Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Αρχαική και Κλασική περίοδος. 
Ομοιότητες και διαφορές του νεωτερικού ελληνιστικού έπους του Απολλώνιου Ρόδιου  με το αρχαϊκό έπος του Ομήρου.
            Ο Απολλώνιος Ρόδιος στη συγγραφή του τα Αργοναυτικά, θα συναγωνιστεί τα Ομηρικά έπη αλλά και θα υλοποιήσει τις ιδεολογικές και αισθητικές επιταγές της ελληνιστικής εποχής επιδιώκοντας ίσως να αποδεσμευτεί από την προηγούμενη επική παράδοση. Ο ποιητής καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, γεννήθηκε ίσως στις αρχές του 3ου αι.,π.Χ., χρημάτισε διευθυντής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας καθώς και παιδαγωγός του Πτολεμαίου του Ευεργέτου γύρω στο 260 π.Χ.  Η εμβάθυνσή του στα κείμενα της ποίησης του παρελθόντος αποδεικνύει ξεκάθαρα τη βάση της παραγωγής της νέας ποίησης. Στο νεωτερικό έπος του Απολλώνιου φανερώνεται η δεξιοτεχνία του στην ανάλυση και παρουσίαση ψυχο-φυσιολογικών καταστάσεων, που δεν ήταν τόσο γνώριμες στην αρχαϊκή επική ποίηση, όπως και στη ρεαλιστική απεικόνιση ανθρώπινων βιωμάτων, γνώσεις που αποκτήθηκαν στο περιβάλλον του Μουσείου και της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
 Ο Απολλώνιος δουλεύει ως λόγιος και φιλόλογος. Η μελέτη των παλαιότερων κειμένων χρησιμεύει στο έργο του, αντλώντας θέματα περιεχομένου όσο και θέματα λεξιλογίου. Στα Αργοναυτικά διαπιστώνονται οι καινοτομίες στον επικό κανόνα με φανερή την επιρροή του Ομήρου, αλλά δεν είναι μια απλή μίμηση. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί τις βασικές ελληνιστικές αρχές «της αντίθεσης μέσω της μίμησης» και του «ανταγωνισμού με την παράδοση», επινοώντας κάτι το καινούργιο. Τα Αργοναυτικά δεν είναι μόνο και μόνο ένα έπος αλλά αντλούν και αξιοποιούν στοιχεία και από άλλα λογοτεχνικά είδη (τραγωδία ή λυρική ποίηση) αλλά και από πηγές που δεν ανήκουν στη λογοτεχνία. Έντονη είναι και η διακειμενικότητα μέσα στο ποίημα. Οι πηγές του Απολλώνιου είναι πολλές, η αναφορά του σε αυτές μπορεί να γίνεται μέσω θεμάτων ή μεμονωμένων λέξεων, αλλά διαφαίνεται και η ιδιότητα του λόγιου ποιητή στα Αργοναυτικά σε «αίτια», διηγήσεις που ερμηνεύουν ονομασίες, έθιμα και τελετές.
            Η ειδολογική ποικιλία αποτελεί ένα νέο γνώρισμα. Σε κάθε περίοδο μέχρι τώρα, κυριαρχούσε ένα ποιητικό είδος (έπος, δράμα, λυρική ποίηση) που καθρέπτιζε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Η λογοτεχνία στην ελληνιστική εποχή ακολουθεί την πολυμορφία που χαρακτηρίζει το νέο κόσμο, χωρίς να αποτυπώνει κοινωνικούς προβληματισμούς, διότι δεν απευθύνεται σε κοινό με ίδιες παραδόσεις. Τα θέματα που επιλέγει η νέα ποίηση κινούνται στο επίπεδο της οικείας καθημερινότητας, στέκουν στη λεπτομέρεια σε θέματα ψυχολογικού τύπου, στην προσαρμογή θεών και ηρώων σε ανθρώπινα πλαίσια, επίσης δίνουν μια ιδιαίτερη προσοχή στη γυναίκεια και παιδική φύση, που συνδυάζεται στην ελληνιστική περίοδο με το ενδιαφέρον για το  ατομικό και τη συνύπαρξη των αντιθέτων, όπως η παρουσία του Έρωτα ως παιδί που όμως διαθέτει μεγάλη δύναμη. Τα Αργοναυτικά είναι το μοναδικό ακέραιο έπος της ελληνιστικής εποχής, αποτελούμενο από τέσσερα βιβλία και είναι από τους σημαντικότερους μυθολογικούς κύκλους , όπως και μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ελληνιστικής ποίησης, που ένα επικό ποίημα πραγματεύεται «μυθικό θέμα» . Ο Απολλώνιος είναι ο πρώτος ποιητής στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία που εισάγει στο έπος το ερωτικό στοιχείο ως κυρίαρχο αφηγηματικό μοτίβο . Μέσα από την ερωτική ιστορία του Ιάσονα και της Μήδειας, επικαλείται τη Μούσα Ερατώ στο Γ΄ βιβλίο των Αργοναυτικών επειδή θέλει να αφηγηθεί τον έρωτα των δυο πρωταγωνιστών. Η Μούσα Ερατώ θεωρείται η Μούσα της ερωτικής ποίησης. Με αυτό τον τρόπο ο ποιητής θέλει να δείξει ότι ο άθλος του Ιάσονα πραγματοποιείται χάρη του Έρωτα και όχι της αξίας του ήρωα ως πολεμιστή. Η πιο σημαντική στιγμή του ποιήματος είναι η περιγραφή της ερωτικής αφύπνισης της Μήδειας και ο τρόπος αντίδρασής της .Στο απόσπασμα από τα Αργοναυτικά (3, 270-300), περιγράφεται η στιγμή που ο Έρωτας σημαδεύει με τα βέλη του τη Μήδεια. Ο ποιητής δίνει έμφαση στην ψυχολογία του ανθρώπου όταν αισθάνεται έξαφνα το ερωτικό συναίσθημα με την μεσολάβηση του θείου παράγοντα, ένα επικό χαρακτηριστικό, αλλά και με νεωτερικά στοιχεία όταν παρουσιάζει με χαρακτηριστικά ανθρώπινα τον Έρωτα να ξεσπά σε δυνατά γέλια. Ο Έρωτας που στοχεύει σημαδεύοντας τη Μήδεια, παρομοιάζεται «με μύγα μύωπα που αγριεύει τις νεαρές φοράδες…..»,τονίζοντας έτσι τη γυναικεία ψυχολογία αλλά και τον Έρωτα. Την ενέργεια του Έρωτα την παρουσιάζει με «φλογερό δαυλί όπου γύρω τριγύρω από τη φλόγα του ρίχνει μια φτωχή γυναίκα….», σκηνή που φανερώνει τη νεοτερικότητα με τη λεπτομέρεια και τη ζωντάνια της αφήγησης. Ο Απολλώνιος παρουσίασε τη γένεση και την ανάπτυξη του ερωτικού πάθους στη ψυχή της νεαρής Μήδειας προβάλλοντας την ικανότητά του να εισχωρεί μελετώντας στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Η ρεαλιστική περιγραφή και η προβολή των έντονων ψυχικών μεταπτώσεων διαφέρει πολύ από τον ομηρικό τρόπο έκφρασης. Σχεδόν ολόκληρο το Γ΄ βιβλίο των Αργοναυτικών στη σύνθεσή του είναι απολύτως διαφοροποιημένο από το ομηρικό πρότυπο, καθώς επίσης και η παρουσίαση της συμπεριφοράς του σκανδαλιάρη μικρού Έρωτα, είναι αντίθετη προς τον ομηρικό τρόπο. Ωστόσο αν και πολλά έχουν αλλάξει, ο κύριος στόχος του έπους στα Αργοναυτικά, δηλαδή η διαιώνιση της δόξας των ηρώων, του κλέους,  παραμένει ο ίδιος ως κύριο διαρθρωτικό υλικό του έπους. Ο Απολλώνιος καθορίζει το ειδολογικό καθεστώς του ποιήματός του στον πρώτο στίχο με τη φράση που διατυπώνει το θέμα παλαιογενέων κλέα φωτών .
Η γλώσσα των Αργοναυτικών στηρίζεται στην ομηρική. Ο Απολλώνιος δουλεύει ως φιλόλογος αξιοποιώντας δύσκολες ομηρικές λέξεις, πολλές φορές άπαξ ειρημένες ενώ επιπλέον αναδεικνύει  λεξιλογική ποικιλία. Η γλώσσα και το μέτρο βρίσκεται πιο κοντά στο ομηρικό εξάμετρο, γίνεται χρήση παρομοιώσεων που είναι πάμπολλες στα ομηρικά έπη. Τα ομηρικά έπη γράφονται βασισμένα σε προφορική εξιστόρηση στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην απομνημόνευση, στην επανάληψη ορισμένων φράσεων ή και ολόκληρων θεματικών σκηνών, ενώ τα Αργοναυτικά είναι αποκλειστικά προϊόν γραφής.
            Η ανάδειξη του ατομικού και του συναισθηματικού στοιχείου δίνουν έμφαση στις νεωτερικές τομές της ελληνιστικής εποχής. Απουσιάζουν τα αρχαϊκά ηρωικά ιδεώδη, το κλέος και η τιμή και προβάλλεται ένα νέο είδος ήρωα διαφορετικό από τον παραδοσιακό επικό ήρωα, που αντιμετωπίζει τον κόσμο εντελώς διαφορετικά. Στην ελληνιστική ποίηση ο Έρωτας αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, κάτι που απουσιάζει στα ομηρικά έπη σχεδόν εντελώς. Το έπος δεν έχει ένα κύριο ήρωα. Στην εκστρατεία όλοι οι ήρωες είναι το ίδιο σημαντικοί, άλλωστε η εκστρατεία είχε συλλογικό χαρακτήρα. Τα Αργοναυτικά διαφοροποιούνται από τα ομηρικά έπη όπου οι ήρωες έχουν την κεντρική θέση. Ο Ιάσονας έχει χαρακτηριστεί από μελετητές «ερωτικός ήρωας», ο οποίος λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης κερδίζει επιλέγοντας τα λόγια και όχι τη βία, πολύ σπάνια φανερώνοντας την πολεμική του δύναμη.
            Αντίθετα στο διάλογο Έκτορα και Ανδρομάχης εξυμνείται ο ηρωικός θάνατος στο πεδίο της μάχης. Το απόσπασμα της Ιλιάδας (Ζ 381-502), αποτελεί μια από τις πιο υπέροχες σκηνές του έπους. Στη συνάντησή της με τον Έκτορα στις «σκαιές πύλες», η Ανδρομάχη τον συμβουλεύει σε θέματα στρατιωτικής τακτικής  ζητώντας του να μην βγει από τα τείχη γιατί αυτό θα αντιστοιχούσε με αυτοκτονία και να πολεμήσει στο πιο αδύνατο σημείο των τειχών που θα ήταν περισσότερο χρήσιμος και να μην σκοτωθεί άδικα (Ζ 432-434). Ο Έκτορας όμως δεν θα συμφωνήσει γιατί δεν θέλει να θεωρηθεί δειλός από τους Τρώες. Προαισθάνεται ότι θα καταστραφεί η Τροία και προτιμά να πέσει μαχόμενος ηρωικά, επιλέγοντας αυτή την τακτική ακόμα και αν είναι μάταιη. Προτιμά την ηρωική μονομαχία, αγαπά την πατρίδα του, αλλά δεν το κάνει τόσο για να υπερασπίσει την πόλη, όσο για δική του υστεροφημία. Δεν θέλει να στηλιτεύσει την καλή του φήμη και να φανεί δειλός. Ο Έκτορας  έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών του θανάτου του αλλά η θέση του δεν του επιτρέπει να παραβιάσει τον κώδικα της ηρωικής συμπεριφοράς. Στα επικά ποιήματα κυριαρχεί το στοιχείο του κλέους και της πολεμικής ανδρείας που ανταμείβονται με την αιώνια φήμη και συνοδεύουν τον ήρωα και μετά τον θάνατο. Αυτό που στενοχωρεί περισσότερο τον Έκτορα είναι το τι θα απογίνει η αγαπημένη του γυναίκα όταν κάποιος Αχαιός πάρει την ελευθερία της, μια ακόμη αιτία να επιζητά τον θάνατό του για να απαλλαγεί από αυτό το κακό, γιατί είναι βέβαιος ότι η Τροία θα καταστραφεί (Ζ 448-465). Στον αποχαιρετισμό ο Έκτορας εύχεται στον γιό του Αστυάνακτα να υπερβεί σε κλέος και ανδρεία τον πατέρα του, απόδειξη της άποψης που κυριαρχούσε για το ρόλο του άνδρα στις αριστοκρατικές κοινωνίες (Ζ 475-479). Τελειώνοντας ο Έκτορας υπενθυμίζει στην Ανδρομάχη τα καθήκοντά της ως γυναίκα και συζύγου, λέγοντάς της ότι για τον πόλεμο φροντίζουν οι άντρες και περισσότερο απ΄όλους αυτός (Ζ 490-493).
Η παιδεία κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
            Την αυτοκρατορική περίοδο η βιογραφία ανθεί ιδιαίτερα χωρίς να είναι δημιούργημα αυτής της εποχής. Οι αρχές της συνήθως ανιχνεύονται στην κλασσική εποχή . Η βιογραφία εκφράζει την προσωπογραφική αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων. Αν και η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να ταυτιστεί με την μελέτη της βιογραφίας, δεν μπορεί όμως και να την αγνοήσει γιατί από μόνη της αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός. Ο Διογένης Λαέρτιος 2ο-3ο μ.Χ., αι., έγραψε τους «βίους» και τις «γνώμες» των εν φιλοσοφία ευδοκιμισάντων σε δέκα βιβλία, βιογραφίες των φιλοσόφων από τις απαρχές της φιλοσοφίας μέχρι τις ημέρες του.
Στο έκτο βιβλίο του πραγματεύεται τα της κυνικής φιλοσοφίας, αναφέρεται στους κυνικούς Αντισθένη, Διογένη, Κράτη, Μητροκλή, Ιππαρχία και άλλους . Οι επιλογές της κυνικής φιλοσοφίας οδηγούσαν σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, σε μια λιτή διαβίωση, σε μια μη αποδοχή του συνηθισμένου τρόπου ζωής, στην απόκτηση της αρετής με βάση την απελευθέρωση από οτιδήποτε περιττό και η επιδίωξη όλων των παραπάνω πολλές φορές είχε σαν αποτέλεσμα μια συμπεριφορά προκλητικού αναχωρητισμού. Τα περισσότερα φιλοσοφικά ρεύματα υιοθέτησαν τη διατριβή που ξεκίνησε από τους Κυνικούς και που πραγματευόταν θέματα πρακτικής ηθικής, στηλίτευση ελαττωμάτων και φρασεολογία συχνά σαρκαστική . Η θεματική ενότητα του έκτου βιβλίου του Διογένη Λαέρτιου με τη διασκεδαστική ανεκδοτολογία, το καθιστούσαν όχι μόνο πηγή πληροφοριών αλλά και ευχάριστο ανάγνωσμα που οφειλόταν στην ειρωνική και αρνητική στάση των Κυνικών, που όμως έκφραζαν ταυτόχρονα και τον στοχασμό τους. Πρόκειται για μια φιλοσοφία που ενισχύεται από το ανεκδοτολογικό στοιχείο, αναπόσπαστο υφολογικό χαρακτηριστικό των βιογραφικών έργων.
Στα γεγονότα που προηγούνται της ένωσης του Κράτη με την Ιππαρχία αντιστοιχούν ανεκδοτολογικές συνήθειες με σχεδόν χαρακτήρα παραμυθιού. Στο απόσπασμα (6,96-98) η Ιππαρχία αδερφή του Μητροκλή (τέλη 4ου με αρχές του 3ου αι., π.Χ. μαθήτρια του Κράτη και σημαντικός εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας), ερωτεύεται τον κυνικό φιλόσοφο Κράτη, όχι μόνο για την διδασκαλία και τον βίο του, αλλά με πάθος για όλες τις πλευρές του. Ο Κράτης αν και πολύ μεγαλύτερος από αυτήν και άσχημος ήταν εντούτοις τα πάντα για την Ιππαρχία. Στη μη παραδοχή της σχέσης αυτής από τους γονείς της, απειλεί η Ιππαρχία, ότι αν δεν συναινέσουν θα αυτοκτονήσει. Οι γονείς της θα επιστρατεύσουν τον ίδιο τον Κράτη για να αλλάξει τη γνώμη της. Η ενέργειά του να γδυθεί μπροστά στην Ιππαρχία δείχνοντας τα υπάρχοντά του, βάζοντάς την έτσι να αποφασίσει, δεν έγινε γιατί ήθελε ο Κράτης να αποφύγει τη σχέση μαζί της αλλά ψάχνει τα όρια της συγκατάνευσής της και ταυτόχρονα ενισχύει την παράδοση της αναισχυντίας που αποδίδεται στους Κυνικούς (6,96) . Η Ιππαρχία θα κάνει την επιλογή της, θα τον ακολουθήσει, υιοθετώντας την κοινωνική συμπεριφορά των Κυνικών, κυκλοφορεί και κοιμάται δημοσίως μαζί του και τον ακολουθεί στα δείπνα.
         Σε ένα συμπόσιο που είχε οργανώσει ο Λυσίμαχος καταγράφεται η περίφημη αντιπαράθεση της Ιππαρχίας με τον Κυρηναϊκό φιλόσοφο τον Θεόδωρο τον Άθεο, ο οποίος αμφισβήτησε τη δυνατότητά της να παρευρεθεί στο συμπόσιο προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η ενασχόληση αυτή ήταν μονάχα αντρική και θέση στο χώρο αυτό είχαν μόνο γυναίκες εταίρες και αυλητρίδες. Η ανενδοίαστη παρουσία της Ιππαρχίας στο συμπόσιο φανέρωνε την αντίθεσή της προς τους θεσμούς και τα έθιμα της εποχής. Στο επιχείρημα που θα αντιτάξει η Ιππαρχία ότι εάν για τον Θεόδωρο οποιαδήποτε πράξη του δεν θα κρινόταν ως λάθος, τότε δεν θα κρινόταν ως λάθος εάν την ίδια πράξη έκανε και η Ιππαρχία, ο Θεόδωρος επειδή δεν είχε απάντηση, θέλησε να την μειώσει με συμπεριφορά ανάλογη που άρμοζε σε γυναίκες που σύχναζαν στο χώρο του συμποσίου. Με χειρονομία ταπεινωτική, της ανασήκωσε το ρούχο για να αποκαλυφθεί μέρος του σώματός της (6,97). Από μέρους της Ιππαρχίας δεν υπήρξε ταραχή γιατί είχε υιοθετήσει την κοινωνική συμπεριφορά των Κυνικών πιστή στην αρχή της αναίδειας , μακριά από κοινωνικές συμβατικότητες. Στόχος της ήταν η προσχώρηση στη γνώση και στον τρόπο ζωής που οι κοινωνικοί θεσμοί δεν προέβλεπαν γι΄αυτή. Ενσαρκώνει επίσης και ένα ουσιαστικό κομμάτι της κυνικής κοσμοθεωρίας, την πεποίθηση ότι ίδια είναι η αρετή που χαρακτηρίζει τους άνδρες και τις γυναίκες. Στον υπαινιγμό του Θεόδωρου ότι η εγκατάλειψη του αργαλειού της δεν της πρόσφερε κάποια ωφέλεια, η Ιππαρχία θα παραδεχθεί την εγκατάλειψη του αργαλειού προς χάριν της παιδείας. Εδώ όμως η έννοια της λέξης παιδεία πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της εποχής του Διογένη Λαέρτιου και όχι τόσο της Ιππαρχίας (6,98).
          Στη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου η παιδεία αφορά τους κάτοικους ενός πολυφυλετικού κράτους. Η εποχή αυτή χαρακτηρίστηκε ως προς την πνευματική της παραγωγή, με τον όρο «δεύτερη σοφιστική». Η παιδεία στηρίζεται στην ελληνική πολιτισμική δημιουργία της κλασικής εποχής με όπλα τη φιλοσοφική σκέψη και τη ρητορική. Ο «σοφιστής» για τα δεδομένα της δεύτερης σοφιστικής διδάσκει το παιδευτικό αυτό ιδεώδες, ενταγμένο συνήθως σε κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα (στωικούς, κυνικούς, σκεπτικούς, επικούρειους), με την πειστικότητα της ρητορικής και με τις δυο τάσεις του «ασιανισμού» με το περίτεχνο ύφος και με το λιτότερο του «αττικισμού». Το παιδευτικό ελληνικό ιδεώδες  βρίσκεται σε μια εποχή όπου ο ελληνικός πολιτισμός δεν εμφανίζεται σε ρόλο εξουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιούμενος από τη ρωμαϊκή διοίκηση ως συνεκτικό στοιχείο ίσως για ωφέλεια της ελληνόφωνης πνευματικής παραγωγής καθώς και για την ενίσχυση της Ρωμαϊκής ειρήνης. Αντίθετα οι προτεραιότητες της Ελλάδας του 4ου π.Χ.αι., στην παιδεία ήταν πολύ διαφορετικές, τα κορίτσια δεν προορίζονταν για ευφυείς φιλοσοφικές συζητήσεις όπως τα αγόρια αλλά μάλλον για την εφαρμογή της οικιακής διαχείρισης. Η κυνική φιλοσοφία μπόρεσε στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης να διατυπώσει το νόημα της αμφισβήτησης τον 4ο και 3ο αι., π.Χ., δρώντας κατά κανόνα με ριζοσπαστική παρα-κοινωνική δυναμική, ενώ στους αυτοκρατορικούς χρόνους έχει έναν πιο εδραιωμένο χαρακτήρα και η δυναμική της είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εκπαίδευσης . Στην εποχή του Διογένη Λαέρτιου η έννοια της παιδείας είναι διαφορετική, η κυνική φιλοσοφία έχει πια την ιστορία της και η ιδιαίτερη παρουσία της Ιππαρχίας βρίσκει μέσα στην ιστορία αυτή την κατάλληλη καταγραφή της. Φαίνεται λοιπόν ως αβέβαιο ότι η λέξη παιδεία στο κείμενο, αφορά μόνο τη μόρφωση της Ιππαρχίας και μόνο τα ισχύοντα της εποχής της. Η φράση εις παιδείαν την εποχή που γράφεται, περιλαμβάνει και εκθέτει μαζί με την έννοια της ατομικής μόρφωσης και τη μετάδοση των αγαθών της παιδείας.  
Συμπεράσματα
            Τα αρχαϊκά ιδεώδη του κλέους και της τιμής στην ελληνιστική εποχή απουσιάζουν. Ένα νέο είδος ήρωα προβάλλεται που υιοθετεί τα λόγια από τη βία και πολύ σπάνια φανερώνει την πολεμική του δύναμη. Η ανάδειξη του ατομικού και του συναισθηματικού στοιχείου δίνουν έμφαση στις νεωτερικές τομές της εποχής. Ο Έρωτας στην ελληνιστική εποχή αποτελεί την κινητήρια δύναμη που στα ομηρικά έπη απουσιάζει σχεδόν εντελώς, ενώ η κεντρική θέση που είχαν οι ήρωες  στα ομηρικά έπη καταλαμβάνεται από το συλλογικό χαρακτήρα της εκστρατείας.
Κατά την αυτοκρατορική περίοδο η παιδεία στηρίζεται στην ελληνική πολιτισμική δημιουργία της κλασικής εποχής. Ο ελληνικός πολιτισμός την εποχή αυτή δεν είναι σε ρόλο εξουσιαστικό, αλλά χρησιμοποιείται από την ρωμαϊκή διοίκηση ως συνεκτικό στοιχείο διότι αφορά κατοίκους ενός πολυφυλετικού κράτους.
Η έννοια της φράσης παιδεία που αναφέρεται στο κείμενο του Διογένη Λαέρτιου και αφορά την Ιππαρχία, περιλαμβάνει και εκθέτει μαζί με την έννοια της ατομικής μόρφωσης και την μετάδοση των αγαθών της παιδείας, γιατί στους αυτοκρατορικούς χρόνους που γράφει ο Διογένης Λαέρτιος οι προτεραιότητες στην παιδεία είναι διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στην Ελλάδα στα τέλη του 4ου π.Χ.αι.-

Η Συγγραφέας 
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία
Fantuzzi M., Hunter R., Ο Ελικώνας και το Μουσείο, μτφ. Δ. Κουκουζίκα, επιμ. Δ.Θ. Παπαγγελής, Αθήνα 2005.
Βασίλαρος Γ., Επική σύμβαση και ελληνιστική τεχνοτροπία στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου, στο Μανακίδου Φ.Π., Σπανουδάκης Κ., Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση, Αθήνα 2008.
Μανακίδου Φ. Αφηγηματικό έπος και επύλλιον στο Βερτουδάκης Β., Ηλιάδου Ε., Λεντάκης Β., Μανακίδου Φ., Τσακμάκης Α., Τσιτσιρίδης Στ., Φυντικόγλου Β., Χριστόπουλος Μ.,  Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία τόμος Β΄ Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Χριστόπουλος Μ. Βιογραφία στο Βερτουδάκης Β., Ηλιάδου Ε., Λεντάκης Β., Μανακίδου Φ., Τσακμάκης Α., Τσιτσιρίδης Στ., Φυντικόγλου Β., Χριστόπουλος Μ.,  Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία τόμος Β΄ Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Χριστόπουλος Μ., Δεύτερη Σοφιστική. Η πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων, Αθήνα 2002.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.