Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Ευριπίδου Μήδεια


Ευριπίδου «Μήδεια».
            Η «Μήδεια» έργο του Ευριπίδη (περ. 485/4-406 π.Χ. αι.), αποτελεί τμήμα της τετραλογίας Φιλοκτήτης, Δίκτυς και του σατυρικού δράματος Θεριστές. Διδάχθηκε το 431 π.Χ. καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων. Ο Ευριπίδης ζει την άνθηση της Αθήνας ύστερα από τα Περσικά και τον μαρασμό της έπειτα από το 431π.Χ., δέχεται την διδασκαλία της σοφιστικής, είναι πνεύμα αναθεωρητικό, προκαλώντας πολλές φορές την ειρωνεία των παραδοσιακών κωμωδιογράφων και μερικές φορές αποφαίνεται με ειρωνικό τρόπο, παίρνοντας θέση ενάντια στις παραδοσιακές αντιλήψεις. Αποκαλύπτει τα ανεξέλεγκτα πάθη των ανθρώπων θέλοντας να κάνει γνωστές τις αντινομίες, τα διλήμματα και τα «παράδοξα» των ανθρώπων. Η «Μήδεια» είναι μια τραγωδία πάθους, (πολεμικής) αντιπαράθεσης του λογικού με το ά-λογο, μέρος της υπόστασης στην οποία ο ποιητής αναλύει σε βάθος τον ψυχισμό του ανθρώπου και ερμηνεύει αποκρυπτογραφώντας αντενέργειες σε ακραίες περιστάσεις. Καταφέρνει να αλλάξει την μυθική φόνισσα σε τραγική μορφή, πράγμα ικανό να υποκινήσει όχι μόνο το φόβο που συμπεραίνεται κατά τον Αριστοτέλη περί τον όμοιον, εξαιτίας του φόβου εξομοίωσης με τον δυστυχή, αλλά και τον έλεον ως επακόλουθο για τον ανάξιο δυστυχή. Το γνώρισμα και η σύσταση του ελέου και του φόβου δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι ψυχοσωματικά, όπως αμφιβολία δεν υπάρχει επίσης, ότι η εκάστοτε σωματική διέγερση, εξαρτάται από εκείνο το οποίο καταλαβαίνουν οι θεατές στις ενέργειες των επι σκηνής  δραματικών προσώπων. Στόχος της τραγωδίας είναι να δώσει στο συναίσθημα του ελέου και του φόβου, ένα σχήμα κι ένα αντικείμενο, ώστε να καταστήσουν εφικτή την πραγματοποίηση και εξωτερίκευση των συναισθημάτων.
            Ο Ευριπίδης υποβάλλει το υλικό του μύθου σε μια νέα εξιστόρηση, που είναι συγχρόνως και κλασσική. Ενδεχομένως καμία άλλη γυναικεία μορφή ηρωίδας του Ευριπίδη δεν ανθίσταται στις επικρατούσες κατατάξεις και δεν είναι αρκετά πολύπλευρη και ανακόλουθη όσο η Μήδεια, η οποία εναρμονίζει την επιμονή του Αίαντος με τη δολιότητα του Οδυσσέως. Ο τρόπος συμπεριφοράς της μοιάζει περισσότερο με ανδρός αντί γυναικός. Η τραγωδία της «Μήδειας» είναι κατασκευασμένη ώστε το κοινό να μην μπορεί να αποβεί σε μονόσημα συμπεράσματα. Εξ αρχής ο ποιητής προσπαθεί να ελαφρύνει τη Μήδεια απ΄το μυθολογικό φορτίο της καταγωγής της και να φανερώσει την εθνική ανομοιότητα ως παράγοντα ευσπλαχνίας και αντίληψης, μέσα από τους χαρακτήρες της τροφού, παιδαγωγού και χορού, όπως υποτιμά, αλλά και αλλάζει τη μυθολογική πτυχή της μάγισσας. Χειραγωγούνται τα πρακτέα, έτσι που όταν πλησιάσει η κατάλληλη στιγμή, το κοινό να έχει ταχθεί περίπου με την αυτήν. Κατασκευάζει ένα περιβάλλον ευσπλαχνίας και αντίληψης για την Μήδεια που έχει προδώσει ο Ιάσονας, ώστε να παλινδρομεί η ψυχική διάθεση των θεατών μεταξύ του ελέου και του φόβου. Προτού βγει και μιλήσει η Μήδεια επί σκηνής, παρουσιάζεται μέσα από τις ρήσεις των ταπεινών προσώπων τροφού και παιδαγωγού. Τα πρόσωπα αυτά έχουν ξεχωριστό ρόλο, διευκολύνουν τον δραματικό προσχεδιασμό και στόχο του Ευριπίδη.
            Στον πρόλογο, το κοινό στη ρήση της τροφού, βρίσκεται μπροστά σε μια απερίφραστη αδικία (στ.26) και προδοσία (στ.17). Η Μήδεια που τόσα πολλά έπραξε για χάρη του Ιάσονα, βρίσκεται προδομένη από αυτόν που θέλησε για αιτίες συμφέροντος την κόρη του βασιλέως Κρέοντος της Κορίνθου, παραβαίνοντας απαραβίαστους ηθικούς κανόνες φιλίας, όρκων και πίστης (στ.21). Η σύναψη δεσμού με τον Ιάσονα δεν συνίστατο σε μία σχέση υποταγής, δηλαδή δοσοληψίας μεταξύ του πατέρα της και του ανδρός της, αλλά στην ισότητα που επισφράγισαν δίνοντας το δεξί χέρι (στ.21-22). Η Μήδεια είναι μια ασυνήθιστη γυναίκα,  μια πριγκίπισσα που έσωσε τον Ιάσονα. Αυτοί σχετίσθηκαν δίνοντας αμοιβαίες  υποσχέσεις και όρκους ο ένας στον άλλον, ίδιον ξένων όμοιων μεταξύ των. Στη συνέχεια τα λόγια της τροφού δημιουργούν έλεον στους θεατές παρουσιάζοντας τη Μήδεια να σπαράζει στο κλάμα (στ.25) και  δια της αναπαραγωγής της αφηγήσεως να μονολογεί με δάκρυα στα μάτια για τον οίκο, την πατρίδα, τον πατέρα της που άφησε, για να ακολουθήσει τον άντρα της που τώρα την ταπεινώνει (στ.30-33). Η Μήδεια κυριαρχείται από συναισθήματα ψυχικού τραυματισμού , δεν θέλει να φάει (στ.24), δεν δέχεται να υπακούσει στις συμβουλές των φίλων της να πάψει να υποφέρει (στ.28-29). Επίσης η τροφός, παρουσιάζει τον χαρακτήρα και την διάθεση της Μήδειας . Τα άσχημα προαισθήματα της τροφού (στ.35-44), διεγείρουν τον έλεον και τον φόβο. Εκφράζει φόβο για τη ζωή των παιδιών, τη φοβάμαι λέει, μισεί τα παιδιά της (στ.36), είναι «δεινή» (στ.44). Ο παιδαγωγός στη συνέχεια (στ.49 κ.ε) (ο οποίος συνοδεύει τα δυο αγόρια της Μήδειας), ενισχύει το αίσθημα συμπάθειας γι΄αυτήν, η οποία βρίσκεται ενώπιον ακόμα ενός νέου χτυπήματος, αυτού της εξορίας. Ο διάλογος τροφού - παιδαγωγού γίνεται ενώπιον των δύο αγοριών, για το άκουσμα φημολογίας περί απόφασης εξορίας της Μήδειας και των τέκνων της (στ.67-73).Την πρώτη εικόνα της απελπισίας ακολουθούν εικόνες ανησυχαστικές και εκφοβιστικές που ενισχύονται από τις γοερές φωνές και αναθεματισμούς που ξεστομίζει απρόβλητη η Μήδεια έσωθεν . Στο τρίτο αναπαιστικό τμήμα του προλόγου οι κραυγές που ακούγονται «Ωωω!» (στ.96) βγάζουν ένα στοιχείο απόγνωσης, απελπισίας, δημιουργώντας τον έλεον στο κοινό. Η Μήδεια εκλιπαρεί τον οίκτο των θεατών, προκαλεί τον έλεον, καταριέται το σπίτι της, θέλει τα παιδιά της να τα δει νεκρά (στ.111-114), η τροφός λειτουργεί σχολιαστικά «κακόμοιρη γυναίκα», (στ. 115), «δεν φταίνε τα παιδιά για τις πράξεις του πατέρα» (στ.116). Στην πάροδο η Μήδεια μέσα από κραυγές «Ααα!» (στ.144) ακούγεται να αποζητά τον θάνατο (στ.145) που θα την λυτρώσει απ΄αυτήν τη ζωή την οποία μισεί. Συγχρόνως έχει αυτοκαταστροφική διάθεση. Υπάρχει η αίσθηση ότι η Μήδεια έχει αυτοκτονικές διαθέσεις. Ο χορός (στ.205) ενισχύει την αίσθηση αυτή, λειτουργώντας ενισχυτικά.
Στο πρώτο επεισόδιο, όταν κάνει την εμφάνισή της η Μήδεια στη σκηνή, δεν είναι παραιτημένη όπως θα περίμεναν οι θεατές. Χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία και με πολύ οργανωμένο τρόπο ρητορεύει. Αφηγείται την τραγικότητα της ζωής της (στ.214-226) ,αλλά και την καταπιεστική μοίρα των άλλων γυναικών που βρίσκονται υπό την εξουσία των ανδρών, τονίζοντας ότι δεν έχει οικογένεια, ότι είναι προδομένη, προκαλώντας τη λύπηση των γυναικών της Κορίνθου επιτυγχάνοντας έτσι τη συμπόνοια του χορού των γυναικών, για να πάρει (στ. 267) την συναίνεσή τους και την σιωπή ως συμπαράσταση στην ελπίδα της να εκδικηθεί τον άντρα της, για το άδικο που τέλεσε εις βάρος της (στ.260). Αυτή η εξαγγελία της Μήδειας δημιουργεί φόβο, όπως άλλωστε ολόκληρο το πρώτο επεισόδιο δημιουργεί και έλεον και φόβο. (Η Μήδεια ίσως να ήταν ντυμένη με βαρβαρική ενδυμασία και για να δείχνει αυτή τη διαφορά απευθυνόταν στις γυναίκες αποκαλώντας τες  Κορίνθιες γυναίκες) (στ. 214).
-Αποχωρεί ο χορός και εισέρχεται ο Κρέοντας.
Ο αναπάντεχος και δυσάρεστος τρόπος του Κρέοντα στην ετυμηγορία του να εξορίσει την Μήδεια και τα παιδιά της, θα αποκρουστεί από αυτήν με ικετευτικά και ευγενικά λόγια, για να μεταθέσει την εξορία της για μια ημέρα (στ.340), όσο είναι ανάγκη για να υλοποιήσει το σχέδιό της. Η ικεσία δεν στέκει στα λόγια αλλά ακολουθείται και από χειρονομίες (στ.324), γονατίζοντας και αγγίζοντας τα γόνατά του προκαλεί τον έλεον στον Κρέοντα όπως και στους θεατές, αιτούμενη από αυτόν την συγκαταβατικότητα των πατρικών αισθημάτων του (στ. 344-5) . Ο Κρέων φοβάται τη Μήδεια. Το μοτίβο αυτό υπάρχει σε ολόκληρη τη σκηνή. Οι φόβοι του Κρέοντα εμμένουν κυρίως στα γνωρίσματα της Μήδειας. Φοβάται την δύναμη των κακόβουλων γνώσεών της (στ.285) και μαζί με την δικαιολογημένη αγανάκτησή της, ότι μπορεί να καταφερθεί εναντίον της κόρης του. Στον Κρέοντα δεν θα γίνει κατανοητή η πανούργα ιδιοσυγκρασία της επειδή εσκεμμένα δείχνει μια ηρεμία, αναγκαία για την πραγματοποίηση των στόχων της. Αυτό θα φανεί, μετά την αποχώρησή του και αφού έλαβε την παράταση που της παραχώρησε. Η Μήδεια αποκρίνεται λέγοντας ότι δεν θα επρόκειτο ποτέ να τον ικετεύσω αν δεν είχα σκοπό να βρω τρόπο να τον εκδικηθώ (στ.368-369), δημιουργώντας έντονο φόβο. Η Μήδεια ψάχνει ένα τρόπο να εκδικηθεί, να καταστρέψει το ζεύγος και τον Κρέοντα (στ.375). Με χαρακτηριστική αταραξία ψάχνει τρόπους να πραγματοποιήσει τα εγκληματικά της σχέδια, χωρίς να την συλλάβουν οι εχθροί της και να υποβληθεί στη χλεύη τους (στ. 401-407). Κάνει αναφορά στην ηρωική αξία, στον ηρωικό κώδικα τιμής (στ.403).
Στο δεύτερο επεισόδιο «αγών λόγων» , ο Ιάσονας πιστεύει πως η Μήδεια είχε όφελος από την έλευσή της στην Ελλάδα, εφόσον διαβιεί σε χώρα με ανεπτυγμένο πολιτισμό και στην οποία έγινε ξακουστή. Η διαφορά του ελληνικού με το βαρβαρικό φύλο υποσκάπτεται ένεκα του χαρακτήρα του Ιάσονα. Κάνει λόγο για το δίκαιο, το νόμιμο, αν και ο ίδιος έκανε χρήση του δίκιου του ισχυρού έναντι της Μήδειας. Φιλάργυρος και μεγαλεπήβολος καταργεί κάθε σχέση για να διευκολύνει τα δικά του συμφέροντα . Η Μήδεια δεν αναφέρεται στο έννομο, αλλά σε αξίες ηρωικές. Επισημαίνει ότι η σχέση τους βασίζεται σε μία άλλη ηθική, αυτή των ηρωικών αξιών.
Στο τρίτο επεισόδιο, η σκηνή με τον Αιγέα απαντάται στη μέση του έργου κι ακόμα κι αν δείχνει παρέμβλητη και όχι σχετική προς το δράμα, εντούτοις έχει ρυθμιστικό ρόλο.  Η σκηνή κατά τον Αριστοτέλη δεν εξάγεται από το «εικός και το αναγκαίο» , επιλύει όμως το πρόβλημα στην αναζήτηση ασύλου που γύρευε. Η λύση που προσφέρεται στη Μήδεια του καταφυγίου στην Αθήνα, επιταχύνει την εκτέλεση των αποφάσεών της. Τώρα πια θα βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Ο Αιγέας την αντικρίζει με εκτίμηση που ταιριάζει σε ικέτη ξένης χώρας και την χαιρετά με οικειότητα και ευγένεια (στ.663). Αυτός φαίνεται ότι καταφεύγει στη Μήδεια ψάχνοντας εξήγηση στο χρησμό που του είχε δοθεί για το ζήτημα της ατεκνίας του. Η Μήδεια ικετεύει τον Αιγέα και τον παρακαλεί (στ.709-13), κάνει αναφορά στην προδοσία του Ιάσονα (στ.698) για να πάρει μια διαβεβαίωση, έναν όρκο (στ.731). Η ικεσία της προς τον Αιγέα είναι αληθινή. Η εικόνα του προσώπου της (στ.689) του προκαλεί έλεον, όπως και τα παρακάλια της (στ.711). Θεματοποιείται η λύπη (στ. 718), θεματοποιείται και ο έλεος όταν του ζητά να μην την αφήσει να βρεθεί στην εξορία έρημη και μόνη. Αυτός δέχεται να της προσφέρει άσυλο στη χώρα του, μη γνωρίζοντας τις δόλιες προθέσεις της. Αφότου αναχώρησε ο Αιγέας, στην εξιστόρησή της η Μήδεια πρωτοαναφέρεται σε ένα πλάνο γεμάτο δέος και στενοχώρια. Ένα σχέδιο εκδίκησης, με στόχο την κόρη του Κρέοντα αλλά περιλαμβάνοντας και τη δολοφονία των παιδιών της. Εκθέτει πλήρως τα φονικά της σχέδια (στ.772κ.ε). Στα λεγόμενά της καταγράφεται μεν η λύπη, έχει πάρει όμως τελειωτική απόφαση να σκοτώσει τα παιδιά της (στ.790,792). Παρουσιάζει τη δολοφονία τους ως αναγκαία και προαποφασισμένη ενέργεια, δημιουργώντας φόβο. Χαρακτηρίζει το έργο της «ανοσιότατον», αλλά ανακοινώνει ότι θα διαφύγει των συνεπειών του φόνου (στ. 795). Στο τέλος της ρήσης της (στ.808 κ.ε) εκφράζει φόβο. Η Μήδεια συμπεριφέρεται σαν σοφόκλειος ήρωας άνδρας. Επιλέγει να φονεύσει τα τέκνα της για να μην γελοιοποιηθεί στους εχθρούς της (στ.797,809-810) . Η Μήδεια υιοθετεί «ανδρικές αξίες», προβάλλοντας τον ανδρικό κώδικα τιμής.
Στο τέταρτο επεισόδιο εισέρχεται ο Ιάσων. Η Μήδεια μεταχειριζόμενη, πότε επιτρεπτά και πότε ανεπίτρεπτα μέσα, εξασφαλίζει, καταστρέφει ή ποδηγετεί εναλλάξ όσους τάσσονται εναντίον της. Τον χορό, τον Κρέοντα, τον Αιγέα, τον Ιάσονα, ώστε να κατορθώσει να καταστρώσει και να ξεδιπλώσει σιγά σιγά το σχέδιο των αντιποίνων με αναπάντεχο τέλος, που είναι η παιδοκτονία. Η Μήδεια ενδεδυμένη το προσωπείο της υποτελούς γυναίκας, ξεκινά το δολοφονικό της σχέδιο στο δεύτερο αντάμωμά της με τον Ιάσονα. Του ζητά να μεσολαβήσει ώστε να μην διωχθούν τα παιδιά της από την Κόρινθο (στ.937-940). Η υποκριτική στάση της Μήδειας είναι η πιο προκλητική σε όλο το έργο. Η συνάντησή της με τον Ιάσονα τελειώνει με την αναγγελία της προσφοράς των δώρων στη σύζυγό του, για να μεσολαβήσει στο θέμα της παραμονής των παιδιών της (στ.956). Μεταφορείς των δώρων θα είναι τα ίδια της τα παιδιά που είναι παρόντα, πράξη που μεταβάλλει τα θύματα σε θύτες. Η εκμετάλλευση των παιδιών είναι η πιο ύπουλη ενέργεια της Μήδειας. Τα παιδιά συμμετέχουν ως κομιστές εκδικητικότητας στον οίκο του Κρέοντα και κατόπιν ως αποδέκτες του θυμού της μητρός τους, ένεκα της καταγωγής τους από τον Ιάσονα.
Στο πέμπτο επεισόδιο στο μεγάλο μονόλογο απεικονίζονται παραστατικά οι ψυχικές διακυμάνσεις της Μήδειας, την κάνουν αληθοφανή ως χαρακτήρα και είναι από αυτές τις περιπτώσεις της ελληνικής τραγωδίας που δείχνει την εξελιγμένη ψυχολογία του Ευριπίδη. Η ψυχολογία και ο ψυχολογικός ρεαλισμός είναι από τις καλύτερες στιγμές του. Υπάρχει η έννοια της συνείδησης τόσο δυνατή, που έχει επίγνωση η Μήδεια του τι κάνει και το ξεχνά στη συνέχεια. Συνέρχεται όμως γρήγορα (στ. 1040-48), δεν έχει θάρρος να αφαιρέσει τη ζωή των παιδιών της, η καρδιά της μαλακώνει όταν βλέπει τα προσωπάκια τους, αποχαιρετώντας προσωρινά τα σχέδιά της, όμως ακολουθεί καινούργια μεταστροφή συναισθημάτων (στ. 1049), σκεπτόμενη ότι αν δεν τιμωρήσει τους εχθρούς της θα γίνει περίγελος. Ο θυμός της είναι ισχυρότερος από τα βουλεύματα,το πάθος από την ορθή σκέψη (στ.1078-1080). Η Μήδεια, δραματικό επινόημα, είναι κατασκευασμένη άκαμπτη, στερημένη ισορροπημένου χαρακτήρα, γι αυτό δεν μπορούμε να την δούμε με συμπάθεια. Το μόνο που επιζητά ο ποιητής είναι να καταλάβουμε ότι υπάρχουν στην ποίηση όμοιοι χαρακτήρες, ίσως όμως και στην καθημερινότητα. Θέλει να νιώσουν οι θεατές τον φόβο και τι την ώθησε στο πάθος της, και λύπη για όλους αυτούς που καταστρέφονται, θύματα μιας αρχέγονης δύναμης. Ίσως έτσι θέλει να προκαλέσει οίκτο για την απάνθρωπη γυναίκα όπως την αντιλαμβάνεται αυτός.
Στο έκτο επεισόδιο, ο άγγελος επικουρικός χαρακτήρας του έργου, καθοριστικός για το κλίμα συμπάθειας προς τη Μήδεια, κάνει γνωστή στο κοινό την φοβερή εκδικητική πράξη αυτής (στ.1125), διηγείται τι συνέβη στο παλάτι, περιγράφει το τέλος της κόρης του Κρέοντος και κατόπιν του ιδίου, διεγείροντας τον έλεον (στ.1136κ.ε). Η κατασκευασμένη ρήση του αγγέλου, δημιουργεί κατάπληξη όταν αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τον φριχτό βασανιστικό θάνατο που βρήκαν ο Κρέων και η κόρη του με την ενέργεια της Μήδειας να βάλει δηλητήριο στα δώρα, ενέργεια που δεν παρουσιάστηκε επί σκηνής ούτε περιγράφηκε (στ.789)(λόγω οικονομίας σκηνής). Η Κρέουσα θανατώνεται με τον πιο επώδυνο και σκληρό τρόπο «Το σώμα της έλειωνε και έπεφτε απ΄τα οστά» (στ.1200-4). Στην προσπάθεια του πατέρα της να την βοηθήσει «η νεκρή κόρη του κολλημένη πάνω του, τον έσερνε κάτω, κι αν έκανε να τραβηχτεί, οι σάρκες του ξεκολλούσαν απ τα κόκκαλα. Ο Κρέων πάλεψε μέχρι που πέθανε» (στ.1215-1220). Η Μήδεια στη συνέχεια, παρά τους ενδοιασμούς της αποφασίζει να σκοτώσει τα παιδιά της (στ.1236-1250), φοβούμενη μην τα σκοτώσουν οι Κορίνθιοι (στ.1238-39) μετά από αυτά τα γεγονότα.
Στο πέμπτο στάσιμο (στ.1251-92) και ενώ ο χορός δέεται στη γη και στον ήλιο να εμποδίσουν τη Μήδεια, μέσα στο σκηνικό οικοδόμημα ακούγονται οι οιμωγές των παιδιών που δολοφονούνται από τη μητέρα τους καλώντας σε βοήθεια (στ.1277), δημιουργώντας κλίμα ελέου και φόβου, ωστόσο ο χορός δεν επεμβαίνει επειδή είναι σκηνική σύμβαση. Η κτηνώδης πράξη της παιδοκτονίας διαφέρει από τον ηρωικό κώδικα αφού χτυπά τους δικούς της ανθρώπους, τα παιδιά της. Η δολοφονία τοποθετείται στα όρια του ελληνικού κόσμου με τον τονισμό της βαρβαρικής καταγωγής της ηρωίδας, συμβάν που κρίνεται ειρωνικά, αφού σαν ηθικός αυτουργός καταφαίνεται ο Ιάσονας.
Η Μήδεια στην έξοδο (στ.1293 κ.ε), μια πολυσύνθετη δύσκολα ερμηνευτή σκηνή, βάζει τέλος εμφανιζόμενη ως από μηχανής θεός, έχοντας τα νεκρά σώματα των παιδιών της στα πόδια της τονίζοντας το πέρασμα της Μήδειας στο μύθο . Δραπετεύει ανεβασμένη  στου παππού της ήλιου το άρμα για να μεταβεί για προστασία στην Αθήνα. Η Μήδεια είχε αντιληφθεί ότι μετά τις συνομιλίες της με τους Κρέοντα, Ιάσονα και Αιγέα, πόσο σπουδαία είναι για τους άνδρες τα τέκνα, ο οίκος, η πατρίδα (στ.326-9,562-,669κ.ε),γι΄αυτό, πήρε την απόφαση να βλάψει τον Ιάσονα, αφανίζοντας παντελώς το σπίτι του και τη γενιά του.  Στερεί από τον αυτόν ότι έχασε για χάρη του. Ο Ιάσονας μέσα από την αντιστροφή (αριστοτελικός νόμος που ισχύει μερικώς στο έργο αυτό του Ευριπίδη)  των περιστάσεων, στερείται όλα τα αναφερθέντα προκαλώντας τον έλεον. Ο αρχικά εμφανιζόμενος νικητής Ιάσονας, βρίσκεται εξουδετερωμένος στην έξοδο, ενώ η χαμένη Μήδεια τελικά νικά. Η Μήδεια δεν είναι πλέον δραπέτης και άπολις έστω και προσωρινά, υποφέρει όμως και θρηνεί για τα παιδιά της, αλλά γι αυτήν πρωτεύει η εκδίκηση . Η παιδοκτονία δεν την κρατά μακρυά οριστικά, διανοητικά έστω από την Κόρινθο, μήτε την αποδεσμεύει από τον Ιάσονα (στ.1375,1376) .
Το τέλος της Μήδειας δεν συνάγεται από τις ορθολογικές της ενέργειες σύμφωνα με τον νόμο της αναγκαιότητας ή της πιθανότητας, αλλά έχει σκοπίμως εφευρεθεί από τον Ευριπίδη σαν η οριστική φανέρωση των λογισμών του. Αν διακρίνουμε τη Μήδεια όχι απλώς σαν την προδομένη και την μνησίκακη σύζυγο, αλλά σαν προσωποποίηση τυφλών και ά-λογων ενεργειών της ανθρώπινης ύπαρξης, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την κάθαρση. Αυτή η αλλαγή είναι που ερμηνεύει οριστικά το μιαρόν και κλιμακώνει μια δραματική αφήγηση σε τραγωδία. Αν ο ποιητής είχε περιοριστεί σε ένα μη ά-λογο τέλος, δηλαδή να παραμένει η αφήγηση στην Κόρινθο, το μιαρόν θα είχε ανάγκη αναγνώρισης.
Συμπεράσματα
            Η «Μήδεια» είναι μια τραγωδία πάθους, (πολεμικής) αντιπαράθεσης του λογικού με το ά-λογο, μέρος της υπόστασης στην οποία ο ποιητής αναλύει σε βάθος τον ψυχισμό του ανθρώπου και ερμηνεύει αποκρυπτογραφώντας αντενέργειες σε ακραίες περιστάσεις.  Καταφέρνει να αλλάξει την μυθική φόνισσα σε τραγική μορφή, πράγμα ικανό να υποκινήσει όχι μόνο το φόβο που συμπεραίνεται κατά τον Αριστοτέλη περί τον όμοιον, εξαιτίας του φόβου εξομοίωσης με τον δυστυχή, αλλά και τον έλεον ως επακόλουθο για τον ανάξιο δυστυχή.-

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

·         Kitto H.D.F. Η αρχαία ελληνική τραγωδία, μτφρ. Ζενάκος. Λ. Αθήνα 1968.
·         Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Β΄, μτφρ. Χουρμουζιάδης Ν.Χ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
·         Mastronarde D.J., Ευριπίδου Μήδεια,μτφρ. Γιωτόπουλου Δ., Αθήνα 2006.
·         Ευριπίδης., «Μήδεια», μτφρ. Γιατρομανωλάκης Γ., εισαγωγή Page D.L., Καρδαμίτσας, Αθήνα,1990.
·         Ευριπίδης., «Μήδεια», μτφρ. Στεφανόπουλος Θ.Κ., Κιχλή, Αθήνα 2012.
·         Ζαμάρου Ρ. Αντιστροφή πραγμάτων και μεταβολή στη Μήδεια του Ευριπίδη, Ελληνικά 42  (1992-1993).
·         Μπακονικόλα Χ., Τα «εν ταις φιλίαις πάθη» και το ήθος της Μήδειας, στον τόμο της ίδιας: Τραγωδία και γλώσσα, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2008.
·         Ξιφαρά Π. «ο βίος και το ποιητικό έργο του Ευριπίδη» στο Ανδριανού Ε., Ξιφαρά Π., Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
·         Πετρίδης Α. Ο «δόλιος» Ευριπίδης της «Μήδειας», wordpress, 2012.
·         Τσιτσιρίδης Σ., «Ο αριστοτελικός ορισμός της τραγωδίας», Ελληνικά 60 (2010).
·         Χατζημαυρουδή Ε.Χ., «Φίλη τοις φίλοις, εχθρά τοις εχθροίς». Η περίπτωση της Μήδειας στο ομώνυμο δράμα του Ευριπίδη, Ελληνικά 56 (2006).

**Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.