Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία- οικουμενικότητα και τα μέσα προβολής του αυτοκρατορικού θεσμού.





Η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία.
Τα τυπικά στοιχεία της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας προϋπήρχαν, ήταν γέννημα ενός τμήματος της ελληνιστικής πολιτικής φιλοσοφίας που δεν συμφωνούσε με τη δημοκρατία επινοώντας το γενικό σχήμα ενός μοναρχικού πολιτεύματος που με τη ρωμαϊκή ηγεμονία τέθηκε σε εφαρμογή . Οι μεταρρυθμίσεις των Διοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στις δομές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας . Με τη μεταρρυθμιστική πολιτική του ο Μέγας Κωνσταντίνος κατόρθωσε να συνενώσει τη χριστιανική θρησκεία με το ρωμαϊκό κράτος και να ιδρύσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής θα ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 324 μ.Χ., θα ονομαστεί Βυζάντιο ή βυζαντινή αυτοκρατορία και ως προς την πολιτική και διοικητική δομή του θα θεωρηθεί ως συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η μετακίνηση της αυτοκρατορίας στην ανατολή έφερε στην επιφάνεια των εξελίξεων την ελληνική παιδεία με την ευρύτερη έννοιά της ενσωματώνοντας και τον χριστιανισμό. Κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας η ελληνική γλώσσα, αλλά και δημιούργημα των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποτέλεσε συνεκτικό στοιχείο εκατομμυρίων ανθρώπων διαφορετικής φυλετικής και θρησκευτικής προέλευσης, καθώς επίσης και η εξάπλωση της νέας θρησκείας του χριστιανισμού η οποία ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στους κάτοικους της περιοχής με τα μηνύματα που εξέπεμπε για ισότητα, φιλανθρωπία και αγάπη. Το βυζαντινό μεγαλούργημα στηρίχθηκε σε υπάρχουσες συνεκτικές δυνάμεις, το ομόδοξον και το ομόγλωσσον την χριστιανική θρησκεία, την ελληνική γλώσσα όπως και το ομότροπον.
            Η ενδυνάμωση και η ανάπτυξη του αυτοκρατορικού θεσμού την εποχή της ανασυγκρότησης της αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα  τη συγκεντρωτική και απόλυτη μοναρχία με ενδυναμωμένη τη θέση του αυτοκράτορα, ο οποίος ασκούσε χωρίς όρια εξουσία και ταυτόχρονα ακτινοβολούσε Θεία δύναμη. Ενδεικτικοί είναι και οι χαρακτηρισμοί «θείος» ή «ιερός», λέξεις που καθόριζαν οτιδήποτε είχε σχέση με τον αυτοκράτορα, αντικείμενο ή θεσμό: ιερόν παλάτιον, ιερά σύγκλητος, θείοι θησαυροί κ.λπ.  Τυπικά ο αυτοκράτορας εκλεγόταν από τη σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, που αντιπροσώπευαν τη λαϊκή βούληση. Στη θεωρία η εκλογή αυτή εκλαμβανόταν ως μεσολάβηση του Αγίου Πνεύματος και ως αποκάλυψη της θείας θέλησης . Κληρονομική διαδοχή του αυτοκράτορα ήταν αδύνατο να καθιερωθεί ως κανόνας δικαίου, γιατί εκλεγόταν από τον Θεό ως «άριστος», όπως και από τους νόμιμους εκπροσώπους του . Για πρώτη φορά στα μέσα του 5ουαι., προστίθεται κι άλλο ένα στοιχείο στην αυτοκρατορική αναγόρευση, η στέψη από τον Πατριάρχη .Στην περίοδο της εξουσίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τον χριστιανισμό μεταβλήθηκε ο «Αυτοκράτορας-Θεός» σε εκπρόσωπο του Θεού επί της γης, σε αυτοκράτορα ελέω Θεού . Μέσα στο θεσμικό πλαίσιο ο ρόλος του αυτοκράτορα ήταν πολυδιάστατος. Στον τομέα του κρατικού μηχανισμού είχε τη δυνατότητα να διορίζει, να απολύει τους υπαλλήλους, να απονέμει τίτλους και αξιώματα. Επίσης είχε τον απόλυτο έλεγχο των οικονομικών ζητημάτων καθώς ήταν και ο μόνος ικανός να θεσπίζει νόμους και να εποπτεύει την απονομή της δικαιοσύνης . Ο Αυτοκράτορας ήταν ο απόλυτος ρυθμιστής των πάντων. Συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, τη νομοθετική, την εκτελεστική, την δικαστική και τη στρατιωτική, ιστάμενος πάνω από όλες αυτές. Σαν νομοθέτης ήταν κύριος του δίκαιου, ανώτερος από τους νόμους και δεν τον δεσμεύουν, με το νόημα ότι αυτός έχει το δικαίωμα να αλλάξει, να καταργήσει ή να δημιουργήσει νέους νόμους με επιείκεια και φιλανθρωπία. Ο αυτοκράτορας ως «νόμος έμψυχος», πρέπει να ζει σύμφωνα με τους νόμους που αυτός έχει εκδώσει, γιατί έτσι θα μπορέσει να επιβληθεί ο σεβασμός στο δίκαιο και τους νόμους και να ξεχωρίσει ο βασιλιάς από τον τύραννο. Την αρχή αυτής της αντίληψης τη βρίσκουμε στα ελληνιστικά χρόνια που από κει πέρασε στο Βυζάντιο και αργότερα στη Δύση η οποία χρησιμοποιήθηκε για την απολυταρχική βασιλεία . Το να ενσαρκώνει ο αυτοκράτορας το νόμο και να είναι υπεράνω αυτού, καθώς και να ασκεί απόλυτη κυβερνητική εξουσία χωρίς να δεσμεύεται από κανένα θεσμό (μοναρχικό κράτος), διατυπώθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα S΄ . Ο αυτοκράτορας ενσάρκωνε όλες τις αρετές στο πρόσωπό του, ήταν ορθόδοξος χριστιανός, υποδειγματικός, θεόπνευστος και επομένως μπορούσε να καταλαβαίνει τη θεία θέληση και να πράττει αυτά που αυτή όριζε .
Η ιδεολογία του βυζαντινού οικουμενισμού.
            Η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία χτίστηκε πάνω στο δόγμα του βυζαντινού οικουμενισμού που συνιστούσε συνέχεια της ρωμαϊκής ιδεολογίας, επιβάλλοντας ένα κοινό πολιτικό και νομοθετικό σύστημα και τον ενιαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε όλους τους κατεκτημένους λαούς. Η έννοια της οικουμενικότητας του χριστιανισμού κατά την βυζαντινή εποχή, ενδυνάμωσε και πρόσθεσε τη θεωρία της παγκοσμιότητας της αυτοκρατορίας και καθώς μεταδιδόταν σε όλο τον κόσμο η νέα θρησκεία του χριστιανισμού, καθιερώθηκε  και προβλήθηκε ως θέμα οικουμενικό. Το νόημα της ενιαίας χριστιανικής οικουμενικής θρησκείας βασίστηκε στη θεωρία της οικουμενικής εκκλησίας η οποία ενσωμάτωνε όλους τους χριστιανούς .Η παραδοχή και ο παγκόσμιος αντίκτυπος του χριστιανισμού διευκολύνθηκαν από την ένωση της αυτοκρατορίας κάτω από έναν μονοκράτορα. Σαφώς ήταν θεωρητική η οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας γιατί πολλοί λαοί δεν ανήκαν στα πολιτικά της σύνορα. Αυτοί απάρτιζαν ένα πλήθος βαρβαρικών εθνών προς βορρά και νότο, που όμως παραδέχονταν την αρχή του βυζαντινού αυτοκράτορα. Η ιδεολογία της παγκοσμιότητας της χριστιανικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, συμπληρώθηκε από την ιδέα της θεϊκής φύσης της μοναρχίας. Εκφραζόταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας ως εικόνα του Θεού στη γη, που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με το πρότυπο του ουράνιου Θεού .
Αυτός προστατεύει την ορθοδοξία και την ομαλή λειτουργία της εκκλησίας, αναμιγνύεται σε αυτήν, την επηρεάζει συγκαλώντας οικουμενικές συνόδους, μεσολαβώντας στις δογματικές διαφορές, ελέγχει την κάλυψη Πατριαρχικών θρόνων και άλλων εκκλησιαστικών εδρών, προωθώντας ή υποβαθμίζοντας μια εκκλησιαστική αρχή . Η σύγκριση ανάμεσα στην κυριαρχία του Θεού και στην κυριαρχία του αυτοκράτορα επί της γης αιτιολογεί την απεριόριστη μοναρχία και την παγκόσμια κυριαρχία του . Ο αυτοκράτορας θεωρούνταν ως ο εκλεκτός του Θεού, όπως δηλαδή ο Θεός βασιλεύει στο σύμπαν, έτσι θα έπρεπε να κυβερνά την οικουμένη ο αυτοκράτορας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι αρετές του μονάρχη γεννιόνταν από την προσπάθεια μίμησης του Θεού και περιελάμβαναν την δικαιοσύνη, τη γενναιοδωρία, την αγνότητα, τη φιλανθρωπία την ευνομία και προπάντων την ευσέβεια . Η εξουσία να επιτηρεί του δόθηκε από τον Θεό. Έτσι είχε το δικαίωμα να επιβλέπει όπως και το καθήκον να παίρνει αποφάσεις για την διάδοση του χριστιανισμού σε όλο τον κόσμο. Άλλωστε καταργούνται σύνορα και εθνικές διαφοροποιήσεις σε λαούς που τους συνδέει η κοινή θρησκεία .
Τον 6οαι., οι διεθνείς ιστορικές εξελίξεις και στενά συνδεδεμένες με το πρόσωπο του Ιουστινιανού συμπεριλαμβανομένου έξυπνα και του χριστιανισμού, οδήγησαν στην εξάπλωση της έννοιας της οικουμενικότητας στο Βυζάντιο . Τον 7ο και τον 8ο αι., το Βυζάντιο συνταράσσεται από τις διενέξεις της εικονομαχίας καθώς και τη στέρηση μεγάλου τμήματος της αυτοκρατορίας λόγω των κατακτήσεων των Αράβων, Σλάβων και Βουλγάρων. Λόγω των ποικίλων προβλημάτων οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων  παραιτούνται της επεκτατικής πολιτικής. Παράλληλα η απώλεια εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε επίπτωση στην ιδέα της θεϊκής προέλευσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, γιαυτό την εποχή αυτή ο αυτοκράτορας δεν παρουσιάζεται ως εικόνα του Θεού αλλά ως κυβερνήτης που έχει ευθύνη απέναντι στο Χριστό για την διακυβέρνηση του κράτους. Με την αναδιοργάνωση του κράτους όμως, αλλά και με την επανάκτηση των χαμένων εδαφών που ανέλαβαν οι αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας, αναθερμάνθηκε πάλι η ιδεολογία της οικουμενικότητας και ταυτόχρονα δυνάμωσε η θέση της εκκλησίας με τη νίκη των εικονολατρών. Ο Πατριάρχης Φώτιος στην επαναγωγή καθορίζει, να ενεργεί ο αυτοκράτορας ως έννομος επιστασία και όχι όπως ήταν με την ελληνιστική και ρωμαϊκή ιδεολογία ως νόμος έμψυχος.
Η ιδέα του αυτοκράτορα ως εικόνα του Θεού συμπληρώνεται από την έννοια του εκλεγμένου από το Θεό και επιπλέον ενδυναμώνεται η αντίληψη της οικουμενικότητας του βυζαντινού αυτοκράτορα . Το 1204 στον έλεγχο του βυζαντινού αυτοκράτορα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ελάχιστα εδάφη είχαν απομείνει, κάνοντας την παρουσία του Βυζαντίου αβέβαιη. Αναζητώντας εθνική ταυτότητα πολλοί λόγιοι προσέφυγαν προς την Αρχαία Ελλάδα διαφοροποιούμενοι από τους Λατίνους αφού ο χριστιανισμός δεν αποτελούσε πλέον σημείο αναφοράς σύγκλισης των λαών. Ως προς το πολιτικό περιεχόμενο το κράτος θεωρείται ακόμα ρωμαϊκό, παρά ταύτα οι Αρχαίοι Έλληνες επιβεβαιώνονται ως πρόγονοι των βυζαντινών, δίνοντας έτσι έμφαση στην πολιτισμική υπεροχή των βυζαντινών απέναντι στους λαούς της Δύσης εξ αιτίας της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης που είχαν κληρονομήσει μόνο οι βυζαντινοί. Κατά τα τελευταία χρόνια περιόδου δυσκολιών, η οικουμενικότητα του Βυζαντίου δεν χάθηκε από τη σκέψη των βυζαντινών λογίων. Θα στηριχθεί από την ελληνική γλώσσα και παιδεία και το συνεκτικό στοιχείο του χριστιανισμού. Την Παλαιολόγια εποχή οι αναζητήσεις των λογίων για εθνική ταυτότητα θα οδηγήσουν σε λύσεις έξω από αυτή την κρίση με αρωγό την βυζαντινή εκκλησία η οποία θα γίνει προπύργιο του ιδεολογικού αγώνα για τη συντήρηση της έννοιας της οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας. Αν και ο αυτοκράτορας έχει χάσει πλέον την αίγλη του διεθνώς και η εξουσία του είχε συρρικνωθεί, θα συνεχίσει να εκπροσωπεί τον Χριστό και κατ΄επέκταση όλους τους χριστιανούς, με την εκκλησία να εξακολουθεί να τον τιμά όπως παλαιότερα, ακόμα και μετά το 1453 ως θύμηση της παλαιάς δόξας της οικουμενικότητας του Βυζαντίου, θα μνημονεύεται στους κόλπους της εκκλησίας από τους λόγιούς της .
Εσωτερική και εξωτερική προβολή του βυζαντινού αυτοκρατορικού θεσμού.
            Η προβολή και η ανάδειξη του βυζαντινού αυτοκρατορικού θεσμού όπως μας πληροφορεί η Έκθεσις περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ήταν συνδεδεμένη με την επίσημη ζωή του Παλατιού η οποία απαριθμούσε μεγάλο αριθμό τελετών, σηματοδοτώντας σημαντικές κρατικές ή θρησκευτικές υποθέσεις. Δεν απουσίαζαν οι δημόσιοι εορτασμοί από τις εκκλησίες και τον ιππόδρομο. Η αυτοκρατορική συμμετοχή ακολουθούνταν από πολυάριθμους εθιμοτυπικούς κανόνες όπως εκφωνήσεις ευχών, ομιλιών και εγκωμιαστικών λόγων, την ειδική ένδυση του αυτοκράτορα ντυμένου με το χρώμα της πορφύρας συνοδευόμενου από αξιωματούχους, με συγκεκριμένες πράξεις και χειρονομίες, δημοσιοποιώντας με όλες αυτές τις πράξεις τη θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής .
Στους «αυτοκρατορικούς λόγους» που εκφωνούνταν στην αυτοκρατορική αυλή, δινόταν η ευκαιρία να διατυπωθούν στοιχεία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Στους επίσημους πανηγυρικούς λόγους οι χαρακτηρισμοί ήταν πιο εγκωμιαστικοί και ιδεώδεις που απευθύνονταν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα ή και σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, από ομιλητές βέβαια ενός «κατεστημένου» που ανήκαν στην αυλή ή πλησίον αυτής. Η καθημερινή εθιμοτυπία συνένωνε ολόκληρη την αυλή καθώς και οι συχνές πανηγυρικές εμφανίσεις του αυτοκράτορα που σε αυτές συμμετείχε όλη η πόλη εξασφάλιζαν θεάματα στο λαό δημιουργώντας μια γιορταστική ενότητα. Μα πιο ισχυρό αναδεικνύεται το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο, η εθιμοτυπία της αυλής που επηρεάζει και τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με το εξωτερικό. .
Μια ακόμη σημαντική εκδήλωση αυλικής λειτουργίας ήταν η ακρόαση του αυτοκράτορα. Η εθιμοτυπία καθόριζε να βαδίζουν οι αξιωματούχοι ο ένας πίσω από τον άλλον σε απόλυτη ησυχία , να γονατίζουν εμπρός στο θρόνο του αυτοκράτορα με σκεπασμένα τα χέρια τους με ένα μέρος από τα ενδύματά τους γιατί, ότι θα τους έδινε ο αυτοκράτορας θα έπρεπε να το πάρουν με σκεπασμένα χέρια. Η λατρεία του αυτοκράτορα «προσκύνηση», ήταν ένα επιθυμητό προνόμιο για τους αξιωματούχους , γιατί ο αυτοκράτορας στα μάτια αυτών των βαρβαρικών λαών έπαιρνε μυθική διάσταση και οι τιμητικές διακρίσεις και τίτλοι που τους έδινε θεωρούνταν σημαντικά . Η οικουμένη κατά τους βυζαντινούς αποτελούσε μια τεράστια ιεραρχημένη οικογένεια λαών και ηγεμόνων με επικεφαλής το βυζαντινό αυτοκράτορα γιατί μόνο αυτός άλλωστε εκπροσωπούσε τον Θεό και ακολουθούσαν με σειρά «συγγενείας», παραδείγματος χάριν «πνευματικά τέκνα» καλούνταν οι ηγεμόνες της Αρμενίας και της Βουλγαρίας, «πνευματικοί αδερφοί» οι ηγεμόνες των Γάλλων και των Γερμανών, οι «φίλοι» και οι «δούλοι». Όλοι αυτοί ήταν κατώτεροι από τον αυτοκράτορα, δεν είχαν ούτε τον τίτλο του «βασιλέα» και γιαυτό δεν υπήρχε ο φόβος της διάσπασης της μίας και μοναδικής αυτοκρατορίας . Το βυζαντινό κράτος περιστοιχιζόταν από πολλούς εχθρούς, εξουδετερώνοντας όμως τις επιβουλές των εχθρών του μπορούσε να διατηρεί την ησυχία και την ειρήνη και αυτό το κατόρθωνε μόνο με την διπλωματία. Οι πόλεμοι άλλωστε δεν εξασφάλιζαν πάντα τις παραμεθόριες επαρχίες του κράτους από τις καταστροφικές συνέπειες και εξάλλου ήταν και πολυέξοδοι. Για να πέτυχει τους σκοπούς του λοιπόν χρησιμοποιούσε πολλά μέσα κρατώντας ψηλά το γόητρο της αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, εντυπωσιάζοντας τους βάρβαρους με την πολυτέλεια που άλλωστε διέθετε, καθώς και τη μεγαλοπρέπειά της αφήνοντάς τους να πιστέψουν ότι η αυτοκρατορία είχε πολύ μεγάλο πλούτο και δύναμη. Έτσι όσοι θα πρόσκεινται φιλικά προς αυτήν θα τους πρόσφερε δώρα και αντίθετα όσοι ήταν εχθρικοί μαζί της είχε τη δύναμη να τους τιμωρήσει σκληρά .
Άλλος τρόπος ήταν η επιδίωξη της αύξησης της επιρροής της αυτοκρατορίας στους βαρβάρους, με τη διάδοση του βυζαντινού πολιτισμού και περισσότερο της χριστιανικής θρησκείας. Συνεπείς με την αρχή της κυριότερης αποστολής του αυτοκράτορα δηλαδή τη διάδοση της αληθινής πίστης στους λαούς που δεν είχαν δεχθεί ακόμα τον χριστιανισμό, ήξεραν να τη συνδυάζουν με τις επιδιώξεις της εξωτερικής τους πολιτικής, με αποτέλεσμα, λαοί που έμεναν ανεπηρέαστοι απ΄την βυζαντινή επιρροή με το βάπτισμα υπέκυπταν σ΄αυτή. Κατέφευγαν όμως και σε άλλα μέσα για την συγκράτηση των βάρβαρων, όπως το χρήμα , την πειθώ, την υπόσχεση γάμου με μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, μη διστάζοντας ακόμα να χρησιμοποιούν τον έναν εναντίον του άλλου, καθώς επίσης και με κάποια εμπορικά προνόμια με σκοπό την ευνοϊκή στάση αυτών απέναντι στο κράτος . Σημαντικότατο ήταν το έργο του Βυζαντίου μέσω των ιεραποστόλων με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων, με κυριότερο τη δημιουργία γι΄αυτούς αλφαβήτου από τους Μεθόδιο και Κύριλλο.
Με το βυζαντινό νόμισμα η κεντρική εξουσία μετέδιδε μηνύματα προς τους υπηκόους της αλλά και στους άλλους λαούς . Η εικόνα του αυτοκράτορα ήταν χαραγμένη στα νομίσματα, στις σφραγίδες, για τον έλεγχο των πολυτίμων μετάλλων στα μέτρα και στα σταθμά . Προτεραιότητα κάθε αυτοκράτορα ανερχόμενου στην εξουσία ήταν να κόψει νόμισμα στο όνομά του ως πράξη εξασφάλισης της νόμιμης εξουσίας του. Το βυζαντινό νόμισμα εκφραζόμενο με τα σύμβολα της αυτοκρατορικής ένδυσης και εξουσίας αποτελούσε εικαστική έκφραση της προβολής του αυτοκρατορικού ιδεώδους . Έτσι ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να βλέπει τον εικονιζόμενο αυτοκράτορα με στρατιωτική στολή, να στέφεται από τον Χριστό ή την Παναγία σύμβολο της θείας καταγωγής της εξουσίας του, τον Άγγελο σύμβολο της νίκης και θείας προστασίας  κρατώντας τη σφαίρα με το σταυρό στο ένα χέρι συμβολίζοντας την οικουμενικότητα και στο άλλο  σκήπτρο σταυρόσχημο, σύμβολο της ρωμαϊκής και χριστιανικής εξουσίας στον κόσμο .
Επίσης λατρεία αποδιδόταν στην εικόνα του αυτοκράτορα ενώπιον της οποίας νομιμοποιούνταν πράξεις όπως ορκωμοσίες, διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις. Ακόμη κατά τον 14οαι., σε θρησκευτικές εορτές διασώζονταν το έθιμο της περιφοράς της εικόνας του αυτοκράτορα ανάμεσα στις εικόνες των αγίων.
Η αυτοκρατορική θρησκεία είχε τη δική της ρωμαϊκή και χριστιανική εικονογραφία παρουσιάζοντας τον αυτοκράτορα σε προτομή, ένθρονο, μόνο του, όρθιο ή και σε παραστάσεις με άλλα πρόσωπα. Σε άλλες εικόνες να προσκυνά τον Χριστό λαμβάνοντας το αξίωμα, ή να εικονίζονται ο Χριστός και ο αυτοκράτορας μαζί, καθώς και με την Παναγία ή με αγγελικές μορφές ή ακόμα και με αγίους .
Συμπεράσματα
            Η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία χτίστηκε πάνω στο δόγμα του βυζαντινού οικουμενισμού που συνιστούσε συνέχεια της ρωμαϊκής ιδεολογίας επιβάλλοντας ένα κοινό πολιτικό και νομοθετικό σύστημα και τον ενιαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε όλους τους κατεκτημένους λαούς.
            Η παραδοχή και η αναγνώριση του χριστιανισμού διευκολύνθηκαν από την ένωση της αυτοκρατορίας κάτω από ένα μονοκράτορα. Αυτός προβάλλεται ως εικόνα του Θεού στη γη που είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με το πρότυπο του ουρανίου Θεού. Με τη σύγκριση  ανάμεσα στην κυριαρχία του Θεού και στην κυριαρχία του αυτοκράτορα επί της γης αιτιολογείται η απεριόριστη μοναρχία και η παγκόσμια κυριαρχία αυτού.-       
Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου.
                                    
Βιβλιογραφία
Beck.H.G 1990. Η βυζαντινή χιλιετία. Αθήνα.
Guillou.A.1996. Ο βυζαντινός πολιτισμός. Αθήνα.
Γάσπαρης, Χ., Νικολούδης, Ν., Πέννα, Β. 1999. Ελληνική Ιστορία. Τόμος Β. Πάτρα.
Γλύκαντζη-Αρβελέρ,Ε. 2007. Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αθήνα.
Ευθυμιάδης, Σ., Κυρκίνη-Κούτουλα, Α., Νικολούδης, Ν., Πέννα, Β. 2001. Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα 1: από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια. Τόμος Β΄. Πάτρα.
Καραγιαννόπουλος, Γ., 2001. Το βυζαντινό κράτος, Θεσσαλονίκη.
Καραγιαννόπουλος, Γ., 2007. Το βυζαντινό κράτος Α΄. Αθήνα.
Σαράντη, Ε. 2001 «Η οικουμενικότης του Βυζαντίου», στον τόμο: Κατάλογος έκθεσης του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών: Ώρες Βυζαντίου. Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Αθήνα.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.