Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος (1833-1843)

Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Πρώτες προσπάθειες θεσμικής ανασυγκρότησης.
Περίοδος (1833-1843).

    Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 αναγνώρισε πλήρη ανεξαρτησία στο ελληνικό κράτος, - αλλά-, σε αντιστάθμισμα-, περιόρισε την έκτασή του, κατακυρώνοντας μεγάλες εκτάσεις της δυτικής Στερεάς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οριστικά με τη Συνθήκη της 7ης Μαίου 1832 μεταξύ της Βαυαρίας και των Μεγάλων Δυνάμεων, τα σύνορα της Ελλάδας έφθαναν στη γραμμή Άρτας – Βόλου. Με τη Συνθήκη αυτή ο Βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας εξουσιοδοτούνταν να ορίσει τριμελή αντιβασιλεία, η οποία θα ασκούσε για δύο περίπου χρόνια τη βασιλική εξουσία ως την ενηλικίωση του Όθωνα. Ως εγγυήτριες ορίστηκαν οι τρεις Δυνάμεις για τη σύναψη δανείων. Τον Ιούλιο του 1832 στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση εγκρίθηκε η εκλογή του Όθωνα χωρίς να γνωστοποιηθεί το κείμενο της Συνθήκης του Λονδίνου.
    Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας να συγκροτήσει, από τις σχεδόν ανεξάρτητες μεταξύ τους και συχνά αλληλομισούμενες τοπικές κοινωνίες, ένα κράτος ενιαίο και οργανωμένο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσπάθεια εμπνεόταν από τα πολιτικά ιδεώδη του Διαφωτισμού. Ωστόσο, αντιμέτωπη με πολλούς τοπικούς δεσποτισμούς, κατέληξε και αυτή με τη σειρά της δεσποτική. Το καινούργιο ελληνικό κράτος ήταν ένα μικρό κομμάτι στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού συγκεντρωμένο στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη και στα νησιά συμπεριλαμβανομένης και της  Εύβοιας.
    Κύριο όργανο της κεντρικής εξουσίας σύμφωνα με το διάταγμα της 3/15 Απριλίου 1833, πέρα από την Αντιβασιλεία, ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο.  Εκδόθηκε διάταγμα και δημιουργήθηκαν επτά Γραμματείες επί των: Βασιλικού Οίκου και Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, Οικονομικών, Στρατιωτικών και Ναυτικών. Στα κεντρικά όργανα της διοίκησης θα πρέπει να ενταχθεί και το Ανακτοβούλιο ως κατεξοχήν εκφραστής της βαυαροκρατίας.
    Στη δημόσια διοίκηση ο Καποδίστριας είχε προσπαθήσει να στερεώσει την κρατική εξουσία επιβάλλοντας ένα άκρως συγκεντρωτικό σύστημα. Η Αντιβασιλεία θέλησε κατά βάση να το συνεχίσει, συνδυάζοντάς το με ορισμένα στοιχεία του προηγούμενου συστήματος των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων. Καθιέρωσε τη διαίρεση του κράτους σε δέκα νομαρχίες, χωρισμένες σε σαράντα επτά επαρχίες, καθεμιά από τις οποίες περιείχε μερικούς δήμους. Οι τοπικές εξουσίες παραδόθηκαν κατακερματισμένες, σε αξιωματούχους με περιορισμένες αρμοδιότητες, ώστε να ελέγχονται από το κέντρο. Μ΄ αυτό τον τρόπο εμποδίστηκε να είναι αμερόληπτη η διοίκηση αφού οι αποφάσεις των τοπικών και περιφερειακών αρχών χρειάζονταν την επικύρωση της κρατικής εξουσίας. Η τελευταία απέκτησε σταθερή έδρα με την οριστική μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1834.
    Βασικό επίτευγμα της Αντιβασιλείας στην κρατική συγκρότηση ήταν η δημιουργία τακτικού στρατού και η διάλυση των σωμάτων των ατάκτων. Αυτό δημιούργησε σημαντικές εντάσεις και μόνο εν μέρει εκτόνωσε τη δυσαρέσκεια, η πρόσληψη αρκετών ενόπλων στον τακτικό στρατό και στο νεοπαγές σώμα της χωροφυλακής,  με στολές και οπλισμό κατά τα δυτικά πρότυπα.
    Άλλη πρωτοβουλία της ήταν η ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδας σε αυτοκέφαλη και η υπαγωγή της στην εξουσία του κοσμικού κράτους. Το αυτοκέφαλο αφορούσε τα οργανωτικά ζητήματα και όχι τα δογματικά. Αυτό προκάλεσε σοβαρή ρήξη με το Πατριαρχείο που αποσκοπούσε περισσότερο στη μείωση της ρωσικής επιρροής και στη χειραφέτηση του εγχώριου κλήρου από το αντιδιαφωτιστικό πνεύμα που κυριαρχούσε στο Φανάρι. Μακροπρόθεσμα είχε πολύ απρόβλεπτα αποτελέσματα. Πλήττοντας τον οικουμενικό θεσμό του Πατριαρχείου συνέβαλε καταλυτικά στην ανάπτυξη των αντίπαλων εθνικισμών στα βαλκάνια. Η κατάργηση των περισσότερων μονών και η ιδιοποίηση της περιουσίας τους από το Δημόσιο έπαιξαν καίριο ρόλο στην εκκοσμίκευση του ελληνικού κράτους.
    Το 1837 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώτο στα Βαλκάνια και σε όλη την Ανατολή, μια εστία για την ανάπτυξη και τη διάδοση της εθνικής ιδεολογίας, που  ευνόησε τον αλυτρωτικό εθνικισμό, ο οποίος μπόρεσε εύκολα να συναρμοστεί με το απολυταρχικό πολίτευμα.  Με διάταγμα ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους της χώρας. Η σύνταξη του νέου Ποινικού Κώδικα έδινε έμφαση στα αδικήματα κατά της δημόσιας τάξης, επιδιώκοντας την κατοχύρωση του μονοπωλίου της έννομης βίας ως αρμοδιότητα του κράτους. Δημιουργήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο ως Σώμα εποπτείας των δημόσιων οικονομικών. Η οικονομία της Ελλάδας κατά βάση στηριζόταν στη γεωργία. Ο πιο ανεπτυγμένος κλάδος των μεταφορών ήταν η ναυτιλία. Οι γεωφυσικοί παράγοντες έκαναν πολύ δύσκολη την πρώιμη ανάπτυξη μιάς οικονομίας συγκρίσιμης με τις δυτικές. Υπήρχαν δυνατότητες ανάπτυξης (γόνιμα εδάφη, ορυκτός πλούτος, ναυτική παράδοση , κεφάλαια από την ομογένεια) όμως εξαιτίας των καταστροφών του Αγώνα, αλλά και για λόγους πολιτικής τάξης, δεν αξιοποιήθηκαν έγκαιρα και η χώρα δεν κατόρθωσε να συμμετάσχει στη δεύτερη φάση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής επανάστασης . Το 1835 καθιερώθηκε πλήρης ελευθερία του εμπορίου και το 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Με την άνοδο του Όθωνα εγκαθιδρύθηκαν νέοι θεσμοί που αφορούσαν το σύστημα της μικρής γεωκτησίας, την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας και τη δημιουργία της ελληνικής φάλαγγας. 
    Η Πρώτη Αντιβασιλεία (1832-4), συγκροτούνταν από τους Άρμανσμπεργκ  πρόεδρο,  Μάουερ και  Έυντεκ. Πρώτιστο μέλημά της ήταν να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφάλειας, συμφιλίωσης και τάξης. Θέλοντας να στερεώσει την εξουσία της τοποθέτησε πλήθη Βαυαρών στον πυρήνα του κρατικού μηχανισμού. Ανέθεσε πολλές σημαντικές και καίριες θέσεις σε Βαυαρούς, στο στρατό και στη νεοπαγή Αυλή, αποξενώνοντας του Έλληνες προύχοντες και διανοούμενους που έλπιζαν μετά την απαλλαγή τους από τον Καποδίστρια, να κυριαρχήσουν οι ίδιοι στον κρατικό μηχανισμό. Σκανδαλώδης θεωρήθηκε η παρουσία πέντε χιλιάδων Βαυαρών στον τακτικό στρατό, όπου αρνούνταν να ενταχθούν οι αγωνιστές της Επανάστασης  γιατί η στρατιωτική πειθαρχία γι΄αυτούς ήταν άγνωστη. Η άνιση μεταχείριση ανάμεσα στους ήρωες του Αγώνα και τους ξένους στρατιώτες δημιούργησε αισθήματα δυσφορίας στο λαό. Ήταν περιφρονητική και σκληρή η στάση της Αντιβασιλείας. Ακόμα και για τη ληστεία υπήρχε το δικαιολογητικό, πως είχε γίνει αναπόφευκτη ύστερα από τη διάλυση των στρατιωτικών μονάδων και την κακή μεταχείριση των αγωνιστών.   
    Η Αντιβασιλεία αρχικά επιδιώκοντας την εθνική ενότητα προσέγγισε τους αντιπάλους του Καποδίστρια και αποξένωσε τους οπαδούς του. Ευνόησε τα ασθενέστερα κόμματα πλήττοντας το ισχυρότερο από αυτά το ρωσόφιλο,  αποκλείοντας έτσι εντελώς από την κυβέρνηση και τα κρατικά αξιώματα τους Ναπαίους. Στηρίχθηκε κυρίως στο Αγγλικό Κόμμα στο οποίο παρέδωσε σχεδόν ολόκληρο το Υπουργικό Συμβούλιο (που είχε μάλλον διακοσμητικές εξουσίες), ενώ προσεταιρίστηκε και τον Κωλέττη από το Γαλλικό Κόμμα. Με έωλα προσχήματα φυλάκισε τους καποδιστριακούς στρατιωτικούς ηγέτες, καταδίκασε σε θάνατο ακόμα και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ποινή που αποτράπηκε χάρη στον λαϊκό αναβρασμό και στην παρέμβαση του Όθωνα. Γενικότερη πολιτική της Αντιβασιλείας ήταν να χρησιμοποιεί τους διορισμούς και τις κρατικές εύνοιες για να διασπά και να καθυποτάσσει τους κομματικούς σχηματισμούς. Απαλλάχθηκε από τους ισχυρότερους πολιτικούς στέλνοντάς τους ως πρεσβευτές στο εξωτερικό, όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Στη Δεύτερη Αντιβασιλεία (1834-5) έμεινε κύριος της κατάστασης ο Άρμανσμπεργκ, συγκρούστηκε με τον Κωλέττη και απαλλάχθηκε από αυτόν στέλνοντάς τον πρεσβευτή στο Παρίσι. Υποστήριξε την βρετανική πολιτική, ενώ τήρησε χαλαρότερη στάση απέναντι στα κόμματα προσπαθώντας να τα διασπάσει. Ωστόσο η νέα φορολογία που επέβαλε αποξένωσε τους αστούς. 
    Τα πολιτικά κόμματα αρχικά στηρίχθηκαν στις οργανωτικές μεθόδους της Φιλικής Εταιρείας. Οι άτυπες οργανωτικές τους δομές επιβίωσαν κατά το διάστημα της απολυταρχίας. Αποτελούσαν κατά βάση προέκταση των διαφόρων δικτύων συγγένειας, οικονομικής αλληλεξάρτησης ή τοπικών συμφερόντων και σε μεγάλο βαθμό συνέπιπταν με δίκτυα πατρωνίας και πελατείας.  Οι οικογένειες ήταν τότε πολύ πιο διευρυμένες από τις σημερινές και συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες. Ένα δίκτυο πλεονεκτούσε έναντι άλλου εάν κάποιο μέλος του εργαζόταν στο παλάτι ή σε κάποιο υπουργείο. Τέτοια δίκτυα μπορούσαν ανάλογα με τις ανάγκες, σε ορισμένα ζητήματα να συνεργούν και σε άλλα να συγκρούονται, ενώ μεταβαλλόμενες συμμαχίες τους επηρέαζαν συχνά την πολιτική ζωή. Δηλαδή όταν οι κομματικές ηγεσίες είχαν άμεση ή έμμεση επικοινωνία με την πολιτική ηγεσία και ακόμη συχνότερα με τις ξένες πρεσβείες. Έτσι λοιπόν εξασφάλιζαν τα μεν κόμματα συμμάχους εξαρτημένους από τη βασιλική εύνοια, οι δε δυνάμεις διατηρούσαν διαύλους άμεσης παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Βλέπουμε πως η απολυταρχία ήταν θεωρητική αφού η Κυβέρνηση αδυνατούσε να λειτουργήσει χωρίς αδιάκοπες συναλλαγές με κάθε λογής αυτόματα κέντρα εξουσίας.
    Οι διαθέσεις και η πολιτική του Όθωνα απέναντι στα κόμματα ήταν συγκερασμός της στάσης της Πρώτης Αντιβασιλείας από το ένα μέρος, και του Άρμανσμπεργκ από το άλλο. Προσπάθησε να εφαρμόσει δίκαιη και ουδέτερη <<πατερναλιστική>> διοίκηση, με το δικό του στενό έλεγχο και απαλλαγμένη από τις υπερβάσεις των κομμάτων, επιδιώκοντας να συνυπάρξει με  αυτά, όχι όμως και να μην τα υπονομεύει.  Πρόσκαιρα επέτρεψε στους Ναπαίους να ανακάμψουν από την προηγούμενη περιθωριοποίησή τους (1838-9).
    Ο κυβερνητικός συγκεντρωτισμός προερχόμενος από τη θέληση να σπάσουν οι κομματικές, καθώς και οι πιέσεις των προεστών, σήμαινε ότι τα κόμματα ήταν υποχρεωμένα να λειτουργήσουν επίσης με σύστημα συγκεντρωτικό, ώστε να μπορέσουν να αυταπεξέλθουν στις πιέσεις της εξουσίας. Βαθμιαία σταθεροποιούσαν τις δομές και τις λειτουργίες τους και αποκτούσαν μια καλύτερη θέση στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Σε εφημερίδες παρουσιάζονταν ως φορείς ελευθερίας, προβάλλονταν ως αποτελεσματικό μέσο εναντίον της διοικητικής ανεπάρκειας αλλά και για την πραγματοποίηση μελλοντικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Όλα τα κόμματα συναποδέχονταν την ιδεολογία του αλυτρωτισμού, επίσης υποστήριζαν την ανεξαρτησία και την ενότητα του Κράτους, καθώς και το πρότυπο της συνταγματικής διακυβέρνησης. Προωθούσαν τα συμφέροντα όσων είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα και αντιστρατεύονταν την βαυαροκρατία. Τέλος κατά κανόνα οι ηγεσίες τους ήθελαν μια αυτοκέφαλη εθνική Εκκλησία με εξαίρεση ένα μέρος των Ναπαίων.
     Η συνταγματική ιδέα ως οργάνωση του Κράτους με συνταγματικούς θεσμούς και προστασία των δικαιωμάτων εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας από διανοούμενους, φιλελεύθερους - ριζοσπάστες. Όμως υποστηρίχθηκε και από άλλες δυνάμεις, τις τοπικές ολιγαρχίες. Παραδοσιακές ηγετικές ομάδες μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τη νέα γραφειοκρατική μηχανή και αργότερα τον κοινοβουλευτισμό, ως πηγές << προστασίας >>. Για να το πετύχουν στηρίχθηκαν και στα πολιτικά κόμματα που είχαν σχηματισθεί στη διάρκεια του Αγώνα, δηλαδή οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες στάθηκαν ικανές να εκμεταλλευθούν τις καινούργιες επίσημες δομές του πολιτεύματος για να εξυπηρετήσουν το σύστημα της <<πελατείας>>. Η επανάσταση του 1843 ήταν έργο των ηγετικών ομάδων που είχαν αποκλεισθεί από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Πρόβαλαν οι οπαδοί της συνταγματικότητας ένα σύστημα εμπνευσμένο από το παράδειγμα της Βρετανίας και της Γαλλίας με το οποίο η νομοθετική μπορούσε να ελέγξει την εκτελεστική εξουσία. Οι εκλογές χρησίμευαν για έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας και οι συνταγματικές προβλέψεις αποτελούσαν εγγύηση για το απαραβίαστο των ατομικών δικαιωμάτων. Τα πολιτικά κόμματα διεκδίκησαν και επέτυχαν στο όνομα του ελληνικού λαού πολιτικές ελευθερίες.  Πυρήνα πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν κατά καιρούς τα κόμματα για να επιβληθούν αποτέλεσαν οι οικονομικές ανισότητες των αγροτικών πληθυσμών και των αγωνιστών που δεν αποκατάστησε οικονομικά το ελληνικό κράτος. Όλοι αυτοί κατάλληλα παρακινούμενοι επάνδρωναν κινήματα μέσα και έξω από τη χώρα. Η οικονομική δυσπραγία, η κοινωνική αναταραχή και η πολιτική δυσαρέσκεια, συνετέλεσαν στην ενεργοποίηση πολλών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, που την κατάλληλη στιγμή όταν φάνηκε ότι η πολιτική τους ηγεσία ενεργούσε σωστά την ακολούθησαν.
    Κατάλληλο πλαίσιο για να εκδηλωθούν αντιδράσεις που οδήγησαν στην επανάσταση και παραχώρηση συντάγματος αποτέλεσαν η οικονομική κρίση και η απειλή οικονομικού ελέγχου. Η χώρα αδυνατούσε να πληρώσει τοκοχρεολύσια του δανείου, οι δυνάμεις αρνήθηκαν να την βοηθήσουν και επέβαλλαν οικονομικό έλεγχο καταργώντας την οικονομική αυτονομία της, δηλαδή περικοπές μισθών, κατάργηση θέσεων, διακοπή έργων κ.λπ. Οι ξένες δυνάμεις χωρίς να έχουν άμεση ανάμειξη στήριξαν με τη σιωπή τους ή την έμμεση ενθάρρυνσή τους την επανάσταση. Την 3η Σεπτεμβρίου 1843, τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλλαν στον Όθωνα οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση του Συντάγματος. 
Επίλογος
    Την περίοδο που εξετάσαμε πραγματοποιήθηκαν θεμελιώδεις τομές. Το Στέμμα δεν κατάφερε όμως να δημιουργήσει μια αμερόληπτη διοίκηση. Ο μεθοδικός παραμερισμός των Ελλήνων στον πολιτικοκοινωνικό βίο με τον συγκεντρωτισμό και τις απολυταρχικές τάσεις του Στέμματος όπως και η προσπάθεια διάσπασης των κομμάτων, προκάλεσαν τις αντιδράσεις τους. Τα κόμματα όχι μόνο επιβίωσαν στο διάστημα της απολυταρχίας μέσα από πελατειακές σχέσεις, αλλά διεκδίκησαν και επέτυχαν στο όνομα του ελληνικού λαού, πολιτικές ελευθερίες.-
Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σ. Μαρκέτος, "Από τον Καποδίστρια στο Βενιζέλο: πολιτική ιστορία" στο Γ. Μαργαρίτης κ.ά, Ελληνική Ιστορία, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, ΕΑΠ, Πάτρα 1999,τόμος Γ΄.
Λίνας Λουβή,  "Το Ελληνικό Κράτος 1833-1871 Α. το πολιτικό πλαίσιο των πρώτων βηματισμών" στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, Τα Νέα /Ελληνικά Γράμματα 2003.
Κ.Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862, Αθήνα, Παπαζήσης, 2004.
Ι.Α. Πετρόπουλος – Αικ. Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού Κράτους Οθωνική περίοδος1833-1843, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 1982.
Στεφ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους,1821-1862, Αθήνα, Παπαζήσης, 2004.
Ήβης Μαυρομούστακου, "Το Ελληνικό Κράτος 1833-1871 Β. Πολιτικοί θεσμοί και διοικητική οργάνωση", στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, Τα Νέα /Ελληνικά Γράμματα 2003.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog. 

BYZANTIO


   ΒΥΖΑΝΤΙΟ
     Ο ρόλος του βυζαντινού στρατού ως πολιτειακού και πολιτικού παράγοντα
    Το πολίτευμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η απόλυτη μοναρχία. Ο αυτοκράτωρ ήταν ο ρυθμιστής των πάντων. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έγινε το επίκεντρο της πολιτικής εξουσίας και μετατράπηκε μέσα από δοξασίες, εθιμοτυπίες και συμβολισμούς σε τοποτηρητή Του Θεού.  Το απόλυτο μοναρχικό βυζαντινό πολίτευμα δεν υπόκειτο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και θεσπισμένους συνταγματικούς φραγμούς. Υπήρξαν όμως κάποιοι πολιτικοί παράγοντες οι οποίοι προσπάθησαν και πολλές φορές πέτυχαν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να περιορίσουν την εξουσία του αυτοκράτορα. Τέτοιοι παράγοντες ήταν η Σύγκλητος, ο στρατός και οι δήμοι, ο ρόλος των οποίων γνώρισε αρκετές διαφοροποιήσεις κατά την μακραίωνη πορεία της αυτοκρατορίας (σταδιακά και η Εκκλησία).
    Η ανάδειξη του αυτοκράτορα γινόταν με την αναγόρευση και τη στέψη. Εκλέκτορες ήταν ο στρατός, η Σύγκλητος και ο λαός της πρωτεύουσας, οι αποφάσεις των οποίων κατοχυρώνονταν ως έκφραση ή εκπλήρωση της Θείας βούλησης υπέρ του αυτοκράτορα. Τα σημαντικότερα σύμβολα της βασιλείας ήταν η χλαμύδα και το στέμμα. Στα πρώιμα χρόνια στη τελετή αναγόρευσης κυριαρχούσε το στρατιωτικό στοιχείο, ο αναγορευόμενος αυτοκράτορας δεχόταν ως δώρο από το στρατό το χρυσό μανιάκιον. Στη συνέχεια τον σήκωναν πάνω σε μία ασπίδα.  Μοναδικό συστατικό στοιχείο της αναγόρευσης του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν, οι επαναλαμβανόμενες επευφημίες των τριών καθεστωτικών παραγόντων, της Συγκλήτου των δήμων και του στρατού, η παρουσία των οποίων σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, αποτελεί το συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορικής εκλογής.
    Σε περίπτωσης κακής άσκησης των καθηκόντων του αυτοκράτορα, οι εκλέκτορες συνδυαστικά ή μεμονωμένα είχαν το δικαίωμα ανατροπής και εκλογής νέου ηγεμόνα.   Οι αντιδράσεις συνήθως μεθοδεύονταν από το στρατό, ή μέρους των στρατευμάτων και νομιμοποιούνταν μόνο εάν είχαν την αποδοχή της Συγκλήτου και του λαού της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα η έλευση του Ηράκλειου το 610 στην Κωνσταντινούπολη, είχε σκοπό την ανατροπή του τυράννου Φωκά ( 602-610) και της προσπάθειας ανάδειξης όπως λέγεται στο θρόνο, του Πρίσκου, γαμπρού του Φωκά, που όμως δεν είχε την αποδοχή της Συγκλήτου του Πατριάρχη και του λαού. Μετά από συμπλοκές στη πόλη, πλήθος λαού με επικεφαλής άρχοντες και αξιωματικούς εισήλθαν στο Μέγα Παλάτιο,  ο Φωκάς συνελήφθη με εντολή του Ηράκλειου, θανατώθηκε και στη συνέχεια στέφθηκε Αυτοκράτορας ο Ηράκλειος επευφημούμενος από την Σύγκλητο, τους αξιωματικούς και το λαό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η καθαίρεση του αυτοκράτορα ήταν απόρροια αυλικής ή άλλου είδους συνωμοσίας. Σ΄ αυτήν τη περίπτωση ο σφετεριστής μετά από μηχανορραφίες και διαβουλεύσεις προχωρούσε σε εσπευσμένες διαδικασίες επικύρωσης της εξουσίας του. Ο συνηθέστερος τρόπος ήταν, ο σφετεριστής να εμφανιστεί ως ο εκλεκτός της Συγκλήτου και να επευφημηθεί το συντομότερο δυνατό από το στρατό που έδρευε στη πρωτεύουσα.
    Ο στρατός αποτελούσε σημαντικό πολιτικό και πολιτειακό παράγοντα, που διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στον περιορισμό της αυτοκρατορικής υπερεξουσίας, σε διάφορες φάσεις της πορείας της αυτοκρατορίας, αρχικά ως βασικό μέλος των εκλεκτόρων του αυτοκράτορα και αργότερα από τα μέσα του 5ου αιώνα όταν αυτή η ιδιότητά του περιήλθε στις αρμοδιότητες της Συγκλήτου, ως πηγή άξιων ανταπαιτητών του αυτοκρατορικού θρόνου. Τα παραδείγματα αντίδρασης του στρατού ενάντια στην αδύναμη, αναποφάσιστη ή τυραννική πολιτική κάποιου αυτοκράτορα είναι πολλά. Ένα από αυτά είναι όταν μετά από την ήττα των Βυζαντινών από το Βούλγαρο Κρούμο, αποφάσισε ο στρατός να αναγορεύσει αυτοκράτορα το στρατηγό Λέοντα. Αρχικά όπως λέγεται αρνήθηκε γιατί δεν ήθελε να καταπατήσει τον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι ο Κρούμο βαδίζει προς την Βασιλεύουσα δέχθηκε και αναγορεύθηκε αυτοκράτορας από το στρατό.
    Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο οι ανταπαιτητές προέρχονται, κατά κανόνα από το στρατό στον οποίο κατείχαν καίρια θέση (στρατηγοί των μεγάλων θεμάτων Ανατολικών, Αρμενιακών, Κυβυρραιωτών) ή την αρχιστρατηγεία (δομέστιχοι των σχολών της ανατολής) ενός στρατού, όμως μη μισθοφορικού, αλλά επιχώριου.
    Για τον θεσμό της πρόνοιας που απαντάται για πρώτη φορά στα χρόνια του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και σχετικά με τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1181),η μαρτυρία του Μιχαήλ Χωνιάτη προσφέρει αρκετά συγκεκριμένες πληροφορίες (Χωνιάτης Βερολίνο 1975, σ.208-209). Ο ίδιος επίσης αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας αντικατέστησε τους μισθούς των στρατιωτικών με δωρεές παροίκων, έτσι ώστε υπήρχε μεγάλη προσφορά αιτήσεων για κατάταξη στο στρατό. Οι υποψήφιοι αποκτούσαν βασιλικά διπλώματα που τους εξασφάλιζαν σκιερά κτήματα και σιτοχώραφα, καθώς και πολίτες φορολογούμενους να τους υπηρετούν ως δούλοι. Οι δικαιούχοι των εκχωρήσεων αυτών γίνονταν εισπράκτορες των φόρων των υποχείριών τους καλλιεργητών. Η πρόνοια ως την εποχή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου ήταν προσωπική και αμεταβίβαστη, κάποτε συνέβαινε οι παραχωρήσεις αυτές να δίνονται και σε ξένους. Ο Μιχαήλ επέτρεψε την μεταβίβαση του δικαιώματος στους απογόνους, όχι όμως και την εκποίησή του υπό μορφή δωρεάς, προίκας  ή πώλησης.
    Το Βυζάντιο σε όλη την ιστορική του πορεία αντιμετώπισε πάμπολλες και επικίνδυνες εξωτερικές πιέσεις, αλλά μόνο από τα τέλη του 11ου αιώνα καλλιέργησε το ιδεώδες του αυτοκράτορα πολεμιστή, ως αποτέλεσμα της πολιτικής υπεροχής της επαρχιακής στρατιωτικής αριστοκρατίας. Οι αλλαγές της εικόνας του αυτοκράτορα βρίσκονται σε συνάρτηση με τις γενικότερες κοινωνικές μεταβολές όταν από τα μέσα του 11ου αιώνα η έννοια της αριστοκρατικής καταγωγής αναβαθμίζεται και παράλληλα η στρατιωτική αριστοκρατία αναδεικνύεται σε κυρίαρχη τάξη.  Στη νομισματική εικονογραφία της περιόδου αυτής παρατηρείται το πρότυπο του αυτοκράτορα πολεμιστή ο οποίος εικονίζεται με πλήρη στρατιωτική στολή.
    Στην ανώτερη τάξη ανήκε ικανός αριθμός  στρατιωτικών αξιωματούχων. Σχεδόν το μονοπώλιο των μεγάλων στρατιωτικών αξιωμάτων το κατείχαν μεγάλες επαρχιακές οικογένειες όπως οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Δούκες, οι Δαλασσηνοί και άλλοι, ήδη από τον 9ο αιώνα. Με τους δεσμούς ενδογαμίας και τη μεγάλη γαιοκτησία, αποτελούσαν την πλειονότητα των δυνατών και κατάφεραν να παγιώσουν ένα είδος στρατιωτικής αριστοκρατίας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της πολιτικής δύναμης που απέκτησε κατά τον 11ο αιώνα η λεγόμενη αστική τάξη. Ο Βασίλειος Β΄, στα μέτρα που επέβαλε εναντίον των δυνατών συμπεριέλαβε και τη στέρηση από μεγάλες οικογένειες στρατιωτικών των κτημάτων τους στην επαρχία, προς όφελος μιας νέας στρατιωτικής αριστοκρατίας που περιλάμβανε και αξιοσημείωτο αριθμό ξένων.
    Οι διάδοχοι του Βασιλείου Β΄ προσπάθησαν να περιορίσουν τη δύναμη των στρατιωτικών, επέτρεψαν την εξαγορά της στρατιωτικής υπηρεσίας και αντί για ντόπιους προσλάμβαναν ξένους μισθοφόρους που διοικούνταν από συμπατριώτες τους και μόνο για ανώτερο διοικητή είχαν βυζαντινό αξιωματούχο, τον εθνάρχη. Η στρατιωτική ηγεσία υπονομεύθηκε και το αξιόμαχο του στρατού υποχώρησε κατά τρόπο επικίνδυνο. Από τον 11ο αιώνα η παρακμή επιτάθηκε περισσότερο και η πίεση των εξωτερικών εχθρών είχε ενταθεί πολύ. Την εποχή των Παλαιολόγων συνέχισε ο βυζαντινός στρατός να αποτελείται στο μέγιστο μέρος του από μισθοφόρους ξένους στους οποίους εξέχουσα θέση κατείχαν ολόκληρα σώματα Τούρκων. Μεγάλο αριθμό μισθοφόρων το πάμπτωχο Βυζάντιο εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να συντηρεί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες οι ένοπλες δυνάμεις έγιναν ανίκανες να επιτελέσουν την αποστολή τους.
 Ο θεσμός των θεμάτων
    Λόγω συνεχών αραβικών επιδρομών επινοήθηκαν στη Μικρά Ασία, από τους Βυζαντινούς, νέες μέθοδοι, που ευνοούσαν την έγκαιρη προειδοποίηση τους για αποτελεσματικότερη άμυνα της αυτοκρατορίας: τα θέματα. Κατά τον 8ο αιώνα ολοκληρώθηκε η διοικητική αναδιοργάνωση της Μικράς Ασίας με την επέκταση του θεσμού των θεμάτων (μεγάλων διοικητικών περιφερειών) σε όλη την έκτασή της. Οι Ίσαυροι ειδικότερα ανανέωσαν τον παλαιότερο θεσμό των εξαρχάτων (δύο μεγάλων απομακρυσμένων διοικητικών περιφερειών στην Ιταλία και στην Αφρική) υιοθετώντας τον θεσμό των θεμάτων που είχαν μικρότερη έκταση. Παράλληλα χάρη στη συνεχή παραμονή των στρατιωτικών μονάδων αντιμετώπιζαν πιο εύκολα τους εισβολείς, με αποτέλεσμα να μειωθεί η καταστροφικότητα των αραβικών επιδρομών.
    Τα θέματα όπως δεχόμαστε μέχρι τώρα συγκροτούνταν από στρατιώτες γεωργούς που επιλέγονταν και στρατολογούνταν στην περιοχή κάθε θέματος με ευθύνη του στρατηγού και με βάση όχι μόνο τα ψυχικά και σωματικά των προσόντα αλλά και την ευπορία τους. Την οικονομική βάση αυτής της «ευπορίας», αποτέλεσαν αργότερα <<τα στρατιωτικά κτήματα>>, δηλαδή η γη που παραχωρούσε σ΄αυτούς το κράτος έναντι της παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας.  Αυτοί δεν ήταν συνεχώς στρατευμένοι, παρουσιάζονταν για άσκηση κάθε φορά που η κατάσταση το απαιτούσε, δεν πληρώνονταν γιατί ακριβώς για το σκοπό αυτό τους είχαν δοθεί τα στρατιωτικά κτήματα. Υπήρχε και μόνιμα εγκατεστημένος στρατός: τα τάγματα.  Οι τρόποι στρατολογίας ήταν: η κληρονομική στρατολογία, η φορολογική, οι εθελοντές, οι βάρβαροι εθελοντές και τα βαρβαρικά σώματα.
    Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αιώνα υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις: Των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, η ναυτική διοίκηση των Κιβυρραιωτών , Θράκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων μικρών σε έκταση θεμάτων .
     Τον 8ο αιώνα συντελείται η στρατιωτικοποίηση της κρατικής διοίκησης που συνίσταται στη συγκέντρωση των δύο εξουσιών πολιτικής και στρατιωτικής στο πρόσωπο του στρατηγού. Η συνένωση των δύο εξουσιών στο πρόσωπο του στρατηγού συνιστούσε την ουσία του θεματικού θεσμού, εξαφάνιζε τα μειονεκτήματα του συστήματος των χωριστών διοικήσεων που υφίσταντο στην πρωτοβυζαντινή περίοδο: έπαυσαν οι μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών αρχόντων αντιθέσεις και αντιζηλίες που απέβαιναν συχνά σε βάρος της καλής διοίκησης και άμυνας των επαρχιών. Τον 9ο και τον 10ο αιώνα οι περαιτέρω διασπάσεις και η δημιουργία νέων θεμάτων αποσκοπούσαν στην επίτευξη καλύτερης άμυνας και εδραίωσης της κρατικής κυριαρχίας στα νεοαποκτημένα εδάφη. Από τα μέσα του 10ου αιώνα αρχίζει σε μεγάλη κλίμακα ο νέος κατακερματισμός των θεματικών περιοχών σε στρατηγίδες. Το κύριο κίνητρο είναι η περιστολή της δύναμης των στρατηγών και της αποφυγής του κινδύνου των στάσεων κατά της κεντρικής εξουσίας.
    Η αύξηση του αριθμού των θεμάτων την οποία συνεπάγεται ο κατακερματισμός των παλαιότερων θεματικών περιοχών του κράτους, συνοδεύεται από ένα γενικό φαινόμενο το οποίο θα οδηγήσει τελικά στην οριστική παρακμή του θεματικού θεσμού: την ισχυροποίηση των δουκών και των πολιτικών ηγετών των θεμάτων και τη μείωση της δύναμης του στρατηγού, ως ανώτατου στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη του θέματος. Οι στρατηγοί παρουσιάζονται τώρα ως απλοί διοικητές πόλεων, κάστρων ή και άλλων μικρών περιοχών.  Από τα μέσα του 11ου αιώνα παύουν οριστικά να μνημονεύονται στις πηγές, στρατηγοί θεμάτων. Μόνη εξαίρεση ο στρατηγός των Ανατολικών, του οποίου τελευταία μνεία απαντά το 1078.  Έτσι ο θεσμός των θεμάτων του οποίου η ουσία ήταν η συνένωση των εξουσιών, παύει να υπάρχει από τη στιγμή που το σχήμα θέμα = στρατιωτικό σώμα- γεωγραφική περιφέρεια- διοικητική ενότητα υπό ένα στρατηγό, εκλείπει.
Συμπεράσματα.
    Μία από τις αιτίες που δημιούργησε την ισχύ και το μεγαλείο του αυτοκράτορα ήταν ο στρατιωτικός θεσμός. Ο στρατός είχε δεσπόζουσα θέση σε ένα κράτος όπως το Βυζαντινό που αντιμετώπιζε διαρκώς απειλές από εχθρούς. Οι στρατιωτικοί θεσμοί ήταν η βάση της διοικητικής οργάνωσης. Ένα από τα κύρια αίτια της καταστροφής της μοναρχίας, ήταν η προοδευτική μείωση της στρατιωτικής της δύναμης. Οι μισθοφόροι συχνά γίνονταν εχθροί για την αυτοκρατορία και μάλιστα πολύ επίφοβοι. Ένας τέτοιος στρατός ήταν δύσκολα ελεγχόμενος και δεν ήταν αρκετός για να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία. Εξάλλου το σύστημα των θεμάτων που είχε προστατέψει για πολλά χρόνια τα σύνορά της είχε εκλείψει.-
H Συγγραφέας.
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Β. Πέννα, "Βυζαντινοί θεσμοί", στο Ελληνική Ιστορία, Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, τ.β΄.
Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος Α΄, Αθήνα, εκδ. Ερμής 2007.
Αικ.Χριστοφιλοπούλου. "Το βυζαντινό πολίτευμα", στο ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Βυζαντινός Ελληνισμός. Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, τ.Ζ΄.
Ν. Νικολούδης "Το Βυζάντιο και οι γείτονές του" στο Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ 1999, τ.β΄.
Μάρθα Γρηγορίου Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση του θεματικού θεσμού. Συμβολή στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου από τον 10ο αι΄.κ.ε, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 2007.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.