Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Η εξέταση της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ελλαδικό και διεθνή χώρο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.



Εισαγωγή
Ο 19ος αι., είναι το διάστημα που οριστικοποιήθηκε η θεωρία της συνέχειας του ελληνικού έθνους απ΄τα πολύ παλιά έτη, μέχρι σήμερα, με τον τριμερή διαχωρισμό σε αρχαίο, μεσαιωνικό και νέο Ελληνισμό από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο. Η ελληνική ιστορία προσεγγίστηκε με τρόπο εγκωμιαστικό που έφθανε και στη μυθολογία. Αυτή η ιστοριογραφική τάση που δημιουργήθηκε περίπου συγχρόνως με τη σύσταση του ελληνικού κράτους συνέχισε να είναι κυρίαρχη για την οθωμανική περίοδο έως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η συνέχεια έχει ένα ισχυρό παρόν στην νεοελληνική ιστοριογραφία, το νόημα της όμως στην Ελλάδα δεν εκτιμιούνταν πάντα με όμοιο τρόπο. Στον 19ο αι., γίνονταν αναφορές κατά κύριο λόγο στην πολιτική σύσταση. Η Αρχαιότητα και το Βυζάντιο ήταν μορφές πολιτικής σύστασης. Λειτουργούσαν κατά τον 20ό αι., σε ένα πεδίο άμυνας του κοινωνικού καθεστώτος. Στο τέλος του 20ού αι., είχε πολιτισμικά γνωρίσματα και σχετιζόταν με την πολιτική ταυτοτήτων, ως επικύρωση ή ως επίκριση. Υπάρχει δηλαδή ασυμφωνία μεταξύ των ιστορικών αντιλήψεων και αναχρονιστικότητα. Τον 19ο αι., πρυτάνευε η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, στον 20ό ξεκίνησε μια καλπάζουσα διάκριση που έφθασε σε μια σχεδόν ολοκληρωτική αντίθεση μεταξύ της ιστορίας των ιστορικών και της δημόσιας ιστορίας τη δεκαετία του 1990. Η νεοελληνική ιστοριογραφία με παγιωμένη αντίληψη της ελληνικής ιστορίας, αρχίζει να χρησιμοποιεί σιγά σιγά πιο πολλές οθωμανικές πηγές μαζί με άλλες και με την παρέμβαση τουρκικών, βαλκανικών και δυτικών βιβλιογραφιών.
Η θεωρία της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους ως ένα ισχυρό παρόν στη νεοελληνική ιστοριογραφία μέχρι το 1940.
Η νεοελληνική ιστοριογραφία ορίζεται με συμβατικό τρόπο. Ξεκινά με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, βαδίζει ως την δεκαετία του 1940, μεταξύ του ρητορισμού που χρησιμοποιείται προς διευκόλυνση της εθνικής ιδεολογίας και της θεμελίωσης των εθνικών συμφερόντων που ανάγονται σε «ιστορικά δίκαια». Κατά τις αρχές του 20ού αι., με την παρέμβαση των φιλόλογων και των βυζαντινολόγων (Σ. Κουγέας, Κ. Άμαντος) ανεξαρτητοποιείται από τον άκρατο ρητορισμό που δεν χρειάζεται πηγές για να εξελίξει το discours που διάλεξε και κατά μείζονα λόγο τις τουρκικές πηγές. Η ιστοριογραφία αυτή που την υποδείκνυαν ο Σπ. Ζαμπέλιος και ιδίως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1860-1874) εκλαμβάνει την περίοδο των οθωμανικών χρόνων σαν μεταβυζαντινή έκβαση ή προοίμιο του εθνικού ξεσηκωμού. Το Βυζάντιο ως συνδετικός κρίκος που ένωνε τον σπουδαίο αρχαιοελληνικό πολιτισμό με την νεοελληνική αντικειμενικότητα, ήταν ανάγκη να εξηγηθεί σαν μια περίοδος εξέλιξης του ελληνικού πολιτισμού και όχι σαν μια βερσιόν πολυεθνικής αυτοκρατορίας στην οποία ο ρωμαϊκός παράγοντας εξακολουθούσε απρόσβλητος και δυνατός μέχρι τέλους. Από τις προδιαγραφές της εθνικής ιστορικής σχολής δεν μετακινήθηκε ούτε ο Π. Καρολίδης αποκρύπτοντας καθ΄ ολοκληρίαν το οθωμανικό παρελθόν χωρίς να κάνει αναφορά σε οθωμανικές πηγές.  Κατ΄ουσίαν τον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους δημιουργείται μια ιστορία γεγονότων που τα πάντα συνδέονται με τελεολογικό τρόπο και αποδεικνύουν την αναγκαιότητα να κατασκευαστεί ένα κρατικό μόρφωμα που θα αναιρεί τους όρους της κατάκτησης. Σ΄αυτήν την θεώρηση περιλαμβάνεται και η Τουρκοκρατουμένη Ελλάς του Κ. Σάθα, που ανέδειξε πρώτος το αρχικό αποδεικτικό υλικό για να προβάλλει τις επαναστάσεις του ελληνικού έθνους «προς αποτίναξην του οθωμανικού ζυγού». Στο κέντρο του επεξηγηματικού σχηματισμού του τουρκικού ζυγού εντοπίζεται η υπόθεση της στέρησης της πολιτικής ελευθερίας του εκάστοτε έθνους (ελληνικού, σερβικού κλ.π) από την οποία πηγάζουν όλες οι συμφορές. Αυτό στηρίζεται σε δύο υπαινικτικές απολογίες: α) ότι, τα μεσαιωνικά βασίλεια ήταν προδρομικές μορφές των σύγχρονων εθνικών κρατών και β) ότι, εάν τα βαλκανικά έθνη δεν τα κατακτούσαν οι Οθωμανοί, θα ανθούσαν και θα μετείχαν ολοκληρωτικά στην κοινωνικοοικονομική και διανοητική μεταβολή που διέκρινε την ιστορία της νεότερης Ευρώπης από την Αναγέννηση και ύστερα. Οι ιδεολογικές κατευθύνσεις της ιστοριογραφικής δημιουργίας των χρόνων αυτών  απέχουν πολύ από τη χρησιμοποίηση τουρκικών πηγών. Ο Σπ. Λάμπρου έδειξε ενδιαφέρον για την συλλογή, διαφύλαξη και προαγωγή αρχειακού υλικού παντός είδους. Βασικός αντιπρόσωπος του ιστορικισμού, με την εμμονή στην ανάδειξη πηγών έκανε γνωστά εκ των αρχείων της Βενετίας, αρχές του 20ού αιώνα οθωμανικά έγραφα που ήταν διατυπωμένα στα ελληνικά αλλά δεν συνέχισε την Ιστορία της Ελλάδος (Αθήνα 1886-1908) πέρα από το 1453. Είχε συναίσθηση ως υποστηρικτής του ιστορικού θετικισμού ότι για να κάνει μία σύνθεση απαιτείτο να συλλέξει υλικό.
Οι παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πρέπει να εκληφθούν ως τομή στη νεοελληνική ιστοριογραφία της οθωμανικής περιόδου επειδή εκείνο το διάστημα προβάλλεται το ζήτημα για την αναφορά σε μια εικόνα του οθωμανικού παρελθόντος αλλιώτικης από εκείνη που έπλαθε ο προηγούμενος αιώνας. Ο Μ. Σακελλαρίου ισχυρίζεται στη διδακτορική διατριβή του την ανάγκη να βρεθούν εξειδικευμένοι επιστήμονες που να ερευνήσουν τις άγνωστες πτυχές του ιστορικού μας παρελθόντος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, βάζοντας κατ΄ουσίαν το θέμα της συγκρότησης ενός ολοκληρωμένου και ανεξάρτητου ιστορικού πεδίου. Η μελέτη του Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821) (1939), έχει για την εποχή διαφορετικές επιστημονικές απαιτήσεις, είναι μια κοινωνική και κρατική ιστορία «περί των αιτιών της επαναστατικότητος του ελληνικού έθνους» όπως και η μελέτη του «Νεοελληνικές ιστορικές σπουδές, ιστορικό και κριτικό σχεδίασμα» (1943). Αρχινά να ερευνά ο Σακελλαρίου την νεοελληνική ιστορία, όχι σαν συνέχεια της βυζαντινής ιστορίας αλλά έχοντας γνώση εξέτασης και οργανωτικότητας στην έρευνα ενός νέου επιστημονικού τομέα. Η διατριβή του Απ. Βακαλόπουλου αποτελεί την δεύτερη σπουδαία μελέτη "Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνική Επανάστασιν του 1821", (1939). Ο Ν. Σβορώνος τον ίδιο καιρό έχει έτοιμη τη διατριβή του Περί των εν Ελλάδι νομισμάτων κατά την Τουρκοκρατία. Αυτές οι μελέτες είναι η δυνατή βάση της ιστοριογραφίας που αφορά την τουρκοκρατία στο τέλος της δεκαετίας του 1930. Τα καινούργια εθνικά και πλατύτερα ιστοριογραφικά ζητούμενα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απαρτίζουν πιο εποικοδομητικές, πιο ακριβείς γνώσεις και πιο πολύπλοκες επεξεργασίες. Έτσι υποχρεωτικά σχηματίζονται τα στάνταρτ ενός πιο απόλυτα συστηματικού ιστορικού θετικισμού. Για την συγγραφή αυτής της ιστορικής περιόδου ο Α. Βακαλόπουλος χρησιμοποιεί οθωμανικές πηγές. Κάνει χρήση μεθοδικά του μεταφρασμένου στα ελληνικά οθωμανικού αρχειακού υλικού στη συγγραφή της Ιστορίας του νέου ελληνισμού. Όμως εφαρμόζει με μηδαμινές λοξοδρομήσεις τους κύριους κανόνες του Παπαρρηγοπούλειου σχήματος. Εξάγει κατ΄ουσίαν ο Βακαλόπουλος την νεοελληνική ιστοριογραφία από την ενδοστρέφειά της που κυρίως εξαρτώνταν και ενδυναμώνονταν από την αποκλειστική χρησιμοποίηση ελληνικών πηγών. 
Η περίοδος που στη διαμόρφωση της εθνικής ιστορίας αναφέρθηκε ως «Τουρκοκρατία» και εντάχθηκε στον εθνικό χρόνο.
            Οι νεοελληνικές σπουδές ανεξαρτητοποιούνται από τον Δημαρά και μετέπειτα και δεν είναι απλά «μεταβυζαντινές σπουδές». Η ανεξαρτητοποίηση αυτή είχε όμως δύο επακόλουθα στην αναδιοργάνωση του ιστορικού χρόνου. Είχε σχέση η πρώτη με τις δυνατότητες αλλά και τα ζητήματα που προκαλούσε η τομή στα μέσα του 18ου αιώνα. Η δεύτερη ήταν η επιζήτηση του οθωμανικού παρελθόντος της νεοελληνικής κοινωνίας, μιας όψης διαφορετικής από κείνη που είχε διαμορφώσει ο 19ος αι. Στις νεοελληνικές σπουδές κατέκτησε μια αρχηγική θέση ο Δημαράς και η «Δημαρική σχολή». Η χάλκευση της έννοιας «Ελληνικός Διαφωτισμός» θα γίνει θέμα ιστοριογραφικών ενασχολήσεων τα μεταγενέστερα έτη. Η έννοια του Διαφωτισμού όχι με την υλικοπνευματική του ουσία αλλά σαν ιστοριογραφικό σχήμα συμπεριφέρθηκε ως τελεσφόρος εισήγηση για την επίλυση ενός δύσκολου αινίγματος της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, του πως θα ενσωματωθεί δηλαδή η περίοδος που χρονολογικά αναλύει είτε ονοματολογικά εμπεριέχει εξηγήσεις που προσδιορίζουν το ιστορικό πλαίσιο και το νόημά του. Είναι η περίοδος που στη διαμόρφωση της εθνικής ιστορίας αναφέρθηκε ως «Τουρκοκρατία».
            Μέσα από τη μορφή του Ελληνικού Διαφωτισμού διαφαίνεται ο δυναμικός χαρακτήρας του ελληνισμού κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας και το ιστορικό αφήγημα βρίσκει χρονική διαβάθμιση, συνεκτικότητα και προσανατολισμό. Έτσι μια περίοδος που απουσίαζε έχει πλέον πιστοποιητικά για να ενταχθεί στον εθνικό χρόνο. Η τομή φαίνεται μέσα από το σχήμα του ελληνικού Διαφωτισμού που επιτάσσει η «μεταβολή των συνειδήσεων». Είναι μια τομή που κτίζει τη συναίσθηση της εθνικής συνέχειας και της εθνικής συνοχής, της καινοτόμου θεώρησης του παρελθόντος και της εθνικής ιστορίας. Αναδεικνύει ο Δημαράς τους διαλόγους για την εθνική ταυτότητα, τις διαφορετικές προτάσεις, τις αλλαγές στη χρησιμοποίηση των λέξεων και των ονομάτων, τις νέες έννοιες που είχαν προέλευση τη δυτική Ευρώπη και που συγκροτούν τις θεωρήσεις για τα θέματα αυτά, τον τρόπο δηλαδή που οι κοινωνίες και οι πολιτισμικές κοινότητες ανοικοδομούνται σε έθνη. Το Παπαρρηγοπούλειο σχήμα της ελληνικής ιστορίας θα ολοκληρωθεί από τον Δημαρά μέσα από το σχήμα του ελληνικού Διαφωτισμού (1945). Προβάλλεται η ανανέωση που επιτάσσει η «μεταβολή των συνειδήσεων», είναι αυτή που δημιουργεί την αντίληψη της εθνικής συνέχειας και συνεκτικότητας, της νεότερης εικόνας του παρελθόντος και της εθνικής ιστορίας. Η ελληνική κοινωνία εξευρωπαΐζεται με τον Διαφωτισμό, αποκτά υψηλούς προγόνους, επικοινωνεί με ένα πρότυπο εκσυγχρονισμού αξιών. Συγχρόνως η ελληνική ιστορία κινείται στο ρυθμό της ευρωπαϊκής κοινωνίας, αφομοιωμένη ακόμη και περιμετρικά σε μία από τις μεγάλες εκφράσεις της.
Στις νεοελληνικές σπουδές μια άλλη δυνατή επίδραση προκύπτει από το έργο του Ν. Σβορώνου. Η ένταξή του στην Αντίσταση και στο Αριστερό κίνημα και η ενδιαίτησή του στο Παρίσι περισσότερο από τριάντα χρόνια ήταν καθοριστικές για τη μεθοδολογία του έργου του και της άποψής του για την ελληνική ιστορία. Στην ιστοριογραφική μελέτη του οι γαλλικές ιστοριογραφικές κατευθύνσεις ενωθήκαν με την προσοχή για τον επαναπροσανατολισμό της μαρξιστικής θεώρησης της ανέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Άρχισε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και από αυτή την αντίληψη είναι ένας από τους ιδρυτές των νεοελληνικών σπουδών. Επιμένει στις αναφορές και στα βοηθήματα του επαγγέλματος του ιστορικού, η αποδοχή όμως από τον Ε.Labrousse και τον M. Bloch είναι εμφανής. Το παπαρρηγοπούλειο σχήμα ο Σβορώνος δεν το αρνήθηκε εντελώς, αντιθέτως το ενστερνίστηκε σε σχέση με την δημιουργία του Νέου Ελληνισμού από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Κάνει χρήση του όρου «εθνική αφύπνιση», μετέστρεψε όμως τη συζήτηση από το έθνος προς το κοινωνικό σύνολο, από τα διατρέξαντα στις συνέχειες τοποθετώντας μια τομή στον 18οαι. Η χρονική τομή συνέβη με την τομή που έβαλε ο Δημαράς στη μεταβολή των συνειδήσεων. Ο Σβορώνος όμως πρόβαλλε τις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις ιδίως τις μοντέρνες οικονομικές ενέργειες, την μορφοποίηση του αστικού πλέγματος. Στο έργο του βρίσκεται ένα σχήμα το οποίο αναφέρεται ως ο «αντιστασιακός χαρακτήρας της ελληνικής ιστορίας». Αυτό όμως δεν αντιτάσσει τις ελίτ προς τις μάζες, αλλά την κοινωνία (και τον λαό) κατά του κράτους και των μηχανισμών ντόπιας ή ξένης εξουσίας.
Μια νέα προσέγγιση της ελληνικής ιστοριογραφίας της οθωμανικής περιόδου
Στην εποχή της μεταπολίτευσης ήταν αντιληπτή μια αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο κατευθύνσεων που εμφύσησαν οι Δημαράς και Σβορώνος παρά τις αρκετές ανομοιότητές τους στο σχήμα της ιστορίας και στη μέθοδο. Με το αξίωμα «ανανέωσης» των ιστορικών σπουδών εκδηλώθηκε και έπλασε αυτό που ονομάζεται «νέα ιστορία». Οι Σπ. Ασδραχάς, Φ. Ηλιού, Β. Παναγιωτόπουλος και Β. Κρεμμυδάς, η γενιά που ακολούθησε δηλαδή, είχε τα ηγεμονικά πρόσωπα της «νέας ιστορίας». Οι πιο πολλοί αντιπρόσωποι της «νέας ιστορίας» ήσαν από την Αριστερά. Οι ιστορικοί αυτοί αισθάνονταν ότι κατά την γραφή της ιστορίας τους είχαν υποχρέωση να την απαλλάξουν από «ιδεολογικούς μύθους».
Στη περίοδο της μεταπολίτευσης και ιδίως στη δεκαετία του ΄80 οι διαθέσεις ανεξαρτητοποίησης της νεοελληνικής ιστορίας οριστικοποιήθηκαν μαζί με τη νέα ιστορία. Το σχήμα της συνέχειας δεν ήταν πια η βάση των αναγνωρίσεων μέσα από τις οποίες εξελίσσονταν οι ιστορικές σπουδές και απέγιναν αντικείμενο κριτικής. Η Μεταπολίτευση μέσα στη γενικότερη ατμόσφαιρα της αναμόρφωσης και άρνησης των ισχυουσών αξιών επηρέασε και την παραδοσιακή ακαδημαϊκή ιστοριογραφία. Σίγουρα στην αμφιβολία αυτή συνέβαλαν οι μαρξιστικές μελέτες ιστορικών του Μεσοπολέμου και ο αβυσσαλέος κοινωνικός διχασμός της περιόδου 1936-1974, που ετοίμασαν το έδαφος για τις κατοπινές μορφοποιημένες ιστορικά επεξηγηματικές συγκλίσεις. Η «νέα ιστορία» μελετά τους ελληνικούς πληθυσμούς στα οθωμανικά χρόνια από την οπτική γωνία των οικονομικών και κοινωνικών δοσοληψιών όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την κατάκτηση. Επικεντρώνεται πιο πολύ στους μηχανισμούς που συντόνιζαν την οικονομία που σ΄αυτήν συμμετείχαν οι κατακτημένοι ως παράγοντες της παραγωγής είτε επειδή παρήγαγαν ή γιατί την οικειοποιούνταν ως παράγοντες της αγοράς.
Η κριτική εξακολούθησε με μια αναδιαλογιστική σκέψη πάνω στο βασικό ζήτημα των εθνονύμων: το να αποκαλείσαι Έλληνας είναι το ίδιο με το Ρωμιός ή Γραικός; το ρεύμα αυτό επιχείρησε να αποικοδομήσει το κύριο παράδειγμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.  Εκεί φάνηκε καθαρά η προτίμηση του Έλληνας ή του Γραικός (π.χ εκ μέρους του Κοραή) η οποία δήλωνε συγχρόνως και αποκοπή του συνδετικού κρίκου, δηλαδή του Βυζαντίου με το «Ρωμιός» και επαναφορά στις πηγές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Άρα (της ευθείας παραδοχής εκ μέρους της Δύσης). Οι όροι «Έλληνας» και «Γραικός» άργησαν να επιβληθούν και να συνειδητοποιηθούν από τους ελληνικούς πληθυσμούς ως οι μόνοι αυτοκαθοριστικοί όροι. Η προβολή της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς στα χρόνια του Διαφωτισμού και δι αυτής η απευθείας σύνδεση καταγωγής των ελληνικών πληθυσμών του 1800 με τους αρχαίους Έλληνες, ευνόησε στην αφομοίωση και εξάπλωση του όρου. Σχετίζεται αυτό με τα πλατύτερα κοινωνικά σύνολα γιατί οι όροι αυτοί είχαν χρησιμοποιηθεί από πιο πριν (13ο και 15ο αι.), σε κύκλους λογίων της Διασποράς ή μη, χωρίς να έχει χρονικό ορίζοντα και εξάπλωση.
Η ιστορία της παιδείας ήταν ένα άλλο κομμάτι που εξετάστηκε. Ο σκοπός ήταν να αποκαλυφθούν οι πνευματικές άμυνες του Ελληνισμού μέσα στο «παιδευτικό σκότος» που είχε εφαρμόσει η οθωμανική εξουσία. Πότε μέσω πολιτικών άρθρων της εποχής και πότε μέσω λογοτεχνικών, οι ιστορικοί εξέφρασαν την αποφασιστικότητα του ελληνικού πνεύματος και την δεξιότητά του να δημιουργεί σκέψη έστω ευρισκόμενος σε δύσκολες συνθήκες. Ο θρύλος του «κρυφού σχολειού» μπορεί να τοποθετηθεί μέσα στην όλη απόπειρα ηρωοποίησης της παιδείας. Απόγειο στις σχετικές έρευνες ήταν η ανάπτυξη μιας ιδεολογίας απόσεισης του «τουρκικού ζυγού» η οποία εξηγήθηκε πάνω σε εθνικές βάσεις. Δηλαδή επρόκειτο για ένα ενωμένο ελληνικό έθνος που δια μέσου αντιπροσώπων λόγιων ή στρατιωτικών, έκανε προσπάθειες να αμυνθεί με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να γίνει δυνατή η εθνική ολοκλήρωσή του. Στις εθνικές ιστοριογραφίες όλων των κρατών που ακολούθησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και μερικώς την τουρκική έγινε η χρήση του όρου ζυγός. Ο «τουρκικός ζυγός» αναδείχτηκε στα Βαλκάνια σε κυρίως επεξηγηματικό σχήμα και για τις επαφές των υπηκόων με την εξουσία αλλά και γενικώς για τις επαφές χριστιανών και μουσουλμάνων. Συμφώνως με αυτή τη μορφή που είχε σχηματισθεί στα κύρια μέρη του, πλέον στο τέλος του 19ουαι.,τα χριστιανικά βαλκανικά έθνη διαβίωναν σε σύστημα αβεβαιότητας και φόβου υπό την εξουσία ενός ξένου τύραννου που τα υποδούλωσε, τα απέκλεισε από την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, υποχρέωσε σε περιστολές και εξευτελισμούς με αποτέλεσμα την εξαχρείωσή τους τόσο σε πληθυσμιακό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Η επεξηγηματική αυτή αντιμετώπιση είχε ως δεδομένο την κύρια αναγνώριση ότι το κάθε έθνος υπήρχε πριν την οθωμανική κυριαρχία. Όμως έχει γίνει πια γνωστό ότι η έννοια έθνος σαν νεωτερική πολιτική κοινότητα εμφανίζεται σε Βαλκάνια και Ευρώπη μετά τα τέλη του 18ουαιώνα. Η μορφή πλέον του τουρκικού ζυγού έχει πια εναπομείνει μόνο στη μελέτη και στην πανεπιστημιακή διδασκαλία (τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, λιγότερο στη Βουλγαρία και πιο πρόσφατα στη Σερβία).
Η μεθοδική έρευνα των πηγών ιδιαίτερα των οθωμανικών αρχείων από τη δεκαετία του ΄80 και υστέρα απέδωσε νέα ζωτικότητα στην έρευνα για τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων. Άσκηση κριτικής στην περίπτωση του τουρκικού ζυγού έκαναν εμπειρικές μελέτες και οδήγησαν στην επανατοποθέτηση σχετικά με την σκοτεινή εικόνα της οθωμανικής τυραννίας. Η απεικόνιση της φοβέρας και της σκλαβιάς παραχώρησε τη θέση της σε μια πιο διαφορετική έκθεση της οθωμανικής περιόδου. Τη δεκαετία του ΄90 οι ιστορικές σπουδές μπήκαν σε νέα πορεία επιλεκτικών παραλληλισμών, την πολιτική, την γνωσιολογική και την επικέντρωση μελέτης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως για τις οθωμανικές κληρονομιές ως κατάληξη της κρίσης της περιοχής, των προβλημάτων που προέκυψαν μετα τη διάλυση του 1989. Στη θέση της Τουρκοκρατίας τοποθετήθηκε η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Ιδίως στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα ξεκίνησε να συνιστάται μια καινούργια προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας της οθωμανικής περιόδου επηρεασμένη από την μαρξιστική ιστοριογραφική σχολή και ειδικότερα από τη σχολή των Annales. Ακόμη αναπτύχθηκαν ιστορικοί κλάδοι όπως η δημογραφία, η γεωγραφία, και η οικονομία της περιόδου. Εξετάστηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί τοπικά και εποχικά, η φορολογία και η κοινωνική κατηγοριοποίηση. Επίσης γνώρισε κι άλλες προσεγγίσεις στη μετάβαση από τον 20ό στον 21οαι. η εξέταση της ελληνικής ιστορίας της οθωμανικής περιόδου, την ανάπτυξη των οθωμανικών πηγών που δημιούργησε μια νεότερη γενιά ιστορικών οθωμανολόγων και τοποθέτησε την εξέταση των ελληνικών πληθυσμών μέσα στο πλατύτερο Οθωμανικό πλαίσιο. Ακόμα σπουδαία συνεισφορά ήταν η αντίληψη των θεσμών και δομών του οθωμανικού κράτους και η ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών εντός αυτού. Και εσχάτως εισήχθη διστακτικά, η αντιμετώπιση του ζητήματος της Ελληνικής Επανάστασης από τις οθωμανικές πηγές.
Οι έρευνες πρόσδωσαν καινούργια πορεία στην έρευνα για τις σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και αλλόθρησκων καθώς και ως προς τη θεσμική τοποθέτηση αρκετών θρησκευτικών κοινοτήτων στο οθωμανικό κράτος. Η σοβαρότερη όμως απόρροια ήταν πως κατέστη ξεκάθαρο ότι η έρευνα και δεν επικύρωσε  την παρουσία του καθεστώτος των «μιλλέτ» κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους μα περισσότερο κατέληξε στο αντίθετο πόρισμα. Ανάμεσα σε μουσουλμάνους και αλλόθρησκους η θεσμική διαφορά και οι μεροληψίες κατά των αλλοθρήσκων ήσαν αναπόσπαστο κομμάτι της οθωμανικής τάξης πράγματων. Σε αντίθεση με τα εθνικά κράτη όμως, οι πληθυντικές κοινωνίες σαν την οθωμανική, άφηναν την συνέχιση των ανόμοιων πολιτισμικών γνωρισμάτων των κοινοτήτων, δίχως να προμοτάρουν την ενταξιακή τακτική ή να προχωρούν σε μαζική δίωξη συγκριτικά με τα εθνικά κράτη που ακολούθησαν. Υπήρχε ανεξιδοξία όχι κατ’ ανάγκη με το νόημα ότι δεν υπήρχαν διακρίσεις αλλά ότι οι ετεροεθνείς ή ετερόδοξοι δεν υπόκειντο σε διώξεις. Δεν εφάρμοσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μονάχα την ισλαμική αλλά και έτερες πολιτικές παραδόσεις. Για παράδειγμα η καταστατική αναγνώριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύστερα από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που ο Μωάμεθ Β΄ δεν έθεσε υπο την αιγίδα του τους ορθοδόξους χριστιανούς και την εκκλησιαστική τους διοίκηση αλλά το συμπεριέλαβε στο οθωμανικό θεσμικό καταστατικό. Ακόμα δεν απέτρεψαν οι Οθωμανοί τους υποτακτικούς τους από το να βελτιώνουν τα έσοδά τους, για παράδειγμα η ενοικίαση των φορολογικών προσόδων του Δημοσίου. Οι υποτελείς από τον 15ο αι., λαμβάνουν μέρος σε όλα αυτά, ενώ άλλες φορές τα δημόσια πρόσοδα δίνονται σ΄αυτούς ή ως επιβράβευση υπηρεσιών που πρόσφεραν είτε ως ανταπόδοση της αποδοχής της κατάκτησης. Οι Σουλτάνοι απαρχής έδωσαν τη δυνατότητα στους ραγιάδες τους, μουσουλμάνους, χριστιανούς, εβραίους και Αρμένιους να μετέρχονται σημαντικούς οικονομικούς ρόλους σαν τροφοδότες της πρωτεύουσας και ως ενοικιαστές των προσόδων.
Μια διεθνής υιοθέτηση πιο συγκριτικής ματιάς για το οθωμανικό παρελθόν.
Τον 19ο αιώνα λόγω της κυριαρχίας του οριενταλιστικού λόγου προκλήθηκε μια κυρίως αμφίθυμη τοποθέτηση έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σαν μουσουλμανικό κράτος κάτω από μια δυναστεία τουρκικής προέλευσης εντάσσεται στην Ανατολή αλλά σαν έθνος με ευρωπαϊκά εδάφη ήταν παράλληλα και μέρος της Ευρώπης (από το 1856). Εκείνο που έκανε επιτρεπτό στην ιστοριογραφία την τελειωτική μετατόπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έξω από την Ευρώπη ήταν η διάλυσή της. Δίχως τα εμπόδια που προκαλούσε τόσο η πολιτική παράσταση της Αυτοκρατορίας σαν ευρωπαϊκή δύναμη όσο και η αυτοπροβολή της σαν τμήμα του «πολιτισμένου κόσμου», οι ιστορικοί ήταν απελευθερωμένοι να δείξουν το ασιατικό ή και μεσανατολικό μουσουλμανικό της πρόσωπο και να υπογραμμίσουν την μακρινή απόστασή της από την Ευρώπη. Με ουσιώδη τρόπο, σαυτό συνέτειναν και οι εθνικές ιστοριογραφίες των κρατών που ακολούθησαν. Για τα βαλκανικά κράτη που περίπου όλα ήταν χριστιανικά, η οθωμανική εξουσία ήταν ο βαρβαρικός ασιατικός ζυγός που απέκλειε τα βαλκανικά κράτη από την ευρωπαϊκή τους κατεύθυνση. Για την Τουρκία ήταν η ξεπεσμένη αυτοκρατορία που οι ιδεολογικές και κοινωνικές απραξίες της δεν την άφησαν να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Τα διάδοχα κράτη ανήκαν στην Ευρώπη αλλά όχι η αυτοκρατορία.
Μια διάθεση ανάπτυξης της οθωμανικής ιστορίας στο πεδίο της ευρωπαϊκής εξέλιξης πηγάζει από την επιρροή που επέφερε ο F. Braudel στο έργο του Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας (1949). Ο Braudel βέβαιος για την συνοχή του μεσογειακού χώρου ήταν ενάντιος στη διαφοροποίηση δύο ξεχωριστών κόσμων ενός ευρωπαϊκού χριστιανικού και ενός οθωμανικού μουσουλμανικού. Όμως παρά την αναγνώριση του έργου του Braudel, στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία δεν αναιρέθηκε η σταθερή αντίληψη να μην λογίζεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία τμήμα της Ευρώπης. Έκανε εφικτό όμως στους οθωμανολόγους ιστορικούς να την αντιλαμβάνονται ως λιγότερο κλειστό σύστημα. Η υιοθέτηση μιας συγκριτικής ματιάς αποκάλυψε στενότερες σχέσεις μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Οι γνώμες που μέμφονταν τον διαχωρισμό μεταξύ του ευρωπαϊκού και του οθωμανικού χώρου τη δεκαετία του ΄80 αυξήθηκαν. Η επανεξέταση όμως του βασικού αφηγήματος κατέστει δυνατή τώρα τελευταία με την επιρροή των ιστορικών, ώστε να αποκλίνουν από το ευρωκεντρικό πρότυπο και να υποδείξουν άλλους τρόπους κατανόησης της παγκόσμιας ιστορίας. Οι ιστορικοί σ’αυτή τη διαφορετική πνευματική ατμόσφαιρα άρχισαν να θέτουν υπό αμφισβήτηση την απομόνωσή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ευρωπαϊκή ιστορία.
Τελευταίες εξελίξεις προκάλεσαν την προσοχή για τις συνάφειες μεταξύ του χριστιανικού και μουσουλμανικού κόσμου στα χρόνια που πέρασαν και συνεπώς για τις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη σιγουριά αναίρεσε για τον διαχωρισμό και την εχθρότητα των δύο κόσμων η έρευνα. Έναντι της τοποθέτησης για «σύγκρουση πολιτισμών» υπάρχουν απόψεις που δίνουν έμφαση στη σύμπλευση Χριστιανισμού και Ισλάμ και τονίζουν τις ομοιότητες και τις αμοιβαίες επιδράσεις παρά τα διεστώτα. Τα ζητήματα που απασχόλησαν την έρευνα για πολλά χρόνια ήταν η υπόσταση του οθωμανικού κράτους και οι διεργασίες που είχαν σαν αποτέλεσμα τη διάλυσή του και την μορφοποίηση του πρόσφατου πολιτικού χάρτη της Μ. Ανατολής, ιδιαίτερα δε η εμφάνιση του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Έως τη δεκαετία του ΄80 η ενασχόληση ήταν με αυτά τα θέματα και αφορούσε πλατιές συζητήσεις με θέμα την υπόσταση της κοινωνίας και την πολιτική εξουσία στη μουσουλμανική Ανατολή καθώς και στην εξέλιξη του εκδυτικισμού στην προσπάθεια να εκσυγχρονισθεί.
Με την αφύπνιση των εθνικισμών στο βαλκανικό τοπίο τη δεκαετία του 1990 επιδοτήθηκαν έρευνες και μελέτες για εθνότητες και μειονότητες στα Βαλκάνια καθιστώντας τες αγαπημένο ιστοριογραφικό χώρο, υπό τις πολίτικες επιταγές της ευρωπαϊκής ένωσης και της αμερικάνικης παγκοσμιοποίησης, ζητήματα σχετικά τότε με διεργασίες κατάρτισης εθνικών πεποιθήσεων, πολιτικών και εθνικών διαξιφισμών των βαλκανικών κρατών που ψάχνουν ερμηνείες και αποδεικτικό υλικό υποχρεωτικά στο κοινό οθωμανικό παρελθόν των Βαλκανίων.
Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η μοντέρνα ιστοριογραφία δεν εξαρτάται μόνο από το ευρωπαϊκό και στη συνέχεια και αμερικάνικο ενδιαφέρον για την Εγγύς Ανατολή. Το τωρινό της πρόσωπο ως επί το πλείστον το χρωστάει στη συνεισφορά τούρκων ιστορικών που δρούσαν εντός και εκτός Τουρκίας. Οι Fuat Coprulu τη δεκαετία του ΄30, στη συνέχεια ο O.L Barkan και προσφάτως ο H.Inalcik ήρθαν σε αντιπαράθεση με τις παλαιότερες ευρωκεντρικές ερμηνευτικές ομάδες κάνοντας χρήση κατά σύστημα οθωμανικών αρχειακών πηγών. Ο Inalcik ειδικά επηρέασε πάρα πολύ το πεδίο με την πλατιά έρευνα την ανάλυση και την διδαχή στα ξακουστά πανεπιστήμια της Τουρκίας και των ΗΠΑ. Ενδιαφέρον έδειξαν ιδίως οι Barkan και Inalcik για θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και υπεισήλθαν σε διεθνείς ιστοριογραφικές αναζητήσεις, με τον F.Braudel και τους ιστορικούς των Annales σχετικά με τη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον μεσογειακό κόσμο  των πρώιμων νεότερων χρόνων.
Συμπεράσματα
            Τον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους δημιουργείται μια ιστορία γεγονότων που τα πάντα συνδέονται με τελεολογικό τρόπο και αποδεικνύουν την αναγκαιότητα να κατασκευαστεί ένας κρατικός σχηματισμός που θα ανακατασκευάσει τους όρους της κατάκτησης. Τα καινούργια εθνικά και πλατύτερα ιστοριογραφικά ζητούμενα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απαρτίζουν πιο εποικοδομητικές, πιο ακριβείς γνώσεις και πιο πολύπλοκες επεξεργασίες. Έτσι υποχρεωτικά σχηματίζονται τα στάνταρτ ενός πιο απόλυτα συστηματικού ιστορικού θετικισμού. Από τη δεκαετία του΄80 και ύστερα η μεθοδική έρευνα των πηγών, ιδιαίτερα των οθωμανικών αρχείων, απέδωσε νέα ζωτικότητα στην έρευνα για τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων επηρεασμένη από την μαρξιστική ιστοριογραφικά σχολή και ειδικότερα από τη σχολή των Annales.
 Ο Braudel βέβαιος για την ενότητα του μεσογειακού χώρου εναντιωνόταν  στη διαφοροποίηση δύο ξεχωριστών κόσμων, ενός ευρωπαϊκού χριστιανικού και ενός οθωμανικού μουσουλμανικού. Η επανεξέταση όμως του βασικού αφηγήματος κατέστει δυνατή τώρα τελευταία με την επίδραση της μεγαλύτερης επιδίωξης των ιστορικών να αποκλίνουν από το ευρωκεντρικό πρότυπο και να υποδείξουν άλλους τρόπους κατανόησης της παγκόσμιας ιστορίας.-

Η συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

·         Ασδραχάς Ι. Σπ., «Εισαγωγικά: Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία. Οι γενικοί χαρακτήρες της ελληνικής ιστορίας, 1453-1770», στο Ιστορία του νέου ελληνισμού,1770-2000. 1ος τόμος: Η Οθωμανική κυριαρχία 1770-1821, Πολιτική πραγματικότητα - Οικονομική και κοινωνική οργάνωση, επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Ελληνικά Γράμματα & Τα Νέα, Αθήνα 2003.

·         Γκαρά Ελένη και Τζεδόπουλος Γιώργος, «Εισαγωγή. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις και ζητήματα ερμηνείας», στο βιβλίο τους, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015.

·         Γκαρά Ελένη, «Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία των πρώιμων νεότερων χρόνων: ιστοριογραφικές προσεγγίσεις», Εισαγωγή στο, M. Greene, Κρήτη: ένας κοινός κόσμος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2005.

·         Γκαρά Ελένη, «Αναζητώντας μια νέα εικόνα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία: επιτυχίες και όρια των πρόσφατων αναθεωρήσεων της οθωμανικής ιστορίας», Εισαγωγή στο, Suraiya Faroqhi, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο κόσμος γύρω της, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2009.

·         Γκαρά Ελένη, «Οθωμανική κοινωνική ιστορία: αναστοχασμός και τάσεις έρευνας», στο, Πέρα από τον οριενταλισμό. Από τα Οθωμανικά Βαλκάνια στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, επιμέλεια Φωτεινή Τσιμπιρίδου και Δημήτριος Σταματόπουλος, Κριτική, Αθήνα 2008.

·         Κοτζαγεώργης Φωκίων, «Εισαγωγή. Μεθοδολογικά προβλήματα για τη μελέτη της οθωμανικής περιόδου στον ελληνικό χώρο», στο Δημήτριος Παπασταματίου και Φωκίων Κοτζαγεώργης, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Πολιτικής Κυριαρχίας, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015.

·         Λιάκος Αντώνης, «Το ζήτημα της “συνέχειας” στη νεοελληνική ιστοριογραφία», στο Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002. Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας: Πρακτικά, επιμέλεια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης και Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης,  ΙΝΕ/ΕΙΕ, τόμ. α΄, Αθήνα 2004.

·         Λιάκος Αντώνης, «“Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος”. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1994.

·         Λιάκος Αντώνης, «Η νεοελληνική ιστοριογραφία το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα», Σύγχρονα θέματα, τχ. 76-77 (Ιανουάριος-Ιούλιος 2001).

·         Μπαλτά Ευαγγελία, «Οι οθωμανικές πηγές στη νεοελληνική ιστοριογραφία», Τα Ιστορικά,τχ.43, Μέλισσα (Δεκέμβριος 2005).

·         Μπαλτά Ευαγγελία, «Οι οθωμανικές σπουδές στη νεοελληνική ιστοριογραφία», στο, Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002.

·         Σταματόπουλος Α. Δημήτριος, «Ιστοριογραφικές αποτιμήσεις: Έλληνες και Βαλκάνιοι απέναντι στο Οθωμανικό παρελθόν», στο Νεοελληνική Ιστορία και Οθωμανικές Σπουδές. Μια απόπειρα χαρτογράφησης, επιμέλεια Όλγα Κατσιαρδή Hering και Βάσω Σειρηνίδου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ε.Κ.Π.Α, Αθήνα 2017.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.