Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Παραδοσιακή Εκτεταμένη Οικογένεια-Ο γάμος ως πρακτικό και επικοινωνιακό μέσον, αλλά και ως ιδεολογικός μηχανισμός.



Τύποι της παραδοσιακής εκτεταμένης οικογένειας.
Στην κλασική και στην ελληνιστική Ελλάδα, ο όρος «οικογένεια» δεν συναντάται. Αναφέρεται για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά γραπτά. Είναι ένας όρος κατοπινός και απαρτίζεται από δύο έννοιες, «οίκος» και «γένος». Στους νεότερους χρόνους στην Ελλάδα κάνουμε χρήση του όρου οικογένεια με την πλατιά έννοια, δηλώνοντας το γένος, τη γενιά, τους συγγενείς και με τη στενή έννοια δηλώνοντας τα συγγενικά άτομα που συνυπάρχουν στην ίδια οικία. Προαπαιτούμενο της οικογένειας με την στενή σημασία είναι η ανταπόδοση οικιακών εργασιών, αλλά υπάρχουν κι άλλες παράμετροι όπως τα κοινά οικονομικά και η από κοινού ανάλωση αγαθών (τροφή). Δεν είναι ένα αμετάβλητο σύνολο η οικογένεια, αφού αλλάζει για βιολογικές και κοινωνικές αιτίες (γέννηση, γάμος, θάνατος, κλπ.). Αυτός ο «κύκλος ανάπτυξης της οικιακής ομάδας» όπως τον αποκάλεσαν οι κοινωνικοί επιστήμονες, μπορεί να είναι ταχύς ή βραδύς. Με τον όρο «συγγένεια» δηλώνεται το κριτήριο με το οποίο καθορίζεται το σύνολο των συγγενών δηλαδή άτομα συγγενικών οικογενειών που συγκαταλέγονται σε ευθεία γραμμή αναφερόμενοι σε ένα Άτομο, από τους πιο στενότερους έως τους μακρινότερους συγγενείς, οριζοντίως και καθέτως. Με τον όρο «καταγωγή» θεωρούμε τους συγγενείς που περιέχει ένα σύνολο του οποίου τα άτομα σχετίζονται ανδροπλευρικά, με σχέσεις συγγενικές, έχοντας σαν αρχή πάντα έναν πρόγονο που έζησε δύο και πλέον γενιές πριν από το μεγαλύτερο σε ηλικία εν ζωή μέλος της ομάδας (πατροπλευρική καταγωγή).
Η οικογένεια διακρίνεται σε αρκετούς τύπους. Πυρηνική ή συζυγική οικογένεια (ζεύγος με παιδιά ή δίχως παιδιά), οικογένεια-κορμός (με παντρεμένο παιδί που μένει με τους γονείς), πολυπυρηνική οικογένεια όπου πιο πολλά αδέλφια παντρεμένα ζουν μαζί με τους γονείς ή δίχως αυτούς, συνυπάρχουν στην ίδια οικία συνεργαζόμενοι και αναλώνοντας όλοι μαζί κλπ. Αυτή η οικογένεια συναντάται σε αρκετά σημεία της γης, ιδιαιτέρως στα Βαλκάνια με το όνομα Zadruga. Επίσης αποκαλείται και σύνθετη ή πολυεστιακή οικογένεια ή οικιακή κοινότητα και ήταν δημοφιλής μέχρι το μέσον του 20ού αι., σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, δεν συναντάται στα νησιά του Αιγαίου, απαντάται όμως σε κάποια νησιά του Ιονίου. Αποκαλείται η πολυπυρηνική οικογένεια και πατροπλευρική λόγω του χαρακτήρα συγκρότησης και σχήματός της. Εντός αυτής της οικογένειας οι συγγενείς σχετίζονται μέσα από τους άνδρες. Βασίζεται στην ιδεολογία της πατροτοπικότητας δηλαδή η νύφη διαμένει στην οικία του πεθερού της, με αδελφούς, συννυφάδες και τους γονείς. Όταν αποβιώσουν οι γονείς και εξακολουθήσουν τα αδέλφια να μένουν μαζί, τότε η οικογένεια αποκαλείται «αδελφική». Η πατροπλευρική/αδελφική πολυπυρηνική οικογένεια συνηθιζόταν σε μέρη της Ελλάδας, όπου το οικονομικό επίπεδο ήταν χαμηλό δηλαδή εκεί όπου υπήρχε ανεπτυγμένη κτηνοτροφία και εκτεταμένη καλλιέργεια των δημητριακών. Η πολυπυρηνική οικογένεια ικανοποιεί τις απαιτήσεις σε εργατικό δυναμικό εξαιτίας των αναγκών του κοπαδιού. Εάν όμως η οικογένεια αυτή ταυτόχρονα είχε να αντιμετωπίσει και καλλιέργειες τότε οι απαιτήσεις σε εργατικά χέρια ήταν αρκετά περισσότερες.
Σπανιότερα συναντάται στην Ελλάδα η πολυσύνθετη πολυπυρηνική οικογένεια που έχει έγγαμα ανίψια και εγγόνια, δηλαδή τέσσερις γενιές. Η μορφή αυτή συναντάται βασικά στη βόρεια Ελλάδα. Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια συνδυαζόμενη με γενιές ή γένη, συνταυτίζεται με μια αληθινή ή συμβολίζουσα (εξαγορά της νύφης), δίνοντας ο γαμπρός ή ο πατέρας του στους άνδρες συγγενείς της νύφης χρηματικά ποσά ή ζώα. Στην Ελλάδα η πολυπυρηνική οικογένεια δεν είναι πάντοτε πατροπλευρική, μπορεί όμως να είναι αμφιπλευρική, πολυπυρηνική με συγκατοίκηση ,που τα έγγαμα αδέλφια και οι έγγαμες αδελφές είναι δυνατόν να συγκατοικούν. Αυτός ο τύπος οικογένειας συναντάται στα Μεσόγεια Αττικής, στη Βοιωτία, στο Πωγώνι της Ηπείρου. Αυτό σχετίζεται πάντοτε με λίγο πιο ανεπτυγμένους τύπους οικονομίας που παντρεύουν την εκτατική καλλιέργεια των δημητριακών, της ελιάς, ή του αμπελιού την εμπορικοποίηση κλπ. και αυτό γίνεται από επιτακτική ανάγκη για ανδρικά χέρια, λόγω του ότι ήταν μικρής ηλικίας τα αδέλφια της νύφης. Ένεκα της ανάγκης για ανδρικά χέρια ο πατέρας της νύφης δέχεται στην οικία του τον γαμπρό, ως «σώγαμπρο»(πατρο-γυναικοτοπικός γάμος, μέχρι ενηλικιώσεως των αδελφών της νύφης), ενδέχεται όμως και να παραμείνει μόνιμα και μετά την ενηλικίωση των αγοριών εάν προκύψει ανάγκη. 
Η οικογένεια κορμός αποτελείται από δύο βασικές μορφές: Την πατροπλευρική και την μητροπλευρική οικογένεια-κορμό που συναντώνται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Στην πατροπλευρική οι γονείς συγκατοικούν με έναν γιο παντρεμένο, τον μεγαλύτερο ή το μικρότερο. Η πατροπλευρική οικογένεια-κορμός δύναται να υπάρξει: α) με τον διαχωρισμό της πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας, όταν ακόμα είναι οι γονείς εν ζωή. Διαμένουν τα αδέλφια σε νέα οικήματα και οι γονείς συγκατοικούν τις περισσότερες φορές με τον μικρότερο γιο και β) με την οικογένεια –κορμό με καταγωγή από την πατρική πυρηνικη οικογένεια, δίχως τη μεσολάβηση της σύνθετης πολυπυρηνικής. Αυτό συνεχιζόταν και στα πρόσφατα χρόνια όπου οι μεγαλύτεροι γιοι παντρεύονταν και έφευγαν ενώ παρέμενε ο μικρότερος, ιδίως στις αγροτικές ζώνες αλλά και σε νησιά του Ιονίου, της Κρήτης και σπανίως του Αιγαίου. Η ύπαρξη της οικογένειας κορμού σκοπό έχει την φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών (γηροκόμι) και στην διατήρηση του «σπιτιού» με την διαδοχή από τον μικρότερο γιο.
Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός συνίστατο στην συγκατοίκηση του γαμπρού στην οικία της πεθεράς του, όταν στην οικογένεια υπήρχαν μόνο κορίτσια (μητρο-γυναικοτοπικός γάμος). Το σπίτι δίνονταν κληρονομιά στη μεγαλύτερη ή στην μικρότερη κόρη. Ο τύπος αυτός οικογένειας απαντάται σε κάποια νησιά του Αιγαίου όπως και στην ανατολική Κρήτη. Με την φροντίδα (γηροκόμι) των γονιών, επιφορτίζεται το κορίτσι της οικογένειας και η συνέχιση του «σπιτιού» πραγματοποιείται διαμέσου της θηλυγονίας. Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός δεν έχει ως προϋπόθεση την αναγκαστική συγκατοίκηση της παντρεμένης κόρης με τους γονείς της. Ο τύπος αυτός οικογένειας έχει συσχετισθεί από οικονομικής πλευράς με την ανδρική εργασία στη θάλασσα, όμως εμπλέκονται και άλλοι λόγοι(αστική ανάπτυξη, εμπορευματική αγροτική οικονομία κλπ.). Η ανδροτοπική πυρηνική οικογένεια δεν έχει καταβολές από τον διαχωρισμό της πολυπυρηνικής και δεν αναπτύσσεται σε πολυπυρηνική. Εδώ το νέο ζεύγος δεν διαμένει στην οικία των πεθερικών. Πραγματοποιείται μοιρασιά των περιουσιακών στοιχείων για να καταστεί το καινούργιο «σπιτικό» αυτεξούσιο. Πρόκειται για μια διαδεδομένου τύπου οικογένεια στα πρόσφατα έτη, που συναντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στα Ιόνια νησιά. Η γυναικοτοπική πυρηνική οικογένεια κατάγεται ως επί το πλείστον από την πυρηνική οικογένεια. Το νέο ζεύγος δεν συμβιώνει με τα πεθερικά του γαμπρού, ζει ξεχωριστά. Αυτή η μορφή της οικογένειας απαντάται από πολύ παλιά στα νησιά του Αιγαίου ενώ στις μέρες μας κυριαρχεί στις μεγαλουπόλεις. Προϋποθέτει όμως την προικοδότηση ή την εκχώρηση κατοικίας για να παντρευτεί το κορίτσι.
Η διάβρωση της εκτεταμένης οικογένειας
            Η κοινωνία πριν την βιομηχανοποίηση βρισκόταν σε ένα εκτεταμένο σύνολο συγγενικών δεσμών («εκτεταμένη οικογένεια») και ήταν ο πυρήνας της οικονομίας. Πλην όμως το πέρασμα στην  βιομηχανική κοινωνία όπου η οικογένεια δεν είναι πια παραγωγικός μηχανισμός διάβρωσε την εκτεταμένη οικογένεια, οι σχέσεις μεταξύ συγγενών έπαψαν να υπάρχουν αντικαθιστάμενες από την «πυρηνική οικογένεια» δηλαδή το ζεύγος των γονιών και τα παιδιά τους. Μια άλλη αιτία επηρεασμού πηγάζει από κείμενα ορισμένων φεμινιστριών συγγραφέων, επηρεασμένων από τον Μαρξισμό. Επηρέασαν κατά πολύ την κοινωνιολογία της οικογένειας και γενικότερα τα άλλα πεδία της κοινωνικής ανάλυσης της καταγωγής της πατριαρχίας, της επικράτησης των ανδρών επί των γυναικών εντός της οικογένειας και στο εκτεταμένο περιβάλλον των υπόλοιπων κοινωνικών θεσμών.  Επίσης η επίδραση των σύγχρονων αγορών που με τις εφαρμογές τους δημιουργούν καινούργια μοντέλα και καινούργιες καταναλωτικές τάσεις ασυμβίβαστες με την υποταγή των προσωπικών «θέλω» στο γενικό όφελος, χαρακτηριστικό της κοινότητας, πριν γιγαντωθεί τόσο πολύ ο επηρεασμός της από τις αγορές. Η βαθμιαία επίσης ενσωμάτωση της ντόπιας κοινότητας στο πλατύτερο κοινωνικό σύνολο προβάλει και την επιρροή των καινούργιων θεωριών σε σπουδαίο συντελεστή των ανθρωπίνων δεσμών. Τα καινούργια «ιδανικά» της ελευθερίας του ατόμου, της προσπάθειας του ατόμου για κοινωνική άνοδο, της χειραφέτησης των γυναικών κλπ., φθείρουν την ομαδικότητα της διευρυμένης οικογένειας. Εντούτοις τέτοιες αιτίες συμβάλλουν στην αποφασιστική επιρροή των οικονομικών αναταξινομήσεων και συνάμα με τους «ψυχολογικούς» λόγους συντελούν στην απώλεια ενός θεσμού, εφόσον η στοιχειώδης οικογένεια κλίνει προς την αυτονόμηση με τη δημιουργικότητά της. Επιπλέον η κρατική μεσολάβηση, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο αφού με τις δανειακές εξυπηρετήσεις, κάνει ευκολότερη την αυτονομία των καινούργιων οικογενειών. Οι μεταβολές στη σύσταση της εστιακής ομάδας επέσυραν αλλαγές και στις μεταξύ τους σχέσεις. Η αυτοτέλεια της απλής οικογένειας από της διευρυμένης, είχε έναν σημαντικό επανακαθορισμό του συζυγικού δεσμού.
            Στις καινούργιες περιστάσεις του νεοτοπικού γάμου και της συγχρόνως με τον γάμο αυτονόμησης των καινούργιων νοικοκυριών, η σχέση μεταξύ συζύγων ανεξαρτητοποιείται από την απευθείας επιτήρηση της ευρύτερης ομάδας. Η συζυγική προσήλωση και σχέση, μπαίνουν σε καινούργια θεμέλια, η γυναίκα έχει πλέον λόγο στον χειρισμό του νοικοκυριού και των οικογενειακών υποθέσεων γενικά. Η ανεξαρτησία της απλής οικογένειας επισύρει μεταβολές επιπλέον και στις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών εφόσον επανακαθορίζονται, καθώς οι θεμελιώδεις αλλαγές υποχρεώνουν σε τροποποιήσεις, σε καθήκοντα και σε σχέσεις εξουσίας. Μεταβολές  υπάρχουν και στις σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια. Ζουν ξέχωρα χωρίς να εξαρτάται το ένα απ΄το άλλο.
Τελετουργίες του γάμου-ο γάμος ως διαβατήρια τελετή.
            Ο «γάμος» είναι η κατά νόμο ένωση δύο ετερόφυλων προσώπων συμφώνως με τις επιταγές της εκάστοτε κοινωνίας και οι κατ΄έθιμον ενέργειες στην τελετουργία, που ολοκληρώνει και νομιμοποιεί αυτόν τον δεσμό. Η τελετουργία είναι εκ των προτέρων καθορισμένη και τυποποιημένη συμβολική ενέργεια, ή οποία αποτελείται από γνωρίσματα φραστικά και μη. Η τελετουργία ως πρακτικό επικοινωνιακό μέσον βρίσκεται στα επιμέρους στοιχεία οιουδήποτε εθίμου και οποιασδήποτε εθιμικής συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται, έχοντας ιδιαίτερη σημασία για τα άτομα-μέλη κάθε κοινωνικού συνόλου. Είναι μέρος του κάθε συστήματος διατομικής συνεννόησης. Ο παραδοσιακός ελληνικός τρόπος τέλεσης του γάμου είναι ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων και σε σχέση, με το πώς πρέπει να ενεργήσει, το πως πρέπει να φερθεί ένα πρόσωπο, που λαμβάνει μέρος με οποιοδήποτε τρόπο σε μια πλειάδα από χαρακτηριστικές και τυπικές τελετές, που σηματοδοτούν την παρουσίαση κάθε νέου ατόμου στο κοινωνικό σύνολο.  Το τι είναι αρσενικό και τι θηλυκό είναι κοινωνικά προσδιορισμένο, που σημαίνει ότι οι γνώμες και οι πεποιθήσεις για τον ανδρισμό και την θηλυκότητα διαφοροποιούνται ανάλογα με το εκάστοτε κοινωνικό-πολιτιστικό πλαίσιο. Παρ΄όλα αυτά ο τρόπος που σχετίζονται αυτοί οι δύο όροι φαίνεται να μένει αναλλοίωτος. Μονίμως παρουσιάζεται σαν κάτι μεταξύ τους αντίθετο ή διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μία δοσοληψία άδικη και κατά των γυναικών, δηλαδή ένα αλισβερίσι υποτέλειας. Στην τελετουργία του γάμου υπάρχει ένα κομμάτι από αλληλοπροσδιοριζόμενα πολιτιστικά πρότυπα και ενέργειες που υπαγορεύουν τον κατά φύλα επιμερισμό συμβολικά. Ο κατά φύλα επιμερισμός υπάρχει σε όλες τις βαθμίδες του κοινωνικού βίου. Εκτός από την διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων υπάρχει και αυτή μεταξύ ανύπαντρων και παντρεμένων. Η τελετουργία του γάμου λαμβάνει χώρα ως θεσμός και ως εκπαιδευτικό στοιχείο για τη «μύηση» όσων συμμετέχουν με κάθε τρόπο σε αυτήν. Η τελετουργία ως ιδεολογικός μηχανισμός λειτουργεί ως κανόνας αυταρχικής προσαρμογής στην κοινωνία. Φανερώνει, κάνει γνωστό και υποδεικνύει στους πάντες(άνδρα/γυναίκα, οικογένεια/κοινότητα, ανύπαντρο/παντρεμένο, ανήλικο/ενήλικο κλπ.), την υποχρεωτική τους θέση και τα καθήκοντα ενός εκάστου στον κοινωνικό βίο. 
Ο γάμος σαν εθιμικό γεγονός τοποθετείται στην ομάδα των διαβατηρίων τελετών, που σχετίζονται με την μετάβαση προσώπων από ένα επίπεδο σε ένα άλλο, από έναν κοινωνικό χώρο σε έναν άλλο, από μια ηλικιακή ομάδα σε μια άλλη κλπ. Ο γάμος σηματοδοτεί το πέρασμα δύο ατόμων από μια κοινωνική ομάδα και χώρο σε μια διαφορετική. Το καθεστώς των προσώπων που παντρεύονταν, μεταβαλλόταν ολοκληρωτικά με συνεπακόλουθο μια αλυσίδα από νέες απαιτήσεις και ευθύνες. Στην τελετουργία του γάμου ξεχωρίζουν τρία στάδια: ο χωρισμός, η διάβαση και η ενσωμάτωση. Ο άνδρας και η γυναίκα, για να μετάβουν από την ομάδα από την οποία προέρχονταν ως ανύπαντρα πρόσωπα στην ομάδα των παντρεμένων, πρέπει να αποκοπούν, να ξεκόψουν από τους προτέρους χαρακτήρες τους. Αυτός ο αποχωρισμός πραγματοποιείται με ποικίλους τρόπους, όπως: το λουτρό, κίνηση στο χώρο, αλλαγή ένδυσης, ξύρισμα, κοπή μαλλιών και αλλαγή κόμμωσης, κατάργηση του ονόματος της νύφης κλπ.  Στις κατ΄εθιμον τελετές του γάμου οι μυούμενοι διατρέχουν τρεις φάσεις: του αποχωρισμού από την παλαιά θέση της διάβασης, που είναι οριακή κατάσταση και της ενσωμάτωσης που είναι η καταληκτική προσχώρηση σε μια καινούργια κατάσταση, σε ένα καινούργιο σύνολο και σε ένα καινούργιο ρόλο. Ο κοινωνικός χωρισμός και ο αποκλεισμός επισημαίνονται με την υποταγή των δύο ατόμων σε οποιουσδήποτε περιορισμούς και φραγμούς ή υποδείξεις συναφείς με την τροφή, την ένδυση, την κίνηση και τη γενική συμπεριφορά. Όλα αυτά ακολουθούνται με ιδιαίτερους χορούς και τραγούδια που επιτελούνται από ξεχωριστά άτομα. Τα τραγούδια αυτά δεν ενεργοποιούν μόνο εθιμικές λειτουργίες, συχνά εμπεριέχουν παρακινήσεις προς τη νύφη με ηθικά διδάγματα για το μελλοντικό της φέρσιμο. Πέρα από τα χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με το ήθος και το αναγκαίο φέρσιμο της νύφης, πλήθος στοιχείων αναφέρονται στα ήθη, τις συλλογικές περιγραφές, το ιδεολογικό υπόβαθρο της κοινότητας. Σ΄αυτές τις σπουδαίες στιγμές για τον οικογενειακό και τον κοινοτικό βίο, η εκτεταμένη κοινότητα αναβαπτίζεται σ΄αυτά και οι καινούργιες γενιές μυούνται στα ήθη και στους κώδικές της.
            Στα τραγούδια του γάμου είναι διαδεδομένο το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αρρενογονικής άποψης που τα αγόρια είναι πιο ευπρόσδεκτα από τα κορίτσια. Στα τραγούδια του γάμου περιλαμβάνονται στοιχεία που αναφέρουν την άσκηση της μαγείας για την εξασφάλιση του καλού και την αποφυγή του κακού, όπως (ρίξε ρύζι να ριζώσουν). Ο λαός τις λογάριαζε αναγκαίες για την διασφάλιση του ζεύγους από το μίσος, τη ζήλεια και τα κακά πνεύματα. Οι κύριες εκδηλώσεις που γίνονταν πριν από το γάμο είχαν το ξεκίνημά τους στην αρχαία και βυζαντινή περίοδο, όπως τα προσκαλέσματα του γάμου, με ποικίλα ζαχαρώδη, καρπούς, κουλούρες, «μπομπονιέρες», με προσκλητήρια, όπως γίνεται στις μέρες μας. Οι άρτοι του γάμου παρασκευάζονταν από προζύμι που το ζύμωναν κορίτσια «αμφιθαλή», γυναίκες που είχαν γεννήσει πολλά αγόρια για να υλοποιηθεί ομοιοπαθητικά η ευημερία του ζεύγους. Το φλάμπουρο έκφραζε ερωτισμό, γονιμότητα και σφρίγος και ήταν απαραίτητη διακόσμηση που το αναρτούσαν στις οικίες των συγγενών του ζευγαριού. Η παρουσίαση και το κουβάλημα της προίκας ήταν σπουδαίο γεγονός κοινωνικού σχολιασμού, για την φιλοπονία και την φιλοκαλία της νύφης. Το στόλισμα του νυφικού κρεβατιού πραγματοποιούνταν από κοπέλες που δεν είχαν παντρευτεί, από γυναίκες που δεν είχαν κάνει δεύτερο γάμο και δεν πενθούσαν. Ο γάμος ξεκινούσε από το «προξενιό» και ολοκληρωνόταν με τα «πιστρόφια». Τον γάμο των παιδιών τους αποφάσιζαν οι γονείς τους δίχως αυτά να συναποφασίζουν. Στα «μιλήματα» αποφασιζόταν πρωτίστως η προίκα που θα λάμβανε το κορίτσι ως κύριο στοιχείο για να γίνει ο γάμος. Η τέλεση του γάμου γινόταν ως επι το πλείστον Κυριακή. Το τελετουργικό της μέρας συμπεριελάμβανε το ξύρισμα και την ένδυση του γαμπρού, την ένδυση και το στόλισμα της νύφης, μαζί με τραγούδια, χορούς, προκειμένου να προφυλαχτεί από την βασκανία. Έπειτα πανηγυρικά έπαιρνε ο γαμπρός τη νύφη από την οικία του πατέρα της («νυφόπαρμα») και μετά τους αποχαιρετισμούς ξεκινούσε πορεία προς τον ναό για το στεφάνωμα. Στη γαμήλια πομπή λάμβανε μέρος όλη η κοινότητα με ποικίλες δραστηριότητες, με το πέταγμα των καταχυσμάτων (ρύζι, κουφέτα, λουλούδια, φύλλα λεμονιάς, νομίσματα). Η «διάβαση» της νύφης προς τον καινούργιο βίο γινόταν με τραγούδια όχι τόσο γοερά και συγκινησιακά, αλλά περισσότερο περιπατητικά και μερικές φορές με ηρωικό και περιπαιχτικό λόγο. Η τελετουργία του στεφανώματος πραγματοποιούνταν ίδια με το σημερινό τυπικό της Εκκλησίας. Συμβολισμοί όπως οι δακτύλιοι, τα στέφανα, ο χορός του Ησαΐα, το κοινό ποτήριον, που ήσαν ειδωλολατρικοί, αφομοιώθηκαν από την Εκκλησία τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ως χριστιανικοί συμβολισμοί.  Έπειτα από την τελετή του στεφανώματος η συνοδεία κατευθυνόταν προς την οικία του γαμπρού όπου θα γινόταν η υποδοχή της νύφης από την πεθερά «εισόδια». Στη συνέχεια γευόταν μέλι η νύφη, πατούσε σε υνί, αγκάλιαζε αγόρι, έσπαγαν το ρόδι, σταύρωναν την πόρτα που περνούσε η νύφη στον «παστό» και ακολουθούσαν εγκωμιαστικά τραγούδια για το ζεύγος κλπ. Κατόπιν του γάμου γίνονταν επιπρόσθετες εθιμικές και μαγικές, λατρευτικές, συμβολικές ενέργειες, όπως η διαπίστωση της αγνείας της νύφης που είχε μεγάλη σπουδαιότητα στο ανδροκρατούμενο κοινωνικό σύνολο, που ήταν αποδεικτικό τιμιότητας για την γυναίκα. Στις οκτώ ημέρες από τον γάμο το ζευγάρι επισκεπτόταν τους γονείς της νύφης για τα «πιστρόφια».
 Στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα κάποια από τα έθιμα του παραδοσιακού γάμου παραμένουν, άλλα τροποποιούνται και άλλα αναπληρώνονται από νέα. Η παρουσία της «κλειστής οικιακής πυρηνικής οικογένειας που είναι θεμέλιο της οικογενειακής οργάνωσης, σφραγίστηκε από πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο Stone συγκεφαλαιώνει τα γνωρίσματα αυτά με τον όρο «συναισθηματικός ατομισμός». Το πώς θα διαμορφώνονταν οι σχέσεις μέσα στο γάμο ήταν θέμα προσωπικής προτίμησης του ζευγαριού. Για την  εκλογή συντρόφου ήταν ανάγκη η σχέση να στηρίζεται στην τρυφερότητα ή στην «αγάπη» και χαρακτηριζόταν από αρχές που συσχέτιζαν την σεξουαλικότητα με τον γάμο. Η προτίμηση του συντρόφου στην αστική πυρηνική οικογένεια είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της εκτεταμένης οικογένειας που κυριαρχούν παράγοντες σχέσεων μεταξύ οικογενειών και με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων με σκοπό να συντηρηθούν οι παλαιές οικογενειακές σχέσεις ή να γεννηθούν νέες προς το συμφέρον και των δύο οικογενειών.
Συμπεράσματα
            Η κοινωνία πριν την βιομηχανοποίηση βρισκόταν σε ένα εκτεταμένο σύνολο συγγενικών δεσμών και ήταν ο πυρήνας της οικονομίας. Πλην όμως το πέρασμα στην  βιομηχανική κοινωνία όπου η οικογένεια δεν είναι πια παραγωγικός μηχανισμός διάβρωσε την εκτεταμένη οικογένεια, οι σχέσεις μεταξύ συγγενών έπαψαν να υπάρχουν, αντικαθιστάμενες από την «πυρηνική οικογένεια» δηλαδή το ζεύγος των γονιών και τα παιδιά τους. Μια άλλη αιτία επηρεασμού πηγάζει από κείμενα ορισμένων φεμινιστριών συγγραφέων, επηρεασμένων από τον Μαρξισμό. Επηρέασαν κατά πολύ την κοινωνιολογία της οικογένειας και γενικότερα τα άλλα πεδία της κοινωνικής ανάλυσης της καταγωγής της πατριαρχίας, της επικράτησης των ανδρών επί των γυναικών εντός της οικογένειας και στο εκτεταμένο περιβάλλον των υπόλοιπων κοινωνικών θεσμών. Επιπλέον η κρατική μεσολάβηση, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο αφού με τις δανειακές εξυπηρετήσεις, κάνει ευκολότερη την αυτονομία των καινούργιων οικογενειών.


Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

·         Giddens A.,«Η οικογένεια και το φύλο», στο Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Οδυσσέας 2002.
·         Αλεξάκης Ε. «Οικογένεια» (κεφ. 2), στο Αικατερινίδης Γ., Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε., Θανόπουλος Γ., Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. τόμος α΄. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
·         Αλεξάκης, Ε. «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη  Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 2004.τ. 29- 30(1999-2003).
(http://www.kentrolaografias.gr/files/pdf/epethrides/ep_29_30w.pdf .
·         Γεώργας Δ., «Η ελληνική οικογένεια» μέρος α΄.
https://blogs.sch.gr/kkiourtsis/files/2012/10/2_meros.pdf
·         Θανόπουλος Γ., «Ο κύκλος της ζωής: Γέννηση-Γάμος-Θάνατος», ειδικότερα κεφ. «Γέννηση» και «Γάμος» στο Αικατερινίδης Γ., Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε., Θανόπουλος Γ. , Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ. (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι., τόμος α΄., ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
·         Νιτσιάκος Β., «Οικογένεια», στο Παραδοσιακές Κοινωνικές Δομές. Οδυσσέας 2004.
·         Νιτσιάκος Β., «Η εθιμική και κοινωνική λειτουργία των εθιμικών τραγουδιών του γάμου», Δωδώνη 1990, ΙΘ', 1.
·         Σκουτέρη-Διδασκάλου Ν., «Η Σημειοδοτική Λειτουργία της ‘Τελετουργίας του Γάμου’. Για την ιδεολογική αναπαραγωγή των κατά φύλα διακρίσεων», στο Ανθρωπολογικά για το Γυναικείο Ζήτημα, Ο Πολίτης 1991.

**Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog. 




H ελληνική λαογραφία κινήθηκε στο πνεύμα του ρομαντισμού και του εθνοκεντρισμού - H ιστορική πορεία της απ΄τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έως και σήμερα.


Η ελληνική λαογραφία στο ξεκίνημά της αποτέλεσε εθνική επιστήμη
            Για πολλά χρόνια το νόημα του λαού ήταν ένα με το έθνος, με την «αγνή» απόλυτη εθιμοτυπική του εικόνα, δηλαδή την αγροτική. Ζητήθηκαν επομένως αυτές οι δραστηριότητες του εθιμοτυπικού πολιτισμού, που ήταν δυνατόν να διατηρήσουν την αφομοίωση λαού και έθνους που θα ήταν ικανές να στηλώσουν και να επικυρώσουν την κοινή προέλευση ενός λαού, αμετάβλητου κοινωνικά και τέλεια ξεχωριστά πολιτισμικά από διαφορετικούς λαούς-έθνη. Στον ίδιο προσανατολισμό ήταν και η αποδοχή όλων για το αδιαίρετο και ομογενούς των δραστηριοτήτων του παραδοσιακού πολιτισμού. Με τη λογική αυτή το αντικείμενο της λαογραφίας αρκέστηκε στην έρευνα μερικών μονάχα αποδόσεων του παραδοσιακού πολιτισμού. Έτσι, παραμελήθηκαν από την λαογραφία, όψεις του πολιτισμού που δημιουργήθηκαν στις μεγαλουπόλεις, διότι επικράτησε η άποψη ότι δεν είχαν σχέση με την παράδοση. Όμως και στο περιβάλλον του πολιτισμού της υπαίθρου η προσοχή κατευθύνθηκε μονάχα σε μερικές μορφές του, αυτές που βεβαίωναν την υποθετική ομοιογένειά του. Με αυτόν τον τρόπο παραμελήθηκαν οι άλλες παραδόσεις που εξελίσσονταν στο χώρο του αυτού πολιτισμού, που προπαρασκευάζονται στον πυρήνα του πολιτισμικού δυισμού της σημαίνουσας διαφοροποίησης, μεταξύ υποδεέστερου και ανώτερου πολιτισμού στο πλαίσιο της υπαίθρου, ή σχετίζονται με την μορφοποίηση υποκουλτουριάρικων συνόλων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις .
            Τον 19οαι., η Σχολή της Γερμανικής Λαογραφίας υπερίσχυε στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και ήταν το κύριο πρότυπο στην εξέλιξη της επιστημονικής λαογραφίας στην Ελλάδα. Η Λαογραφική Σχολή της Γερμανίας ήταν ο εξέχων αντιπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού. Ήταν μια δράση που δημιουργήθηκε προς τα τέλη του 18ου αι. και δέσποζε σε όλη την Ευρώπη, μέχρι το μέσον σχεδόν του 19ουαι. Ο Ρομαντισμός δίνει έμφαση ειδικά στο συναισθηματικό στοιχείο το οποίο προβάλλεται ως εναντίωση στον Διαφωτισμό. Μεσ΄την ατμόσφαιρα αυτή του ρομαντισμού δημιουργείται η γερμανική λαογραφία και προβάλλεται η έννοια του έθνους ως παράγοντας που σιγουρεύει την συνεκτικότητα και την πολιτική ευστάθεια του κράτους. Στα πλαίσια του έθνους που βασικά καθορίζεται σαν ομόγλωσσο κοινωνικό σύνολο, σχηματίζεται η αντίληψη μιας ιδιαίτερης καθολικής ταυτότητας. Ο Ρομαντισμός στήριξε την άποψη ότι το συναίσθημα της συνένταξης, είναι εκδήλωση μιας ιδιαίτερης αξίας που αποκλήθηκε «ψυχή του λαού», που συγκέντρωνε το νόημα καθενός έθνους και αποτελεί οντολογικό, υπερ-ιστορικό συστατικό. Μένει αναλλοίωτο δίχως να επηρεάζεται από τις μεταβολές που εκτυλίσσονται στο χώρο των κοινωνικών επαφών, της οικονομίας, της πολιτικής κλπ. Αυτό το μεταφυσικό νόημα, έτσι όπως παρατέθηκε, είναι η διαυγής και αμετάβλητη στο διάβα των εποχών πτυχή καθενός λαού-έθνους και λογίστηκε ότι είναι δυνατόν να επισημανθεί μονάχα μέσα από τις δραστηριότητές του . Επιπλέον με τις θεωρήσεις της περιόδου αυτής, το περιβάλλον της υπαίθρου και ο πολιτισμός της, είναι ο ενδεδειγμένος χώρος ανεύρεσής τους. Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται η λαογραφική επιστήμη, που ενδείκνυται ως κύριο βοήθημα του γερμανικού ρομαντικού κινήματος, με σκοπό την εθνική αυτεπίγνωση και αυτογνωσία των Γερμανών. Θα αναζητήσει η λαογραφία στα ήθη, έθιμα και στις ενέργειες του κόσμου της υπαίθρου, τη διαυγή και αμετάβλητη έννοια που ξεχωρίζει το καθένα έθνος και το διακρίνει από τα άλλα. Η λαογραφία στη Γερμανία είχε θέση εθνικής επιστήμης και κλήθηκε να πάρει ενεργό μέρος στη βοήθεια της διακυβέρνησης, εναρμονίζοντάς την με το γερμανικό συναίσθημα και να διευθετήσει την αυτεπίγνωση του λαού, ώστε να είναι ικανός να δεχτεί μια τακτική ως εθνική. Αρμοδιότητα της λαογραφίας ήταν η επιβεβλημένη ανάπτυξη και γαλούχηση του έθνους, δηλαδή η καθυπόταξή του .
Στη Μεγάλη Βρετανία και στην Γαλλία κάτω από την επίδραση πλέον του Διαφωτισμού, η εξέλιξη προέτρεψε σε ένα ασυνήθιστο πλησίασμα των γνωρισμάτων του εθιμικού πολιτισμού. Η θεωρία της υπόθεσης της εξέλιξης, αποτελεί ένταξη στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και στην έρευνα της θεωρίας του Δαρβίνου, για την εξελικτική πορεία των ειδών. Λόγω της θεωρίας της σκέψης της ανάπτυξης, κρίθηκε απ΄τούς πληθυσμούς της Ευρώπης του 19ουαι., ότι κατέχουν το ανώτερο επίπεδο πολιτισμού, διαφέροντας από τους πρωτόγονους λαούς, που εκφράστηκε ότι υπάρχουν σε μια πρότερη κλίμακα πολιτισμού. Υπό την έννοια αυτών των σκέψεων έβαλαν τους πολιτισμούς σε μια κλιμακωτή τοποθέτηση, δηλαδή από τους χαμηλότερους στους υψηλοτέρους, τοποθετώντας στην υψηλότερη βαθμίδα τον δυτικό πολιτισμό. Η άποψη αυτή χρωμάτισε την επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας στο ξεκίνημά της, όπως και σε μεγάλο μέρος άσκησε επιρροή και στις λαογραφικές σπουδές. Σε τούτο συνέβαλε η θεωρία του Άγγλου E.Tylor σε σχέση με τις όψεις του πολιτισμού που αποτελούν επιβιώματα προηγούμενων φάσεων ανάπτυξης .Τα επιβιώματα αυτά εκδηλώνονται στις χαμηλότερες κοινωνικές βαθμίδες του περιβάλλοντος του κόσμου της υπαίθρου, λόγω της συνήθειας. Μπορούν να ερευνηθούν αν μπουν στο χαμηλότερο επίπεδο του πολιτισμού, εκεί που αναλογούν αντί του υψηλότερου επιπέδου που υπάρχουν. Σκοπός είναι η ανεύρεση των νόμων που ρυθμίζουν την παγκόσμια πορεία και που θα επιτρέψουν στους λαούς να ανέλθουν στο υψηλότερο στάδιο πολιτισμού που ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Γερμανική Λαογραφική Σχολή ήταν πρότυπο της συγκρότησης της ελληνικής, χωρίς αυτή να είναι πιστό αντίγραφό της. Τα πρώτα χρόνια κινήθηκε στο πνεύμα του ρομαντισμού και του εθνοκεντρισμού ενσωματώνοντας ωστόσο στοιχεία και από άλλες θεωρίες με σημαντικότερη αυτή του Tylor. Η παραθετική τακτική που πρότεινε ο E.Tylor μεταχειρίστηκε από τον ιδρυτή της Ελληνικής Επιστημονικής Λαογραφίας Ν. Πολίτη. Τα επιβιώματα στα οποία οδήγησε την ελληνική λαογραφία, προκαλούσαν το ενδιαφέρον μόνο και μόνο για την ιστορική τους προέλευση και ιδιαίτερα από την ελληνική αρχαιότητα . Η ελληνική λαογραφία προσεγγίζει προς την γερμανική και στο ξεκίνημά της αποτέλεσε εθνική επιστήμη όπως και η γερμανική. Στο επίκεντρο της προσοχής της έβαλε το ελληνικό έθνος, για να φανεί η αγνή και διαυγής, αμετάβλητη και διαρκής του υπόσταση, γιατί αυτή λογίζονταν πως ανήκε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ήταν υποχρεωτική ανάγκη να προσκομισθούν αποδείξεις της αρχαιοελληνικής καταγωγής των νεοελλήνων σε μια περίοδο που οι θεωρίες του Fallmerayer το έθεταν υπό αίρεση εντόνως .
            Η τοποθέτηση που απαιτείτο να αποκρουστεί, ήταν ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν υφίστατο και ως επακόλουθο ότι ο νεοελληνικός δεν ήταν η συνέχειά του. Η συνεισφορά της λαογραφίας στην αναίρεση της άποψης αυτής σχετιζόταν στην επαλήθευση της αρχαιοελληνικής προέλευσης του νεοελληνικού πολιτισμού, του γνήσιου πολιτισμού των νεοελλήνων δηλαδή. Σαν παραδοσιακός λογίστηκε ο πολιτισμός του λαού της υπαίθρου. Κατά τις επικρατούσες απόψεις της περιόδου αυτής στο πλαίσιο της λαογραφίας, πιστευόταν ότι αυτός ο πολιτισμός επιβίωσε μονάχα στο περιβάλλον της υπαίθρου, γιατί δεν είχε παραποιηθεί από την επιρροή του μοντέρνου πολιτισμού που ευδοκιμούσε στις μεγαλουπόλεις . Έτσι οι παραδοσιακές αυτές δραστηριότητες τέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής μιας καινούργιας επιστήμης, που παρουσιάστηκε στον ελλαδικό χώρο προς τα τέλη του 19ουαι., με στόχο την εξακρίβωση και βεβαίωση της διάρκειας του ελληνικού πολιτισμού στο διάβα των χρόνων. Το έργο αυτό, αναλαμβάνει ο ιδρυτής της επιστημονικής λαογραφίας στην Ελλάδα Ν. Πολίτης. Ο ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός αποτελεί μία ενότητα επιβιωμάτων που είχαν προέλευση από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο στόχος της λαογραφίας ήταν εθνικός. Με την καταχώριση και την επιστημονική ενασχόληση των επιβιωμάτων αυτών, θα διακηρυχθεί η αρχαιοελληνική καταγωγή τους. Απεικονιστικά η ελληνική λαογραφία τάσσεται από τον Ν. Πολίτη πιο κοντά στο γερμανικό πρότυπο, μολονότι ο σκοπός της λαογραφίας για τον συγγραφέα δεν είναι παραδοσιακός πολιτισμός καθ΄ ολοκληρίαν, αλλά οι δραστηριότητές του. Κατά τις ιδέες της περιόδου στα τέλη του 19ουαι. και αρχές του 20ου, παραδοσιακές ήταν οι δραστηριότητες αυτές που η εξακρίβωσή της προέλευσής τους κατηύθυνε στην αρχαία Ελλάδα. Στην περίοδο του μεσοπολέμου στην όμοια σκέψη θα προχωρήσει και ο μαθητής του και συνεχιστής του έργου του Στίλπων Κυριακίδης, που θα ερμηνεύσει ως θέμα της λαογραφίας τον αυτό παραδοσιακό πολιτισμό, το νόημά του και όχι μερικές μονάχα δραστηριότητές του, που ως γνώμονα ταξινόμησής τους είχαν την όμοια προέλευση. Οι «εθνικές ψυχικές δυνάμεις» είναι αυτές που επικρατούν στον πολιτισμό των Ελλήνων αιωνίως.  Σύμφωνα με τον Στ. Κυριακίδη λαός-έθνος τοποθετούνται στο επίκεντρο της λαογραφικής προσοχής . Οι προσανατολισμοί που δίνει στη λαογραφία θα τον οδηγήσουν πιο κοντά στη γερμανική σχολή . Ομοίως θα πορευτεί και έτερος μαθητής του Ν. Πολίτη, ο Γ. Μέγας που υπέδειξε ένα πιο ολοκληρωμένο διαχωρισμό του λαογραφικού υλικού. Πρότεινε τον διαχωρισμό σε υλικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο και χρησιμοποίησε ως γνώμονα τις δραστηριότητες των εκφάνσεων του παραδοσιακού πολιτισμού .
Ο λαός της λαογραφίας μεταβλήθηκε       
            Η ελληνική ακαδημαϊκή λαογραφία δεν έχει απαλλαχθεί από τις ευθύνες των αοριστολογιών και ανακολουθιών με τις φανερές ή αδρανείς απόψεις της, που πρότασσε για τους έλληνες αγρότες, για την έρευνα του ιδεολογικού της θεμελίου, απόψεις που σχετίζονται ισχυρά με τις βασικές όψεις της λαογραφικής συλλογιστικής , όπως στην άποψη που αφορά στην αυτοτέλεια και ομοιογένεια, όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και κοινωνικά, που διακρίνει φαινομενικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Η άποψη αυτή επεκτείνεται από μία διαφορετική άποψη, που λογίζει τον Έλληνα της υπαίθρου θεσμοφύλακα της συνέχισης και της ύπαρξης του έθνους, υπόσταση συγχρόνως γενεαλογική (φυλή) και κοινωνιο-ιστορική. Η επιβεβαίωση της συνοχής και της αρραγούς συνέχισης, αποζητείται στο γλωσσικό πολιτισμικό αδιαίρετο, που φανερώνουν ταιριαστά, με την λαογραφική γνώμη, οι παραδοσιακές λαϊκές δραστηριότητες και που η καταγωγή τους οδηγεί στην αρχαιότητα. Παρά τη διάσπαση που πραγματοποιείται μεταξύ «ανώτερου» και «λαϊκού» πολιτισμού, δεν πραγματοποιείται ουδεμία διαφοροποίηση αφού ο λαός στην λαογραφία δεν είναι δυνατόν να χωρισθεί σε τάξεις . Μία ακόμη άποψη είναι ο εθνοκεντρισμός που προωθείται από «συγκριτικές» εθνογραφικές μελέτες μεταξύ του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και αυτού των έτερων βαλκανικών πληθυσμών. Εγκαθίσταται μια αξιολόγηση που στο ανώτατο σημείο της τίθεται ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, με απευθείας αποδέκτη του τον εθνικό νεοελληνικό πολιτισμό, μαρτυρώντας την μεγάλη νοητική ευφυία «την ευγένεια των αισθημάτων της ελληνικής ψυχής», προσόντα που διαφαίνονται συγκριτικά με τους γειτονικούς λαούς . Και παρόλες τις επιδοκιμασίες που εκφράζει ο λαογράφος για την «αιωνία ελληνική ψυχή», αυτή δεν είναι λυτρωμένη από την παραμυθοποιητική ωραιοποιητική τοποθέτηση του λαογραφικού αρχαϊσμού. Αφενός εγκωμιάζει την παραδοσιακή συμπεριφορά του κατοίκου της υπαίθρου και αφετέρου εξαγγέλλει πότε πότε τη χροιά επανόδου στη γνησιότητα του βίου και των συναισθημάτων αυτού, παρουσιάζοντας μια σφοδρή αποθυμιά αντίκρυ στο «ένδοξο παρελθόν» . Δίχως ιστορικότητα είναι και η λαογραφική εκδοχή της ιστορίας με το συνηθισμένο λαογραφικό μοντέλο του κλέφτη. Παρατηρώντας στην όψη του έναν διαφορετικό χαρακτήρα, μια ηρωική μορφή που ωθείται από τον πατριωτισμό που αφήνοντας την σκλαβωμένη από τον Τούρκο ζωή του παίρνει στα χέρια του την προσπάθεια της απελευθέρωση του έθνους. Το κατασκευασμένο αυτό μοντέλο τίθεται υπό αμφισβήτηση από ιστορικούς και ερευνητές, Έλληνες και ξένους .
            Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι έλληνες λαογράφοι, διέκριναν τις μεταβολές του λαϊκού πολιτισμού, που ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών μεταβολών. Ο λαός της υπαίθρου είχε μετακομίσει στις μεγαλουπόλεις, όπου οι καταστάσεις ήταν διαφοροποιημένες. Οι Λουκάτος, Μερακλής και η Άλκη Κυριακίδου Νέστωρος, το επεσήμαναν. Μνημόνευσαν τις μεταλλαγές, ερεύνησαν τις καινούργιες πολιτισμικές ενέργειες, πλην όμως δεν διευθέτησαν ζητήματα λεξιλογικά. Στην ελληνική γλώσσα βρίσκεται μία κοινή έκφραση σε χρήση και για τον πολιτισμό της υπαίθρου και για της πόλης (λαϊκός πολιτισμός). Διαιρούν την περιοχή της λαογραφίας (αστική- κοινωνική) δίχως να ξεχωρίζουν την παράθεση στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός συνεχίζει να ονομάζεται λαϊκός και ας προσχωρούν σε τούτον αγαθά της βιομηχανίας και της μαζικής κουλτούρας . Ο Μερακλής μιλά για έναν νέο τύπο λαϊκού πολιτισμού, αντιμετωπίζοντας τη δυσκολία χαρακτηρισμού του στην ελληνική γλώσσα, αναφερόμενος σε εισαγωγικά για λαϊκό (folk) και λαϊκό (popular) δίχως εισαγωγικά, αποσαφηνίζοντας τον πολιτισμό της καινούργιας τεχνολογίας γέννημα μιας δημιουργικότητας που εγκρίνεται από ονομαστούς δημιουργούς. Η αξία αυτή αποδέχεται απ΄ τον χρήστη όταν διενεργείται με τρόπο ομαδικό. Με αυτή την ενέργεια ο Μερακλής αναδείχνει μια καινούργια λαϊκότητα που εκπορεύεται από την ομαδικότητα . Οι έλληνες λαογράφοι πλην ελαχίστων δεν ακολούθησαν την δημιουργία του καινούργιου πολιτισμού . Ο Puchner αντιλαμβάνεται ότι αφού ο παραδοσιακός πολιτισμός της λαογραφίας δεν υφίσταται πλέον, διανοίγονται άλλοι ορίζοντες για να καταστεί η λαογραφία ένας τύπος ιστορικής επιστήμης, που διαχειρίζεται αρχαιολογικές και ιστορικές φόρμες και να στραφεί προς την έρευνα του μοντέρνου πολιτισμού στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και την άρνηση προς αυτήν . Ο λαός της λαογραφίας μεταβλήθηκε και η λαογραφία δεν ασχολείται πια μονάχα με τον λαό της υπαίθρου. Επικεντρώνει την προσοχή της σε διαφορετικά σύνολα, προσδιορίζοντας τη συλλογικότητα σε κύριο κριτήριο των αποφάσεών της. Έπειτα ο λαός αυτός, δεν διαβιεί σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των πόλεων. Ομοίως μεταβλήθηκε και ο λαϊκός πολιτισμός. Οι αναβιώσεις και η αναθεώρηση του παραδοσιακού πολιτισμού σε καινούργιους χώρους συνθήκης και η χρησιμοποίησή του από κατοίκους των μεγαλουπόλεων, δεν κατοχυρώνουν τον χαρακτηρισμό τους ως γνήσιων διαδόχων του λαϊκού (folk) πολιτισμού .Ο λαϊκός πολιτισμός ζει, αλλά όσο βρίσκονται άνθρωποι που διαφέρουν μεταξύ τους δεν είναι δυνατόν να ομοιάζουν. Όποια ενέργεια για ομοιομορφία θέτει σε ενέργεια την διαδικασία της διαφοροποίησης. Η λαϊκότητα εξωτερικεύεται πια στη διεργασία της χρησιμοποίησης. Δεν είναι το δημιούργημα που ερμηνεύει τη λαϊκότητα. Τα μοντέρνα πολιτιστικά αγαθά κατασκευάζονται από την βιομηχανία και γι΄αυτό, δεν αντιπροσωπεύουν τη λαϊκότητα, που αυτή έχει εξάρτηση σε ένα μέγεθος όπου αυτά τα αγαθά καθίστανται μετρητές συλλογικότητας των σημερινών ατόμων .
     Οι  πολιτιστικές ταυτότητες κατά την όψιμη νεοτερικότητα διαμορφώνονται και αλλοιώνονται από τις μεθόδους της παγκοσμιοποίησης. Ο εθνικός πολιτισμός είναι μια καθαρά καινούργια δημιουργία. Η αφοσίωση και η εξομοίωση του που σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες χρεώνονται σε φυλή, λαό, θρησκεία και τόπο, οδηγήθηκαν βαθμηδόν στις δυτικές κοινωνίες να μεταφέρονται στον εθνικό πολιτισμό. Οι τοπικές και φυλετικές ανομοιότητες βαθμηδόν προσχώρησαν κάτω από αυτό που ο Γκέλνερ ονομάζει «πολιτική σκέψη» του έθνους-κράτους που αυτό με την ίδια πορεία έγινε ένας δραστικός τόπος εννοιών για τις μοντέρνες πολιτιστικές ταυτότητες. Αυτός ο πολιτισμός δεν αποτελείται μονάχα από πολιτιστικούς θεσμούς αλλά και από συμβολισμούς και απεικονίσεις. Ο εθνικός πολιτισμός λειτουργεί ως λόγος. Είναι ένα σύστημα συγκρότησης νοημάτων που ασκεί επιρροή και διαμορφώνει τις δραστηριότητές μας, καθώς  και την προσωπική μας αντίληψη για εμάς τους ίδιους .
Όσον αφορά τώρα το αύριο της λαογραφίας αυτό εξαρτάται από την ικανότητά της να ισχυροποιήσει της επαφές της με θεωρητικές και τακτικιστικές μεθόδους και επειδή διήλθε μια μακρά εποχή συγκινησιακής εξομοίωσης με το ζητούμενό της, είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός ως ένα ωφέλιμο βοήθημα για την αποστασιοποίησή της από την εξομοίωση με τα μελετήματά της, παρέχοντας τοιουτοτρόπως την ευκαιρία του διαχωρισμού της. Ο λαογράφος δεν είναι σωστό να εξομοιώνεται με το θέμα της αναζήτησής του. Δια μέσου του συλλογισμού θα μπορέσει να αποκτήσει τον απεγκλιματισμό του .
Συμπεράσματα
            Η ελληνική ακαδημαϊκή λαογραφία δεν έχει απαλλαχθεί από τις ευθύνες των αοριστολογιών και ανακολουθιών με τις φανερές ή αδρανείς απόψεις της, που πρότασσε για τους έλληνες αγρότες, για την έρευνα του ιδεολογικού της θεμελίου, απόψεις που σχετίζονται ισχυρά με τις βασικές όψεις της λαογραφικής συλλογιστικής  όπως στην άποψη που αφορά στην αυτοτέλεια και ομοιομορφία, όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και κοινωνικά, που διακρίνει φαινομενικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Ο παραδοσιακός πολιτισμός της λαογραφίας δεν υφίσταται πλέον, διανοίγονται άλλοι ορίζοντες για να καταστεί η λαογραφία ένας τύπος ιστορικής επιστήμης, που διαχειρίζεται αρχαιολογικές και ιστορικές φόρμες και να στραφεί προς την έρευνα του μοντέρνου πολιτισμού στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και την άρνηση προς αυτήν. Και επειδή διήλθε η Λαογραφία από μια μακρά εποχή συγκινησιακής εξομοίωσης με το ζητούμενό της, είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός, ως ένα ωφέλιμο βοήθημα για την αποστασιοποίησή της από την εξομοίωση με τα μελετήματά της, παρέχοντας τοιουτοτρόπως την ευκαιρία του διαχωρισμού της.

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία


·         Hall, Stuart. «Οι Εθνικοί Πολιτισμοί ως Φαντασιακές Κοινότητες». Στο Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew, Η Νεοτερικότητα Σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία. Πολιτική, Πολιτισμός. Σαββάλας, 2003.
·         Αυδίκος Ευάγγελος., «Από το λαϊκό (folk) …  στο λαϊκό (popular): η λαογραφία στο σταυροδρόμι μιας νέας εποχής». Στο Εισαγωγή στις Σπουδές του Λαϊκού Πολιτισμού. Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες. Κριτική, 2009.
·         Δαμιανάκος, Στάθης. Ακαδημαϊκή Λαογραφία και Αγροτική Κοινωνία. Στο Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Πλέθρον, 1987.
·         Τζάκης Δ., «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας». Στο Αικατερινίδης Γ., Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε., Θανόπουλος Γ., Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι Α΄. ΕΑΠ, Πάτρα,2002.

**Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.