο Θεόδωρος επειδή δεν είχε απάντηση, θέλησε να την μειώσει με συμπεριφορά ανάλογη που άρμοζε σε γυναίκες που σύχναζαν στο χώρο του συμποσίου. Με χειρονομία ταπεινωτική, της ανασήκωσε το ρούχο για να αποκαλυφθεί μέρος του σώματός της (6,97). Από μέρους της Ιππαρχίας δεν υπήρξε ταραχή γιατί είχε υιοθετήσει την κοινωνική συμπεριφορά των Κυνικών πιστή στην αρχή της αναίδειας , μακριά από κοινωνικές συμβατικότητες. Στόχος της ήταν η προσχώρηση στη γνώση και στον τρόπο ζωής που οι κοινωνικοί θεσμοί δεν προέβλεπαν γι΄αυτή. Ενσαρκώνει επίσης και ένα ουσιαστικό κομμάτι της κυνικής κοσμοθεωρίας, την πεποίθηση ότι ίδια είναι η αρετή που χαρακτηρίζει τους άνδρες και τις γυναίκες. Στον υπαινιγμό του Θεόδωρου ότι η εγκατάλειψη του αργαλειού της δεν της πρόσφερε κάποια ωφέλεια, η Ιππαρχία θα παραδεχθεί την εγκατάλειψη του αργαλειού προς χάριν της παιδείας. Εδώ όμως η έννοια της λέξης παιδεία πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της εποχής του Διογένη Λαέρτιου και όχι τόσο της Ιππαρχίας (6,98).
          Στη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου η παιδεία αφορά τους κάτοικους ενός πολυφυλετικού κράτους. Η εποχή αυτή χαρακτηρίστηκε ως προς την πνευματική της παραγωγή, με τον όρο «δεύτερη σοφιστική». Η παιδεία στηρίζεται στην ελληνική πολιτισμική δημιουργία της κλασικής εποχής με όπλα τη φιλοσοφική σκέψη και τη ρητορική. Ο «σοφιστής» για τα δεδομένα της δεύτερης σοφιστικής διδάσκει το παιδευτικό αυτό ιδεώδες, ενταγμένο συνήθως σε κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα (στωικούς, κυνικούς, σκεπτικούς, επικούρειους), με την πειστικότητα της ρητορικής και με τις δυο τάσεις του «ασιανισμού» με το περίτεχνο ύφος και με το λιτότερο του «αττικισμού». Το παιδευτικό ελληνικό ιδεώδες  βρίσκεται σε μια εποχή όπου ο ελληνικός πολιτισμός δεν εμφανίζεται σε ρόλο εξουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιούμενος από τη ρωμαϊκή διοίκηση ως συνεκτικό στοιχείο ίσως για ωφέλεια της ελληνόφωνης πνευματικής παραγωγής καθώς και για την ενίσχυση της Ρωμαϊκής ειρήνης. Αντίθετα οι προτεραιότητες της Ελλάδας του 4ου π.Χ.αι., στην παιδεία ήταν πολύ διαφορετικές, τα κορίτσια δεν προορίζονταν για ευφυείς φιλοσοφικές συζητήσεις όπως τα αγόρια αλλά μάλλον για την εφαρμογή της οικιακής διαχείρισης. Η κυνική φιλοσοφία μπόρεσε στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης να διατυπώσει το νόημα της αμφισβήτησης τον 4ο και 3ο αι., π.Χ., δρώντας κατά κανόνα με ριζοσπαστική παρα-κοινωνική δυναμική, ενώ στους αυτοκρατορικούς χρόνους έχει έναν πιο εδραιωμένο χαρακτήρα και η δυναμική της είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εκπαίδευσης . Στην εποχή του Διογένη Λαέρτιου η έννοια της παιδείας είναι διαφορετική, η κυνική φιλοσοφία έχει πια την ιστορία της και η ιδιαίτερη παρουσία της Ιππαρχίας βρίσκει μέσα στην ιστορία αυτή την κατάλληλη καταγραφή της. Φαίνεται λοιπόν ως αβέβαιο ότι η λέξη παιδεία στο κείμενο, αφορά μόνο τη μόρφωση της Ιππαρχίας και μόνο τα ισχύοντα της εποχής της. Η φράση εις παιδείαν την εποχή που γράφεται, περιλαμβάνει και εκθέτει μαζί με την έννοια της ατομικής μόρφωσης και τη μετάδοση των αγαθών της παιδείας.  
Συμπεράσματα
            Τα αρχαϊκά ιδεώδη του κλέους και της τιμής στην ελληνιστική εποχή απουσιάζουν. Ένα νέο είδος ήρωα προβάλλεται που υιοθετεί τα λόγια από τη βία και πολύ σπάνια φανερώνει την πολεμική του δύναμη. Η ανάδειξη του ατομικού και του συναισθηματικού στοιχείου δίνουν έμφαση στις νεωτερικές τομές της εποχής. Ο Έρωτας στην ελληνιστική εποχή αποτελεί την κινητήρια δύναμη που στα ομηρικά έπη απουσιάζει σχεδόν εντελώς, ενώ η κεντρική θέση που είχαν οι ήρωες  στα ομηρικά έπη καταλαμβάνεται από το συλλογικό χαρακτήρα της εκστρατείας.
Κατά την αυτοκρατορική περίοδο η παιδεία στηρίζεται στην ελληνική πολιτισμική δημιουργία της κλασικής εποχής. Ο ελληνικός πολιτισμός την εποχή αυτή δεν είναι σε ρόλο εξουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιείται από την ρωμαϊκή διοίκηση ως συνεκτικό στοιχείο διότι αφορά κατοίκους ενός πολυφυλετικού κράτους.
Η έννοια της φράσης παιδεία που αναφέρεται στο κείμενο του Διογένη Λαέρτιου και αφορά την Ιππαρχία, περιλαμβάνει και εκθέτει μαζί με την έννοια της ατομικής μόρφωσης και την μετάδοση των αγαθών της παιδείας, γιατί στους αυτοκρατορικούς χρόνους που γράφει ο Διογένης Λαέρτιος οι προτεραιότητες στην παιδεία είναι διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στην Ελλάδα στα τέλη του 4ου π.Χ.αι.-

Η Συγγραφέας 
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία
Fantuzzi M., Hunter R., Ο Ελικώνας και το Μουσείο, μτφ. Δ. Κουκουζίκα, επιμ. Δ.Θ. Παπαγγελής, Αθήνα 2005.
Βασίλαρος Γ., Επική σύμβαση και ελληνιστική τεχνοτροπία στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου, στο Μανακίδου Φ.Π., Σπανουδάκης Κ., Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση, Αθήνα 2008.
Μανακίδου Φ. Αφηγηματικό έπος και επύλλιον στο Βερτουδάκης Β., Ηλιάδου Ε., Λεντάκης Β., Μανακίδου Φ., Τσακμάκης Α., Τσιτσιρίδης Στ., Φυντικόγλου Β., Χριστόπουλος Μ.,  Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία τόμος Β΄ Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Χριστόπουλος Μ. Βιογραφία στο Βερτουδάκης Β., Ηλιάδου Ε., Λεντάκης Β., Μανακίδου Φ., Τσακμάκης Α., Τσιτσιρίδης Στ., Φυντικόγλου Β., Χριστόπουλος Μ.,  Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία τόμος Β΄ Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Χριστόπουλος Μ., Δεύτερη Σοφιστική. Η πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων, Αθήνα 2002.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog. 

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Παναγία Γοργοεπήκοος - Πως και εάν επηρεάστηκε από τις αναδρομές στα αρχαία πρότυπα η αρχιτεκτονική της μεσοβυζαντινής περιόδου - Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της μεσοβυζαντινής Αθήνας – ο ρόλος του Ιεράρχη Χωνιάτη - Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του Μητροπολιτικού Ναού - Ο ρόλος της Μεγάλης και Μικρής Μητρόπολης στο σημερινό αστικό τοπίο.




Πως και εάν επηρεάστηκε από τις αναδρομές στα αρχαία πρότυπα  η   αρχιτεκτονική της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Ο Μεσοβυζαντινός ναός αφιερωμένος στην Παναγία την Γοργοεπήκοο και κατόπιν στον Άγιο Ελευθέριο,όπου αρχικά ονομαζόταν Μικρή Μητρόπολη, χρονολογείται στα τέλη του 12ουαι. Ανεγέρθηκε στα ερείπια του αρχαίου ναού Ειλειθυίας ,κρατά την πρώτιστη μορφή του κατασκευασμένος από μάρμαρο. Ο ναός είναι τετρακίονος σταυροειδής, εγγεγραμμένος με νάρθηκα, αποτελούμενος από τρία μέρη, με το κεντρικό μέρος του νάρθηκα να βρίσκεται ψηλότερα από τα δύο άλλα πλάγια .Ο τρούλος είναι παράδειγμα του αθηναϊκού τύπου κατασκευασμένος από πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία. Στο επάνω μέρος της εξωτερικής τοιχοποιίας του ναού είναι εντοιχισμένος μεγάλος αριθμός μαρμάρινων ανάγλυφων, ενενήντα και πλέον ελληνικών, ρωμαϊκών, των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών εποχών που παρουσιάζουν σχέδια του 9ου και του 10ουαι., ανατολίτικης καταγωγής, από τον φυτικό και ζωικό κόσμο, καθώς και τρόπαια των παναθηναϊκών και ρωμαϊκών αγώνων αλλά και βυζαντινά ανάγλυφα, ενώ το κάτω μέρος της τοιχοποιίας αποτελείται από απλές μαρμάρινες πλάκες. Σε ακρογείσιο του 4ουαι.,αναγνωρίζουμε διάφορες γιορτές από το αττικό ημερολόγιο καθώς και σκηνή με τον Ηρακλή και την Ήβη. Διακρίνεται η προσπάθεια της εκχριστιάνισης των αρχαίων ανάγλυφων με το σύμβολο του σταυρού σε διάφορες σκηνές που συναντάμε . Με την  παραδοχή των στοιχείων της αρχαιότητας στην αρχιτεκτονική τους οι βυζαντινοί δίνουν μια νέα νοηματική υπόσταση .Η εφαρμογή των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών θα μπορούσε να αποδοθεί στο πνεύμα του κλασικισμού. Ίσως να αποτέλεσαν και ευκολία, ως έτοιμα αρχιτεκτονικά μέλη, λόγω οικονομικής αδυναμίας για αγορά υλικών, αλλά μπορούν να αποδοθούν και σε άλλες αιτιολογήσεις όπως δεισιδαιμονίας ή καλλωπισμού, ή για να δοθεί ένα κλασικίζον ύφος. Στη Μικρή Μητρόπολη τα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη τοποθετήθηκαν σε σημεία αντίστοιχα που κατείχαν κατά την αρχαιότητα, δηλαδή, τα γείσα στις θέσεις των γείσων κ.λπ. Έτσι παρά τον μεγάλο αριθμό των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, να μην χάνει ο ναός την αυτοτέλειά του .
Οι αναδρομές στα αρχαία πρότυπα οδηγούν σε ουμανιστικές τάσεις. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο στην αναγέννηση των Μακεδόνων στην Πρωτεύουσα, η αναγνώριση της αξίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν γεγονός. Οι Έλληνες του μεσαίωνα διατήρησαν αδιάκοπα την κοινή καλλιτεχνική έκφραση του ελληνορωμαϊκού κόσμου καθώς ήταν κάτι φυσικό η επάνοδος σ΄αυτή. Το ερώτημα είναι αν οι κλασικιστικές τάσεις των μνημείων, αποτελούν επιβιώσεις ή αναβιώσεις των αρχαίων προτύπων. Νέες θεωρήσεις δείχνουν τη βυζαντινή τέχνη να επεκτείνει σε πολλά σημεία την αρχαία και ότι η αντίληψη αυτής αποτέλεσε τη βάση για την ανανέωσή της. Στην αρχιτεκτονική ο όρος «αναγέννηση» δεν γνωρίζουμε αν είναι δόκιμος και αν τα αρχαία ελληνικά πρότυπα, έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, διότι η βυζαντινή ναοδομία είναι δογματική και επέβαλε βασικά χαρακτηριστικά της κάτοψης, που δεν συμβαίνει με την αρχαία αρχιτεκτονική. Έπειτα ο τρούλλος, η κόγχη, το σταυροειδές σχήμα και άλλα, μετά την εικονομαχία θεσπίζονται. Στην ναοδομία οι Βυζαντινοί εφάρμοζαν την θολοδομία και τους τοξωτούς φορείς .Η κατ’ αξίαν τοποθέτηση έπαιξε βασικό ρόλο στην αρχιτεκτονική του ναού (νάρθηκας, κυρίως βήμα, άμβωνας, διακονικό, Αγία Τράπεζα). Ο ναός εκλαμβάνεται ως μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου. Ο τρούλος σύμβολο του ουρανού όπου εικονίζεται ο Παντοκράτορας περιστοιχιζόμενος από αγγελικές δυνάμεις και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Στη κόγχη εικονίζεται η Πλατυτέρα των Ουρανών (ένωση Ουρανού-Γης). Αυτός είναι ο δογματικός εικονογραφικός κύκλος. Ακολουθεί ο λειτουργικός, ο χριστολογικός με το δωδεκάορτο, ενώ στη χαμηλότερη ζώνη εικονίζονται άγιοι, όσιοι, μάρτυρες .Κατά τους χρόνους των Μακεδόνων και Κομνηνών στην Ελλάδα και στην Πρωτεύουσα, τα θέματα που επαναλάμβαναν ήταν οδοντωτές ταινίες, κεραμοπλαστικά, σκυφία, κουφικά γράμματα, φιαλοστόμια κ.ά. Ουδεμία σχέση με την αρχαιότητα. Όσο για τα θυρώματα, τα τόξα των παραθύρων και οι κιονίσκοι τους, οι αβακωτές επενδύσεις, οφείλονται στην συνεχή εξέλιξη των αρχαίων ή ρωμαϊκών ή παλαιοχριστιανικών τοιούτων. όμως μπορούμε να αναφερθούμε σε κλασικιστικές τάσεις ανάγλυφων εικόνων του 1000-1200, αλλά και στην περίπτωση του παραδείγματος τελειότητας μιμήσεως της Γοργοεπήκοου στη νότια κεραία του σταυρού εξωτερικά, όπου νέα μέλη θα επεκτείνουν αρχαία ιωνικά γείσα με οδόντες .Η χρησιμοποίηση των μελών από όλες τις περιόδους, ελληνικά, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά, μεσαιωνικά αποτέλεσαν πρακτικές λύσεις. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική εξακολούθησε την απλότητα του μέτρου, της συνθετικής αρμονίας, που ίσως αυτά ήταν τα βασικότερα στοιχεία της συνέχειας από την ελληνική αρχαιότητα που είχαν επιβιώσει ως τότε. Έτσι στη μέση βυζαντινή περίοδο δεν τίθεται θέμα κλασικής αναβίωσης, αλλά ότι οι αρχαίες αρετές είχαν επικρατήσει μέχρι τότε .
Η επιστροφή στη τέχνη της αρχαιότητας στα τέλη του 9ου αρχές 11ου αι., στην εποχή των Μακεδόνων μέσα από κώδικες και όχι μόνο, παρουσιάζει ελληνορωμαϊκές συνθέσεις με στοιχεία εικονογραφικά από την αρχαιότητα με ρεαλιστική απόδοση, πλαστικότητα, κίνηση, τρίτη διάσταση, με εμφανείς διαφορές από την βυζαντινή τέχνη, όπου αυτή διατηρεί τις δύο διαστάσεις, την αφαίρεση, την μετωπικότητα ,τη λιτότητα, την αντίστροφη προοπτική όπου οι γραμμές δεν συγκλίνουν προς ένα σημείο φυγής, σύμβολο του ξεπεσμένου χώρου που φυλακίζει, αλλά ανοίγουν προς το φως «από δόξης εις δόξαν» ,όπου φέρουν στο πρώτο πλάνο ότι αποκρύβει η πραγματική θέα .Το φως στη βυζαντινή αγιογραφία δεν προέρχεται από συγκεκριμένη πηγή γιατί η εικόνα μας υποβάλλει τη θεία ενέργεια και το άκτιστο φως . Η αγιογραφική τέχνη είναι λειτουργική, αποφεύγοντας την αποτύπωση του φυσικού κόσμου, ασχολούμενη με τον πνευματικό, είναι εξπρεσιονιστική, δεν απευθύνεται στο συναίσθημα αλλά κυρίως στο πνεύμα . Η αγιογραφία καταγράφει όλη την ιστορία του δόγματος γεμάτη από συμβολισμούς, αιτιολογώντας το κάθε τι με ερμηνεία θεολογική .Το ρεαλιστικό στοιχείο δεν αγνοήθηκε εντελώς από την ορθόδοξη αγιογραφία. Έτσι στις αποκαλούμενες βυζαντινές αναγεννήσεις ο παράγοντας αυτός δεν συνιστούσε μοναδικό στόχο όπως στο δυτικό κόσμο, αλλά έδωσε έμφαση στην αναγκαιότητα υποταγής του υλικού συστατικού στο πνευματικό, παραλαμβάνοντας το ρεαλιστικό στοιχείο για να το ανεβάσει στη θέωση και να το εξαϋλώσει . Η σχέση της βυζαντινής τέχνης με την κλασική παράδοση ήταν συνεχής , όπως και σημαντικότατη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που την εποχή του μεσαίωνα μπόρεσε να διατηρήσει την εικονιστική τέχνη της αρχαιότητας .
Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της μεσοβυζαντινής Αθήνας – ο ρόλος του Ιεράρχη Χωνιάτη.
Κατά την βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο η Αθήνα ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη που είχε χάσει την παλιά της αίγλη. Μετά την οριστική παύση των φιλοσοφικών σχολών η πόλη της Αθήνας εξακολούθησε και στη μεσοβυζαντινή περίοδο να μεγαλώνει με κάποιες διακυμάνσεις του πολεοδομικού ιστού, που περιέκλειε το Θεμιστόκλειο και Αδριάνειο τείχος. Για την βυζαντινή ιδιωτική κατοικία οι γνώσεις μας είναι ελάχιστες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι καταστράφηκαν οι κατοικίες λόγω των ευτελών υλικών κατασκευής και που έμοιαζαν με τα σπίτια της αρχαιότητας. Ο σχεδιασμός του αρχαίου οδικού δικτύου διατηρήθηκε στη βυζαντινή Αθήνα. 8ο με 10ο αι., ο τύπος της βασιλικής με τρούλο εξελίσσεται . Η «ελλαδική σχολή» διαπιστώνεται μετά τον 10οαι., στην Πελοπόννησο έως τη Θεσσαλία και κάποια νησιά .Με νεότερες εκτιμήσεις στα τέλη του 8ου και αρχές του 9ουαι., διαπιστώνεται αξιόλογη ανάπτυξη της Αθήνας όταν προήχθη από επισκοπή σε μητρόπολη .Συνεχίζεται η οικοδομική ανάπτυξη και τον 9οαι., με μεγαλύτερη δραστηριότητα, όμως, τον 11ο και 12ο αι., με μεγάλο αριθμό ναών όπως των Αγίων Θεοδώρων, Αγίων Ασωμάτων, της Καπνικαρέας, της Μικρής Μητρόπολης, της Αγίας Αικατερίνης κ.α., αλλά και εκτός της πόλης όπως η Μονή Δαφνίου, η Μονή Αστερίου κ.α.
Από τον 9ο έως τον 12ο αι., προσδιορίζεται χρονικά η πυκνή κατοίκηση με πολλές ιδιωτικές κατοικίες, εργαστήρια και διάφορα άλλα κτίσματα. Τον 11ο και 12οαι., η Αθήνα παρουσιάζει σχετική ακμή, με ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού, με πολλά οικοδομήματα οχυρώσεις και ναούς. Ισχυροποιεί τη φήμη της με σπουδαίες μορφές από το μητροπολιτικό θρόνο, αλλά και προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Ψελλός. Την εποχή εκείνη ο Παρθενώνας ήταν γνωστός ως ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Η εγκατάσταση ως νέου μητροπολίτη της Αθήνας του Μιχαήλ Ακομινάτου Χωνιάτη τοποθετείται στο έτος 1182. Η Αθήνα ήδη είχε υποστεί καταστροφές από τις επιδρομές των Σαρακηνών, οι κακές κλιματολογικές συνθήκες (ανομβρία) είχαν επιφέρει σιτοδεία και ο λαός βρισκόταν σε απόγνωση. Ο Ιεράρχης  βλέποντας την εξαθλίωση, την ένδεια, την πείνα, τις μολυσματικές ασθένειες και έναν λαό εξουθενωμένο από τη φορολογία, την πειρατεία, κατήγγειλε την πλεονεξία των αρχόντων και με τις επιστολές του γνωστοποιούσε την κατάσταση αυτή, επιζητώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον των δυνατών για την ανακούφιση του λαού. Επίσης εντόπισε τη μείωση του πληθυσμού, την πνευματική κατάπτωση καθώς και την αλλοίωση της γλώσσας. Ο Χωνιάτης λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος προσπάθησε να ενώσει τον ελληνισμό με τον χριστιανισμό και αγωνίσθηκε για την βελτίωση της Αθήνας, αιτήθηκε ιστορική συνείδηση, θυμίζοντάς τους ότι είναι απόγονοι ενδόξων προγόνων, έκανε την κατοικία του πνευματικό κέντρο της πόλης και εμπλούτισε την βιβλιοθήκη με χειρόγραφα. Όπως ακόμη υπερασπίσθηκε με σθένος την Αθήνα από την εισβολή του Λέοντα Σγουρού το 1203 και απέκρουσε την έφοδο ώστε να μην καταληφθεί η Ακρόπολη. Το 1204 οι Φράγκοι κατέλαβαν την Αθήνα .
Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του Μητροπολιτικού Ναού.
Η ανέγερση του Μητροπολιτικού ναού της Αθήνας, έλαβε το χώρο που καταλάμβανε πρώην ερειπωμένο μοναστηριακό συγκρότημα επί της σημερινής  οδού Μητροπόλεως απόπου διασώθηκε μόνο ο ναός της Γοργοεπήκοου, λόγω της καλής κτηριακής του κατάστασης .Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος απλός τετράστηλος . Η ανάθεση του αρχικού σχεδίου στον Χάνσεν το 1842 και η απόφαση ανέγερσης του κτίσματος δίπλα στο σημερινό οφθαλμιατρείο επί της οδού Πανεπιστημίου ήταν ανεπιτυχής λόγω συνδυασμών διαφόρων τύπων εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Δύσης, Ρωμανικού και Γοτθικού ρυθμού, με στοιχεία από το Βυζάντιο και την Αναγέννηση. Με την οριστική θέση στην Παλαιά Πόλη προέκυψε  αναθεώρηση του σχεδίου. Η κάτοψη προσαρμόσθηκε στις αναλογίες της νέας θέσης. Ο Χάνσεν κατάργησε τις προεξοχές του εγκάρσιου κλίτους μειώνοντας σε μήκος τη δυτική κεραία. Τα κωδωνοστάσια σχεδιάστηκαν ογκωδέστερα ενώ τα παράθυρα έγιναν απλά .Το έργο προχώρησε μέχρι την πρώτη σειρά των παραθύρων και διακόπηκε το 1843 λόγω έλλειψης χρημάτων. Το 1846 απαιτήθηκε αναθεώρηση του σχεδίου για μετατροπή του ρυθμού σε «ελληνοβυζαντινό». Ανατίθεται στο Δημήτριο Ζέζο αλλά λόγω θανάτου του θα συνεχισθεί από τους Π. Κάλκο και Φ. Μπουλανζέ .Τα βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία του ναού είναι τα τοξωτά πελώρια παράθυρα στις κεραίες, διάταξη των κογχών και εσωτερικές τοξοτοιχίες. Η διάταξη του τυμπάνου του τρούλου είναι οκταγωνική εξωτερικά και δεκαεξαγωνική εσωτερικά. Στη διακόσμηση υπάρχουν μαρμάρινα κιονόκρανα αλλά και κλασικίζοντα γείσα, γεισίποδες, ακροκέραμα και μαρμάρινα κιγκλιδώματα. Η αρχιτεκτονική αυτή κατασκευή επηρέασε την ελλαδική ναοδομία και ιδίως τους μητροπολιτικούς ναούς των επαρχιών .Ο «ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του ναού της Μητροπόλεως είχε συμβολική σημασία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η βυζαντινή αναβίωση ταίριαζε στη Μεγάλη Ιδέα και εξυπηρετούσε το θρόνο. Έτσι επιχειρήθηκε ο ρυθμός αυτός για να εξυπηρετήσει την «ιστορική συνέχεια». Ενώ καθιερώθηκε ο νεοκλασικισμός μετά την απελευθέρωση του έθνους ως «ελληνική τέχνη», εντούτοις δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί με τους άλλους ευρωπαϊκούς ρυθμούς.
Αντιπροσωπευτική βυζαντινή πόλη ήταν η Θεσσαλονίκη που μετά την καταστροφική φωτιά του 1917 τα βυζαντινά μνημεία της βοήθησαν ως υπόδειγμα στον επανασχεδιασμό της. Με το υπόδειγμα αυτό ο Hebrard σχεδίασε τις κύριες οδούς της πόλης. Παράδειγμα αποτελεί ο μνημειακός σχεδιασμός της οδού Αριστοτέλους αλλά και των όψεων των πολυώροφων οικοδομών του τμήματος αυτού που κρατά ένα βυζαντινίζον ύφος μέχρι σήμερα. Ο αρχιτέκτονας που εμβάθυνε στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ήταν ο Αριστοτέλης Ζάχος. Πίστευε σε μια συνεχή «παράδοση» από την αρχαιότητα έως την νεότερη εποχή, για τη δημιουργία μιας νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής .
Ο ρόλος της Μεγάλης και Μικρής Μητρόπολης στο σημερινό αστικό τοπίο.
Ο Μητροπολιτικός ναός της Αθήνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την νεότερη ελληνική ιστορία του κράτους και παράκειται της Μικρής Μητρόπολης. Την εποχή της ανοικοδόμησής του ήταν ένα έργο που κυριαρχούσε ξεχωρίζοντας στο περιβάλλον της παλαιάς πόλης της Αθήνας σε ύψος, έκταση, όγκο και υλικά, σε αντίθεση με την τότε κτιριακή κατάσταση της Αθήνας, που τα οικοδομήματα ήταν χαμηλά με ευτελή υλικά. Ο πολεοδομικός ιστός της Αθήνας με τον οικοδομικό κανονισμό του 1929, επέτρεψε την άνοδο του ύψους και την συνένωση οικοπέδων στο κέντρο της πόλης. Μετά το 1930 ο ιστός άλλαξε με πολυώροφα κτίρια, δίπλα στα χαμηλά και με τελείως διαφορετικό σχεδιασμό. Μεταπολεμικά αυξήθηκε  το ύψος των κτιρίων και μεταβλήθηκε η τομή των δρόμων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο ναός να ασφυκτιά.
Η αρχιτεκτονική της Γοργοεπήκοου είναι μία «σύνθεση» κλασικής και βυζαντινής τέχνης σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής της, ενώ ο κλασικισμός της Μητρόπολης δεν μπόρεσε να εναρμονιστεί με την αρχιτεκτονική της εποχής αλλά και με τις συνεχείς αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ώστε να καταλήξει να είναι μια αυθαίρετη μορφή χωρίς σύνδεση με τον τόπο .
Συμπεράσματα
            Οι Έλληνες του μεσαίωνα διατήρησαν αδιάκοπα την κοινή καλλιτεχνική έκφραση του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η επάνοδος σ΄αυτή ήταν κάτι φυσιολογικό.
Η κατ΄αξίαν τοποθέτηση του ναού με τον δογματικό εικονογραφικό κύκλο διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην αρχιτεκτονική του. Κατέστη σημαντικότατη η βυζαντινή τέχνη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, που την εποχή του μεσαίωνα μπόρεσε να διατηρήσει την εικονιστική τέχνη της αρχαιότητας.
Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός της Μητρόπολης είχε συμβολική σημασία για το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, δεν μπόρεσε να εναρμονιστεί με την εποχή του, εν αντιθέσει με την Γοργοεπήκοο. Τον 11ο  και 12ο αι., παρουσιάζει ακμή με ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού, πολλά οικοδομήματα, οχυρώσεις, ναούς και η Αθήνα ισχυροποιεί τη φήμη της με προσωπικότητες που απουσιάζουν σήμερα όπως του Ιεράρχη Χωνιάτη που κατόρθωσε να ενώσει τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό.

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π.Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

Αλμπάνη, Τζ. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής
                      Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας ,τόμος Β΄, Πάτρα,1999.
Βογιατζής Σ.Ο Ιερός Καθεδρικός Ναός Αθηνών, στα Πρακτικά Β Επιστημονικό
                      Συμπόσιο νεοελληνικής εκκλησιαστικής τέχνης, Αθήνα 2012.
Μπίρης,Κ.Η. Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Μέλισσα, Αθήνα, 1995.
Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου-2ου
                      αιώνος στο ΔΧΑΕ 5.1969.
Πάλλης Γ. Τοπογραφικά του Αθηναϊκού Πεδίου κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο (9ος-
                  12ος αιώνας)  στο Βυζαντινά Σύμμεικτα 23(2013).
Φιλιππίδης, Δ. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής
                       Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Δ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.
Φιλιππίδης, Δ. Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.