Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Παναγία Γοργοεπήκοος - Πως και εάν επηρεάστηκε από τις αναδρομές στα αρχαία πρότυπα η αρχιτεκτονική της μεσοβυζαντινής περιόδου - Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της μεσοβυζαντινής Αθήνας – ο ρόλος του Ιεράρχη Χωνιάτη - Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του Μητροπολιτικού Ναού - Ο ρόλος της Μεγάλης και Μικρής Μητρόπολης στο σημερινό αστικό τοπίο.




Πως και εάν επηρεάστηκε από τις αναδρομές στα αρχαία πρότυπα  η   αρχιτεκτονική της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Ο Μεσοβυζαντινός ναός αφιερωμένος στην Παναγία την Γοργοεπήκοο και κατόπιν στον Άγιο Ελευθέριο,όπου αρχικά ονομαζόταν Μικρή Μητρόπολη, χρονολογείται στα τέλη του 12ουαι. Ανεγέρθηκε στα ερείπια του αρχαίου ναού Ειλειθυίας ,κρατά την πρώτιστη μορφή του κατασκευασμένος από μάρμαρο. Ο ναός είναι τετρακίονος σταυροειδής, εγγεγραμμένος με νάρθηκα, αποτελούμενος από τρία μέρη, με το κεντρικό μέρος του νάρθηκα να βρίσκεται ψηλότερα από τα δύο άλλα πλάγια .Ο τρούλος είναι παράδειγμα του αθηναϊκού τύπου κατασκευασμένος από πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία. Στο επάνω μέρος της εξωτερικής τοιχοποιίας του ναού είναι εντοιχισμένος μεγάλος αριθμός μαρμάρινων ανάγλυφων, ενενήντα και πλέον ελληνικών, ρωμαϊκών, των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών εποχών που παρουσιάζουν σχέδια του 9ου και του 10ουαι., ανατολίτικης καταγωγής, από τον φυτικό και ζωικό κόσμο, καθώς και τρόπαια των παναθηναϊκών και ρωμαϊκών αγώνων αλλά και βυζαντινά ανάγλυφα, ενώ το κάτω μέρος της τοιχοποιίας αποτελείται από απλές μαρμάρινες πλάκες. Σε ακρογείσιο του 4ουαι.,αναγνωρίζουμε διάφορες γιορτές από το αττικό ημερολόγιο καθώς και σκηνή με τον Ηρακλή και την Ήβη. Διακρίνεται η προσπάθεια της εκχριστιάνισης των αρχαίων ανάγλυφων με το σύμβολο του σταυρού σε διάφορες σκηνές που συναντάμε . Με την  παραδοχή των στοιχείων της αρχαιότητας στην αρχιτεκτονική τους οι βυζαντινοί δίνουν μια νέα νοηματική υπόσταση .Η εφαρμογή των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών θα μπορούσε να αποδοθεί στο πνεύμα του κλασικισμού. Ίσως να αποτέλεσαν και ευκολία, ως έτοιμα αρχιτεκτονικά μέλη, λόγω οικονομικής αδυναμίας για αγορά υλικών, αλλά μπορούν να αποδοθούν και σε άλλες αιτιολογήσεις όπως δεισιδαιμονίας ή καλλωπισμού, ή για να δοθεί ένα κλασικίζον ύφος. Στη Μικρή Μητρόπολη τα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη τοποθετήθηκαν σε σημεία αντίστοιχα που κατείχαν κατά την αρχαιότητα, δηλαδή, τα γείσα στις θέσεις των γείσων κ.λπ. Έτσι παρά τον μεγάλο αριθμό των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, να μην χάνει ο ναός την αυτοτέλειά του .
Οι αναδρομές στα αρχαία πρότυπα οδηγούν σε ουμανιστικές τάσεις. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο στην αναγέννηση των Μακεδόνων στην Πρωτεύουσα, η αναγνώριση της αξίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν γεγονός. Οι Έλληνες του μεσαίωνα διατήρησαν αδιάκοπα την κοινή καλλιτεχνική έκφραση του ελληνορωμαϊκού κόσμου καθώς ήταν κάτι φυσικό η επάνοδος σ΄αυτή. Το ερώτημα είναι αν οι κλασικιστικές τάσεις των μνημείων, αποτελούν επιβιώσεις ή αναβιώσεις των αρχαίων προτύπων. Νέες θεωρήσεις δείχνουν τη βυζαντινή τέχνη να επεκτείνει σε πολλά σημεία την αρχαία και ότι η αντίληψη αυτής αποτέλεσε τη βάση για την ανανέωσή της. Στην αρχιτεκτονική ο όρος «αναγέννηση» δεν γνωρίζουμε αν είναι δόκιμος και αν τα αρχαία ελληνικά πρότυπα, έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, διότι η βυζαντινή ναοδομία είναι δογματική και επέβαλε βασικά χαρακτηριστικά της κάτοψης, που δεν συμβαίνει με την αρχαία αρχιτεκτονική. Έπειτα ο τρούλλος, η κόγχη, το σταυροειδές σχήμα και άλλα, μετά την εικονομαχία θεσπίζονται. Στην ναοδομία οι Βυζαντινοί εφάρμοζαν την θολοδομία και τους τοξωτούς φορείς .Η κατ’ αξίαν τοποθέτηση έπαιξε βασικό ρόλο στην αρχιτεκτονική του ναού (νάρθηκας, κυρίως βήμα, άμβωνας, διακονικό, Αγία Τράπεζα). Ο ναός εκλαμβάνεται ως μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου. Ο τρούλος σύμβολο του ουρανού όπου εικονίζεται ο Παντοκράτορας περιστοιχιζόμενος από αγγελικές δυνάμεις και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Στη κόγχη εικονίζεται η Πλατυτέρα των Ουρανών (ένωση Ουρανού-Γης). Αυτός είναι ο δογματικός εικονογραφικός κύκλος. Ακολουθεί ο λειτουργικός, ο χριστολογικός με το δωδεκάορτο, ενώ στη χαμηλότερη ζώνη εικονίζονται άγιοι, όσιοι, μάρτυρες .Κατά τους χρόνους των Μακεδόνων και Κομνηνών στην Ελλάδα και στην Πρωτεύουσα, τα θέματα που επαναλάμβαναν ήταν οδοντωτές ταινίες, κεραμοπλαστικά, σκυφία, κουφικά γράμματα, φιαλοστόμια κ.ά. Ουδεμία σχέση με την αρχαιότητα. Όσο για τα θυρώματα, τα τόξα των παραθύρων και οι κιονίσκοι τους, οι αβακωτές επενδύσεις, οφείλονται στην συνεχή εξέλιξη των αρχαίων ή ρωμαϊκών ή παλαιοχριστιανικών τοιούτων. όμως μπορούμε να αναφερθούμε σε κλασικιστικές τάσεις ανάγλυφων εικόνων του 1000-1200, αλλά και στην περίπτωση του παραδείγματος τελειότητας μιμήσεως της Γοργοεπήκοου στη νότια κεραία του σταυρού εξωτερικά, όπου νέα μέλη θα επεκτείνουν αρχαία ιωνικά γείσα με οδόντες .Η χρησιμοποίηση των μελών από όλες τις περιόδους, ελληνικά, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά, μεσαιωνικά αποτέλεσαν πρακτικές λύσεις. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική εξακολούθησε την απλότητα του μέτρου, της συνθετικής αρμονίας, που ίσως αυτά ήταν τα βασικότερα στοιχεία της συνέχειας από την ελληνική αρχαιότητα που είχαν επιβιώσει ως τότε. Έτσι στη μέση βυζαντινή περίοδο δεν τίθεται θέμα κλασικής αναβίωσης, αλλά ότι οι αρχαίες αρετές είχαν επικρατήσει μέχρι τότε .
Η επιστροφή στη τέχνη της αρχαιότητας στα τέλη του 9ου αρχές 11ου αι., στην εποχή των Μακεδόνων μέσα από κώδικες και όχι μόνο, παρουσιάζει ελληνορωμαϊκές συνθέσεις με στοιχεία εικονογραφικά από την αρχαιότητα με ρεαλιστική απόδοση, πλαστικότητα, κίνηση, τρίτη διάσταση, με εμφανείς διαφορές από την βυζαντινή τέχνη, όπου αυτή διατηρεί τις δύο διαστάσεις, την αφαίρεση, την μετωπικότητα ,τη λιτότητα, την αντίστροφη προοπτική όπου οι γραμμές δεν συγκλίνουν προς ένα σημείο φυγής, σύμβολο του ξεπεσμένου χώρου που φυλακίζει, αλλά ανοίγουν προς το φως «από δόξης εις δόξαν» ,όπου φέρουν στο πρώτο πλάνο ότι αποκρύβει η πραγματική θέα .Το φως στη βυζαντινή αγιογραφία δεν προέρχεται από συγκεκριμένη πηγή γιατί η εικόνα μας υποβάλλει τη θεία ενέργεια και το άκτιστο φως . Η αγιογραφική τέχνη είναι λειτουργική, αποφεύγοντας την αποτύπωση του φυσικού κόσμου, ασχολούμενη με τον πνευματικό, είναι εξπρεσιονιστική, δεν απευθύνεται στο συναίσθημα αλλά κυρίως στο πνεύμα . Η αγιογραφία καταγράφει όλη την ιστορία του δόγματος γεμάτη από συμβολισμούς, αιτιολογώντας το κάθε τι με ερμηνεία θεολογική .Το ρεαλιστικό στοιχείο δεν αγνοήθηκε εντελώς από την ορθόδοξη αγιογραφία. Έτσι στις αποκαλούμενες βυζαντινές αναγεννήσεις ο παράγοντας αυτός δεν συνιστούσε μοναδικό στόχο όπως στο δυτικό κόσμο, αλλά έδωσε έμφαση στην αναγκαιότητα υποταγής του υλικού συστατικού στο πνευματικό, παραλαμβάνοντας το ρεαλιστικό στοιχείο για να το ανεβάσει στη θέωση και να το εξαϋλώσει . Η σχέση της βυζαντινής τέχνης με την κλασική παράδοση ήταν συνεχής , όπως και σημαντικότατη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που την εποχή του μεσαίωνα μπόρεσε να διατηρήσει την εικονιστική τέχνη της αρχαιότητας .
Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της μεσοβυζαντινής Αθήνας – ο ρόλος του Ιεράρχη Χωνιάτη.
Κατά την βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο η Αθήνα ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη που είχε χάσει την παλιά της αίγλη. Μετά την οριστική παύση των φιλοσοφικών σχολών η πόλη της Αθήνας εξακολούθησε και στη μεσοβυζαντινή περίοδο να μεγαλώνει με κάποιες διακυμάνσεις του πολεοδομικού ιστού, που περιέκλειε το Θεμιστόκλειο και Αδριάνειο τείχος. Για την βυζαντινή ιδιωτική κατοικία οι γνώσεις μας είναι ελάχιστες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι καταστράφηκαν οι κατοικίες λόγω των ευτελών υλικών κατασκευής και που έμοιαζαν με τα σπίτια της αρχαιότητας. Ο σχεδιασμός του αρχαίου οδικού δικτύου διατηρήθηκε στη βυζαντινή Αθήνα. 8ο με 10ο αι., ο τύπος της βασιλικής με τρούλο εξελίσσεται . Η «ελλαδική σχολή» διαπιστώνεται μετά τον 10οαι., στην Πελοπόννησο έως τη Θεσσαλία και κάποια νησιά .Με νεότερες εκτιμήσεις στα τέλη του 8ου και αρχές του 9ουαι., διαπιστώνεται αξιόλογη ανάπτυξη της Αθήνας όταν προήχθη από επισκοπή σε μητρόπολη .Συνεχίζεται η οικοδομική ανάπτυξη και τον 9οαι., με μεγαλύτερη δραστηριότητα, όμως, τον 11ο και 12ο αι., με μεγάλο αριθμό ναών όπως των Αγίων Θεοδώρων, Αγίων Ασωμάτων, της Καπνικαρέας, της Μικρής Μητρόπολης, της Αγίας Αικατερίνης κ.α., αλλά και εκτός της πόλης όπως η Μονή Δαφνίου, η Μονή Αστερίου κ.α.
Από τον 9ο έως τον 12ο αι., προσδιορίζεται χρονικά η πυκνή κατοίκηση με πολλές ιδιωτικές κατοικίες, εργαστήρια και διάφορα άλλα κτίσματα. Τον 11ο και 12οαι., η Αθήνα παρουσιάζει σχετική ακμή, με ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού, με πολλά οικοδομήματα οχυρώσεις και ναούς. Ισχυροποιεί τη φήμη της με σπουδαίες μορφές από το μητροπολιτικό θρόνο, αλλά και προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Ψελλός. Την εποχή εκείνη ο Παρθενώνας ήταν γνωστός ως ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Η εγκατάσταση ως νέου μητροπολίτη της Αθήνας του Μιχαήλ Ακομινάτου Χωνιάτη τοποθετείται στο έτος 1182. Η Αθήνα ήδη είχε υποστεί καταστροφές από τις επιδρομές των Σαρακηνών, οι κακές κλιματολογικές συνθήκες (ανομβρία) είχαν επιφέρει σιτοδεία και ο λαός βρισκόταν σε απόγνωση. Ο Ιεράρχης  βλέποντας την εξαθλίωση, την ένδεια, την πείνα, τις μολυσματικές ασθένειες και έναν λαό εξουθενωμένο από τη φορολογία, την πειρατεία, κατήγγειλε την πλεονεξία των αρχόντων και με τις επιστολές του γνωστοποιούσε την κατάσταση αυτή, επιζητώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον των δυνατών για την ανακούφιση του λαού. Επίσης εντόπισε τη μείωση του πληθυσμού, την πνευματική κατάπτωση καθώς και την αλλοίωση της γλώσσας. Ο Χωνιάτης λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος προσπάθησε να ενώσει τον ελληνισμό με τον χριστιανισμό και αγωνίσθηκε για την βελτίωση της Αθήνας, αιτήθηκε ιστορική συνείδηση, θυμίζοντάς τους ότι είναι απόγονοι ενδόξων προγόνων, έκανε την κατοικία του πνευματικό κέντρο της πόλης και εμπλούτισε την βιβλιοθήκη με χειρόγραφα. Όπως ακόμη υπερασπίσθηκε με σθένος την Αθήνα από την εισβολή του Λέοντα Σγουρού το 1203 και απέκρουσε την έφοδο ώστε να μην καταληφθεί η Ακρόπολη. Το 1204 οι Φράγκοι κατέλαβαν την Αθήνα .
Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του Μητροπολιτικού Ναού.
Η ανέγερση του Μητροπολιτικού ναού της Αθήνας, έλαβε το χώρο που καταλάμβανε πρώην ερειπωμένο μοναστηριακό συγκρότημα επί της σημερινής  οδού Μητροπόλεως απόπου διασώθηκε μόνο ο ναός της Γοργοεπήκοου, λόγω της καλής κτηριακής του κατάστασης .Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος απλός τετράστηλος . Η ανάθεση του αρχικού σχεδίου στον Χάνσεν το 1842 και η απόφαση ανέγερσης του κτίσματος δίπλα στο σημερινό οφθαλμιατρείο επί της οδού Πανεπιστημίου ήταν ανεπιτυχής λόγω συνδυασμών διαφόρων τύπων εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Δύσης, Ρωμανικού και Γοτθικού ρυθμού, με στοιχεία από το Βυζάντιο και την Αναγέννηση. Με την οριστική θέση στην Παλαιά Πόλη προέκυψε  αναθεώρηση του σχεδίου. Η κάτοψη προσαρμόσθηκε στις αναλογίες της νέας θέσης. Ο Χάνσεν κατάργησε τις προεξοχές του εγκάρσιου κλίτους μειώνοντας σε μήκος τη δυτική κεραία. Τα κωδωνοστάσια σχεδιάστηκαν ογκωδέστερα ενώ τα παράθυρα έγιναν απλά .Το έργο προχώρησε μέχρι την πρώτη σειρά των παραθύρων και διακόπηκε το 1843 λόγω έλλειψης χρημάτων. Το 1846 απαιτήθηκε αναθεώρηση του σχεδίου για μετατροπή του ρυθμού σε «ελληνοβυζαντινό». Ανατίθεται στο Δημήτριο Ζέζο αλλά λόγω θανάτου του θα συνεχισθεί από τους Π. Κάλκο και Φ. Μπουλανζέ .Τα βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία του ναού είναι τα τοξωτά πελώρια παράθυρα στις κεραίες, διάταξη των κογχών και εσωτερικές τοξοτοιχίες. Η διάταξη του τυμπάνου του τρούλου είναι οκταγωνική εξωτερικά και δεκαεξαγωνική εσωτερικά. Στη διακόσμηση υπάρχουν μαρμάρινα κιονόκρανα αλλά και κλασικίζοντα γείσα, γεισίποδες, ακροκέραμα και μαρμάρινα κιγκλιδώματα. Η αρχιτεκτονική αυτή κατασκευή επηρέασε την ελλαδική ναοδομία και ιδίως τους μητροπολιτικούς ναούς των επαρχιών .Ο «ελληνοβυζαντινός» ρυθμός του ναού της Μητροπόλεως είχε συμβολική σημασία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η βυζαντινή αναβίωση ταίριαζε στη Μεγάλη Ιδέα και εξυπηρετούσε το θρόνο. Έτσι επιχειρήθηκε ο ρυθμός αυτός για να εξυπηρετήσει την «ιστορική συνέχεια». Ενώ καθιερώθηκε ο νεοκλασικισμός μετά την απελευθέρωση του έθνους ως «ελληνική τέχνη», εντούτοις δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί με τους άλλους ευρωπαϊκούς ρυθμούς.
Αντιπροσωπευτική βυζαντινή πόλη ήταν η Θεσσαλονίκη που μετά την καταστροφική φωτιά του 1917 τα βυζαντινά μνημεία της βοήθησαν ως υπόδειγμα στον επανασχεδιασμό της. Με το υπόδειγμα αυτό ο Hebrard σχεδίασε τις κύριες οδούς της πόλης. Παράδειγμα αποτελεί ο μνημειακός σχεδιασμός της οδού Αριστοτέλους αλλά και των όψεων των πολυώροφων οικοδομών του τμήματος αυτού που κρατά ένα βυζαντινίζον ύφος μέχρι σήμερα. Ο αρχιτέκτονας που εμβάθυνε στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ήταν ο Αριστοτέλης Ζάχος. Πίστευε σε μια συνεχή «παράδοση» από την αρχαιότητα έως την νεότερη εποχή, για τη δημιουργία μιας νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής .
Ο ρόλος της Μεγάλης και Μικρής Μητρόπολης στο σημερινό αστικό τοπίο.
Ο Μητροπολιτικός ναός της Αθήνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την νεότερη ελληνική ιστορία του κράτους και παράκειται της Μικρής Μητρόπολης. Την εποχή της ανοικοδόμησής του ήταν ένα έργο που κυριαρχούσε ξεχωρίζοντας στο περιβάλλον της παλαιάς πόλης της Αθήνας σε ύψος, έκταση, όγκο και υλικά, σε αντίθεση με την τότε κτιριακή κατάσταση της Αθήνας, που τα οικοδομήματα ήταν χαμηλά με ευτελή υλικά. Ο πολεοδομικός ιστός της Αθήνας με τον οικοδομικό κανονισμό του 1929, επέτρεψε την άνοδο του ύψους και την συνένωση οικοπέδων στο κέντρο της πόλης. Μετά το 1930 ο ιστός άλλαξε με πολυώροφα κτίρια, δίπλα στα χαμηλά και με τελείως διαφορετικό σχεδιασμό. Μεταπολεμικά αυξήθηκε  το ύψος των κτιρίων και μεταβλήθηκε η τομή των δρόμων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο ναός να ασφυκτιά.
Η αρχιτεκτονική της Γοργοεπήκοου είναι μία «σύνθεση» κλασικής και βυζαντινής τέχνης σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής της, ενώ ο κλασικισμός της Μητρόπολης δεν μπόρεσε να εναρμονιστεί με την αρχιτεκτονική της εποχής αλλά και με τις συνεχείς αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ώστε να καταλήξει να είναι μια αυθαίρετη μορφή χωρίς σύνδεση με τον τόπο .
Συμπεράσματα
            Οι Έλληνες του μεσαίωνα διατήρησαν αδιάκοπα την κοινή καλλιτεχνική έκφραση του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η επάνοδος σ΄αυτή ήταν κάτι φυσιολογικό.
Η κατ΄αξίαν τοποθέτηση του ναού με τον δογματικό εικονογραφικό κύκλο διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην αρχιτεκτονική του. Κατέστη σημαντικότατη η βυζαντινή τέχνη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, που την εποχή του μεσαίωνα μπόρεσε να διατηρήσει την εικονιστική τέχνη της αρχαιότητας.
Ο «Ελληνοβυζαντινός» ρυθμός της Μητρόπολης είχε συμβολική σημασία για το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, δεν μπόρεσε να εναρμονιστεί με την εποχή του, εν αντιθέσει με την Γοργοεπήκοο. Τον 11ο  και 12ο αι., παρουσιάζει ακμή με ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού, πολλά οικοδομήματα, οχυρώσεις, ναούς και η Αθήνα ισχυροποιεί τη φήμη της με προσωπικότητες που απουσιάζουν σήμερα όπως του Ιεράρχη Χωνιάτη που κατόρθωσε να ενώσει τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό.

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π.Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία

Αλμπάνη, Τζ. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής
                      Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας ,τόμος Β΄, Πάτρα,1999.
Βογιατζής Σ.Ο Ιερός Καθεδρικός Ναός Αθηνών, στα Πρακτικά Β Επιστημονικό
                      Συμπόσιο νεοελληνικής εκκλησιαστικής τέχνης, Αθήνα 2012.
Μπίρης,Κ.Η. Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα. Μέλισσα, Αθήνα, 1995.
Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου-2ου
                      αιώνος στο ΔΧΑΕ 5.1969.
Πάλλης Γ. Τοπογραφικά του Αθηναϊκού Πεδίου κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο (9ος-
                  12ος αιώνας)  στο Βυζαντινά Σύμμεικτα 23(2013).
Φιλιππίδης, Δ. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής
                       Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, τόμος Δ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.
Φιλιππίδης, Δ. Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.