Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Κωνσταντίνου Χατζόπουλου: Ο Πύργος του Ακροπόταμου – Κωστή Παλαμά: Ο πιο τρανός καημός μου – Κωνσταντίνου Καβάφη: Απ΄τες εννιά.




«Ο Πύργος του Ακροπόταμου»
            Η γενιά του 1880 σχετίζεται με τη μετάβαση από τον Ρομαντισμό στον Ρεαλισμό . Αυτή τη περίοδο αναπτύσσεται το διήγημα έναντι του μυθιστορήματος . Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) ανήκει στη γενιά αυτή. Το έργο του «Η Κούλια του Ακροπόταμου» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1909 στο περιοδικό Νουμά, όμως με τίτλο «Ο Πύργος του Ακροπόταμου» κυκλοφόρησε το 1915 σε γλώσσα δημοτική. Το θέμα ο συγγραφέας το ανασύρει από την κοινωνία της υπαίθρου τέλη του 19ουαι., πιθανόν στην περιοχή του Αγρινίου, απεικονίζοντας ρεαλιστικά μια τάση, που οριστικοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ουαι. και συνεπώς ανήκει στο ρεύμα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, χωρίς να απουσιάζουν τα ηθογραφικά λυρικά στοιχεία. Στον «Πύργο του Ακροπόταμου» περιγράφεται η οικονομική ανεπάρκεια της αρχοντικής οικογένειας του Θώμου Κρανιά και η ανικανότητα εξοικείωσής της με το νέο οικονομικοκοινωνικό πλαίσιο των αρχών του 20ου αιώνα, αδυνατώντας ο πατέρας να αντιδράσει στους προβληματισμούς της εποχής. Στον μισοκατεστραμένο πύργο ζουν και μεγαλώνουν μαζί οι τρείς κόρες της οικογένειας. Η Φρόσω, η Μαριώ και η Κούλα, μη μπορώντας να επικοινωνήσουν κι αυτές με τον κόσμο και την νέα κοινωνική πραγματικότητα, έχουν ως μοναδικό ζητούμενό τους πλέον τον γάμο, με αποτέλεσμα τα κορίτσια να παρεκκλίνουν ηθικά σε διάφορες ερωτικές περιπέτειες και να προστεθεί στην οικονομική καταστροφή της οικογένειας και η ηθική καταστροφή της, αιτία που θα φέρει την απόρριψη και την κοινωνική απαξίωση, αφού δεν ήταν αποδεκτό στην κοινωνία της υπαίθρου. Οι ρεαλιστικές νατουραλιστικές περιγραφές των χαρακτήρων των προσώπων από τον συγγραφέα είναι ειλικρινείς, αυθεντικοί, γίνονται πιστευτοί για τα αισθήματά τους, τις σκέψεις, τους φόβους τους. Μέσα από τους ρεαλιστικούς διαλόγους, αποτυπώνονται η ζωή, οι συνήθειες και τα ήθη της υπαίθρου. Οι διάλογοι μεταφέρονται χωρίς σχολιασμό στον αναγνώστη, με ηχογραφική ακρίβεια, που μέσα από αυτούς ενσωματώνεται ακόμα και το ρεαλιστικό ηθογραφικό στοιχείο της ντοπιολαλιάς «Του σιγαλό ποτάμ΄». «Ο Πύργος του Ακροπόταμου» έχει ηθογραφική περιγραφή, αλλά πιο δυνατό είναι το ρεαλιστικό στοιχείο. Ο Χατζόπουλος προβαίνει σε ψυχογράφηση των προσώπων και αναδεικνύει τα κοινωνικά προβλήματα ασκώντας κριτική και αναζητώντας τα κοινωνικά αίτια. Αυτό έχει να κάνει και με την σοσιαλιστική αντίληψή του. Μέσα από τους νατουραλιστικούς, ρεαλιστικούς διαλόγους και συμβολισμούς, διακρίνεται η πραγματικότητα που ζουν κάθε μέρα οι ανύπαντρες κόρες του Κρανιά, εγκλωβισμένες και απομονωμένες από τα αδιάκριτα βλέμματα, συνειδητοποιώντας την ζωή τους να φθίνει μέσα «στους ραγισμένους τοίχους της Κούλιας», όπως και την ανασφάλεια που νιώθουν, σκυμμένες στο ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δίχως σιγουριά «πως δεν θα πλαγιάσουνε νηστικές και αυτή τη νύχτα». Οι κόρες του Κρανιά δεν είναι μορφές «ηρωικές», είναι δημιουργήματα μιας κοινωνίας που έχει γνώρισμά της την συμβατικότητα. Τα κοινωνικά στερεότυπα που προβάλλονται μέσα από αυτές, όπως η υποταγή, η εξάρτηση, τις καθιστούν αδύναμες, υποχρεώνοντάς τες να ταπεινωθούν, με αποτέλεσμα να γεννηθούν μέσα τους συναισθήματα μίσους και εκδίκησης, που φαίνονται μέσα από τον μονόλογο της Μαριώς, ψυχογραφώντας έτσι ο εσωτερικός κόσμος της, τον χαρακτήρα της, αντιδρώντας στα μηνύματα που φτάνουν «σαν περιγέλασμα στην Κούλια», για τις παντρειές, τα αρραβωνιάσματα, δημιουργώντας της έντονες ψυχολογικές εκδηλώσεις συναισθηματισμού και να ξεσπά με «κατάρες και αναθέματα», επαναλαμβάνοντας συνεχώς, «την αδικία, την αδικία ποιος θα την γκδικηθή στον κόσμο;», μια τεχνική του συγγραφέα για να κρατά την παρατηρητικότητα του αναγνώστη . Η κοινωνική απομόνωση, η απόρριψη και η απαξίωση της γυναίκας που δεν είχε αποκατασταθεί μέσω ενός γάμου, οι προβαλλόμενες σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας της υπαίθρου που τις είχε καταδικάσει, αποτελούν βασικό στοιχείο της νατουραλιστικής ηθογραφικής πεζογραφίας του συγγραφέα. Η Φρόσω, η μεγαλύτερη, έχει αποδεχτεί τη μοίρα αυτή, που ουσιαστικά της έχει επιβληθεί από τα ήθη, όχι όμως και η Κούλα, που θέλει να αντιδράσει, να ξεφύγει, για να μην έχει τη μοίρα των αδερφάδων της. Φοβάται την κοινωνική απομόνωση, θέλει να αποκατασταθεί με τον γάμο όπως συνηθίζεται στο χωριό, που αυτό θα την εντάξει στο κοινωνικό σύνολο αυτού. Είναι νεότερη και αυτό την οπλίζει με αισιοδοξία «η Κούλα δυνάμωσε το φτιασίδι στα μάγουλα» «τη φορά αυτή δεν θα της γλυτώσει ένας από τους δάσκαλους» , θέλει να ξεφύγει από την «Κούλια» και ο μόνος τρόπος είναι η αποκατάσταση που της προσφέρει ο γάμος. Μέσα από τους πολλούς νατουραλιστικούς μονολόγους και σκέψεις της, ψυχογραφείται η προσωπικότητά της. Η Κούλα έχει επίγνωση, συμβιβάζεται με τον αλλήθωρο δάσκαλο, όπως διακρίνεται στους μελαγχολικούς μονολόγους της, «ψιλοδουλειές για τέτοιες ώρες», «Από τολότελα καλός κι ο δάσκαλος». Άλλοτε όμως οι διαθέσεις της μεταβάλλονται, «η Κούλα η όμορφη να καταντήσει να ξεπέσει σε κείνο το παράλλημα;» «ποτέ, ποτέ», Τα συναισθήματα απελπισίας όμως πάλι την αλλάζουν σαν βλέπει τη σκεπή της Κούλιας «μισάνοικτη από πάνω και κατεβάζει την νοτιά φιο στην πλάτη της», δίνοντας έτσι ο συμβολισμός της φύσης μεγαλύτερη ένταση στο δράμα της. Η ανέχεια όμως και ο φόβος της ανασφάλειας φωλιάζουν πάλι μέσα της, υπαναχωρεί, κρεμιέται στο παράθυρο, του «νεύει νάρθει πίσω από το φράχτη», ο δάσκαλος όμως δεν ανταποκρίνεται. Οι ελπίδες εξανεμίζονται και η μοίρα της θα ταυτιστεί με αυτή των αδερφάδων της και τη σκληρή πραγματικότητα.
 «Ο πιο τρανός καημός μου»
            Το ποίημα του Κωστή Παλαμά «ο πιο τρανός καημός μου» προέρχεται από την ποιητική συλλογή Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912). Ο Παλαμάς (1859-1943) ανήκει στην ποιητική γενιά του 1880. Στο πλαίσιο της γενιάς αυτής, υπάρχει προσγείωση σε θέματα πιο καθημερινά, η ποίηση οδηγείται σε πιο σύγχρονες ποιητικές φόρμες, αν και παραμένει κατά κύριο λόγο παραδοσιακή. Η ποιητική «γενιά του 1880» θα ονομαστεί «Νέα Αθηναική Σχολή» επειδή η ποίησή της ήταν σε κατεύθυνση διαφορετική από την ποίηση της Α΄Αθηναϊκής Σχολής στη γλώσσα και στην τεχνοτροπία, δηλαδή δημοτική έναντι καθαρεύουσας, Παρνασσισμός έναντι Ρομαντισμού και απλότητα έναντι επιτήδευσης. Ο γαλλικός Παρνασσισμός θα επηρεάσει τον Παλαμά ως προς τη μορφή, πιο διακριτή όμως ήταν η επίδραση της τεχνοτροπίας του Συμβολισμού. Το ποίημα «ο πιο τρανός καημός μου» εντάσσεται στο «λυρισμό του εγώ», στον πρώτο από τους τρείς λυρισμούς του, αποτυπώνοντας τα συναισθήματα του ποιητικού υποκείμενου, τον εσωτερικό κόσμο και τα προσωπικά του αδιέξοδα. Ο «λυρισμός του εγώ», είναι μια χαμηλόφωνη ποίηση με τόνο μελαγχολικό και τάση απομόνωσης. Ο Παλαμάς περιγράφει ότι απομονώθηκε με τη συμμετοχή του αποκλειστικά στο πνεύμα, αναφέροντας ότι «δεν χάρηκα σκυφτός μες΄στα βιβλία» (στχ.12), με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί και να στερηθεί τις ομορφιές της φύσης (στχ.10). Εφαρμόζοντας τον δυισμό, αποτυπώνει δύο αντιθετικές τάσεις που παλεύουν μέσα του, δύο αντιθετικές επιθυμίες, από τη μία η πνευματική ζωή που ακολούθησε και αφιερώθηκε σ΄αυτήν χωρίς να τον καλύψει τελικά, λέγοντας, «μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ΄το μαγνήτη πάντα της Μούσας» (στχ.7,8) και απ΄την άλλη, λόγω ακριβώς της ενασχόλησής του με την ποίηση, στερήθηκε και την απόλαυση της φύσης. Ο ποιητής είναι συνειδητοποιημένος για την απώλεια αυτή και θλίβεται, λυπάται γιατί δεν μπόρεσε να την απολαύσει, γι αυτό αναφέρει την ώρα που θα φεύγει απ΄τη ζωή «ο πιο τρανός καημός μου θα είναι πως δεν δυνήθηκα μ΄εσε να ζήσω, ω πλάση» (στχ.9,10). Η εσωτερική πάλη που βιώνει, τα εσωτερικά διλλήματα που φανερώνει ο ποιητής, δεν καταφέρνουν να συναιρέσουν τις αντιθετικές επιθυμίες του και μένει αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα σ΄αυτές. Αυτός ο εσωτερικός διχασμός είναι καθαρά συμβολιστικό θέμα. Η συμβολιστική ποίηση είναι ποίηση με υπονοούμενα, ρευστή, ασαφής, «μουσική», χρειάζεται αποκωδικοποίηση από τον αναγνώστη, χρησιμοποιεί σύμβολα όπως πλάση, φύση, δεν περιγράφει, δεν αναλύει, αλλά υποβάλλει ιδέες, λειτουργεί μέσω της συμβολιστικής εικόνας, διεγείροντας στον αναγνώστη συναισθήματα και σκέψεις, αυτό που θέλει να πει δηλαδή ο ποιητής, το βάζει μέσα από σύμβολα «ω φύση ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία» (στχ.13).
            Το ποίημα είναι γραμμένο σε γλώσσα δημοτική εμπνευσμένη από το δημοτικό τραγούδι, στίχος δεκαπεντασύλλαβος με ύφος λιτό, καθημερινό με ομοιοκαταληξία.
«Απ΄τες εννιά»
            Το ποίημα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (1863-1933) «Απ΄τες εννιά» (1918), είναι έργο της ωριμότητάς του, της περιόδου του ρεαλισμού. Ο Καβάφης αν και σχεδόν συνομήλικος με τον Παλαμά δεν εντάσσεται στη γενιά του 1880, στη Νέα Αθηναική Σχολή, επειδή δεν ακολούθησε τις επιταγές της εποχής, αλλά χάραξε το δικό του μοναχικό και ιδιότυπο δρόμο. Και οι δύο δέχθηκαν επιρροές από την Αθηναική Σχολή του 19ουαι., από τον γαλλικό Συμβολισμό και τον γαλλικό Παρνασσισμό, που αυτός τους μεταβίβασε την ακρίβεια της μορφής. Το ποίημα «Απ΄τες εννιά» εντάσσεται στο ηδονικό ή ερωτικό κύκλο, στον τρίτο απ΄τούς τρεις θεματικούς κύκλους του. Τα ποιήματα αυτού του κύκλου ασχολούνται με την ηδονή με κύριο άξονα τη μνήμη. Είναι ποίημα αναπόλησης. Ο ποιητής μας βάζει συμμέτοχους των σκέψεων του, μας αφηγείται τι συνέβη απ΄τις εννιά που είχε αφεθεί στις αναμνήσεις του παρελθόντος που ήταν «κατάμονος» (στχ.5), δηλώνοντας έτσι την έλλειψη συντροφιάς που βίωνε στο μοναχικό παρόν του, μη έχοντας και επιθυμία για διάβασμα. Θέλοντας να δώσει έμφαση στα σημασιολογικά στοιχεία του ποιήματος επαναλαμβάνει «απ΄τες εννιά που άναψα τη λάμπα» (στχ.2,7) και «το είδωλον του νέου σώματός μου» (στχ.6,15).
            Η νοσταλγία με το άναμμα της λάμπας και η εικόνα του τωρινού σώματός του, είναι αυτό που του δημιουργεί τη λαχτάρα να συλλογίζεται το νεανικό σώμα του και όλες εκείνες τις ηδονές που έχει η νιότη (στχ.6,7,8). Ο Καβάφης κάνει χρήση ενός ιδιότυπου λυρισμού, για να διατυπώσει τα συναισθήματά του, αρχίζοντας από το αντικείμενο και μέσω της ρεαλιστικής φανέρωσης οδηγούμενος στην «ποιητική συνείδηση», μένει μέσα στα όρια της εμπειρίας. Η αναπόληση των γεγονότων αρχίζει απ΄τις «κλειστές κάμαρες αρωματισμένες» (στχ.9). Χρησιμοποιεί το σύμβολο «κάμαρα» που αποτελεί τη βάση μέσω της οποίας μεταδίδεται στον αναγνώστη ολοκληρωμένη η εμπειρία του ποιητή. Ο Καβάφης στη νιότη του είχε την τύχη να απολαύσει την «τολμηρή ηδονή» (στχ.10), όπου έκτοτε έγινε αιτία δημιουργίας και ευχαρίστησης. Κάνοντας αναδρομή στα χρόνια της νιότης τα ταυτίζει με τη σημασία της ίδιας της ζωής, πιστεύει ότι τα χρόνια αυτά, πρέπει κανείς να τα γευτεί, χωρίς καθυστέρηση. Το θέμα που πραγματεύεται δεν είναι φανταστικό, αποτυπώνει τις προσωπικές σκέψεις και εμπειρίες βάσει των προσωπικών βιωμάτων του. Ο Καβάφης μεταβάλλει τα ψεγάδια των εμπειριών του σε ένα ολοκληρωμένο αισθητικό αποτέλεσμα, ενώ ο Παλαμάς, είχε την ανάγκη του «πάσχοντος ποιητή», να κάνει «μουσική», στην οποία να εντάξει ψεγάδια και αντιθέσεις της αληθινής ζωής. Μέσα από τον ρεαλιστικό δικό του απολογισμό ο Καβάφης έχει στόχο και αποδέκτη τον αναγνώστη, με έναν προτρεπτικό τρόπο, με την υπόμνηση για τον χρόνο που περνάει γρήγορα. Με την αναφορά στην ώρα «δώδεκα και μισή» (στχ.1) και τη διακοπή από την τελεία που ακολουθεί, διαπιστώνεται όχι μόνο το γρήγορο πέρασμα της ώρας, αλλά και η επίγνωση του ποιητή «πως πέρασαν τα χρόνια» (στχ.21). Η στίξη υπηρετεί την τέχνη της ποίησής του, άλλωστε, δεν χρησιμοποιεί τίποτε περιττό στο έργο του, προσέχει ακόμη και τις λεπτομέρειες. Το ποίημα έχει αποδοθεί σε μια εντελώς ιδιότυπη γλώσσα από την Αθηναϊκή «ποιητική» δημοτική του Παλαμά, κυρίως «δημοτικής» και χρήσης τύπων καθαρευόυσας «το είδωλον» (στχ.6), αλλά και με στοιχεία του πολίτικου ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης «με θύμισε»(στχ.8). Το μέτρο είναι Ιαμβικό το κοντινότερο στον πεζό λόγο, με στίχο ελεύθερο και διαφορετικό αριθμό συλλαβών. Απουσία ομοιοκαταληξίας και  περιγραφής της φύσης, σε αντίθεση με το ποίημα «ο πιο τρανός καημός μου».

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

R. Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Χρήστος Δανιήλ, Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος και 20ος αιώνας). ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Μιχάλης Μπακογιάννης, Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας). ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2014.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.