Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Μοναχισμός



Το ιδιότυπο του μοναχισμού.
            Ο μοναχισμός ήταν ένα κίνημα λαϊκών, που νοσταλγούσαν την αγνότητα των πρώτων αποστολικών χρόνων, συμπεριλαμβάνοντας ανθρώπους απ΄όλα τα κοινωνικά στρώματα που αναζητούσαν να ενωθούν με τον Θεό,  περιφρονώντας την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό . Άνδρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών εγκατέλειπαν τα εγκόσμια για να αποσυρθούν στην έρημο. Ακόμα πόρνες και ληστές που δέχονταν τον μοναχικό βίο για να διαβούν από τον κόσμο της αμαρτίας στο δρόμο της αρετής, όπως και πολύ αργότερα οι αυτοκράτορες Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές και Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός . Ο μοναχισμός λογίζεται ως το πρώιμο ιδιότυπο της οργανωμένης χριστιανικής Εκκλησίας  και προηγείται της νίκης που πέτυχε η εκκλησία του 4ου αιώνα. Η Αίγυπτος μέχρι την δεκαετία του 640 ήταν η χώρα που είχε το μεγαλύτερο αριθμό μοναχών και έγινε η πατρίδα και η γενέτειρα του αναχωρητικού και κοινοβιακού μοναχισμού . Ο αναχωρητικός βίος διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη, Κύπρο, Μικρά Ασία της Καππαδοκίας, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη .
Τα αίτια του μοναχισμού.
            Τα κοινωνικά δεδομένα που συνέβαλαν στη ζωή των χριστιανών για την εμφάνιση του μοναχισμού, είναι οι μαζικοί διωγμοί από τα μέσα του 3ου αιώνα, το οριστικό τέλος τους τον 4οαι., η κρατική αποδοχή του χριστιανισμού που σχετίζεται με την ομαδική ένταξη των εθνικών στη χριστιανική Εκκλησία, την εδραίωση του εκκλησιαστικού θεσμού, καθώς επίσης και η κοινωνικοοικονομική κρίση της εποχής. Ο ιστορικός Σωζόμενος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστευαν τους διωγμούς ως αιτία για την εκδήλωση του μοναχισμού. Οι διωγμοί βέβαια ήταν αιτία τάσης φυγής των χριστιανών προς την έρημο, δεν ήταν όμως ικανοί να διατηρήσουν και να καθιερώσουν τη μοναχική ζωή, όπως και μετά το τέλος των διωγμών έπρεπε να σταματήσει ή να μειωθεί η φυγή προς την έρημο, αλλά αντ΄αυτού εμφάνισε μεγαλύτερη άνθιση . Σύμφωνα με παλαιότερους και νεότερους ερευνητές, το τέλος των διωγμών και η εκκοσμίκευση της εκκλησίας , έγινε αφορμή να αντιταχθούν πολλοί χριστιανοί με τη μαζική φυγή τους προς την έρημο. Γνωρίζουμε ότι τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αι., όσοι αποδέχονταν το χριστιανισμό, εντάσσονταν στην Εκκλησία με σκοπό το κοινωνικό και οικονομικό όφελος, με αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των χριστιανών και την εκκοσμίκευση του βίου τους, ώστε η ενωτική δύναμη των χριστιανικών κοινοτήτων να ελαττωθεί και να παρουσιαστεί μια ανομική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την έλευση στο μοναχισμό.
            Μια άλλη σκέψη επέκτασης του μοναχισμού είναι η κοινωνική και οικονομική κρίση της εποχής, η αύξηση των φόρων, χρέη, φτώχεια, απαλλαγή από τη στράτευση , αλλά και από άλλες αφορμές αναζητώντας τη χαμένη αγνότητα ή από μεταφυσική αγωνία . Όμως παρεμφερείς λόγοι υπήρξαν και σε άλλες περιόδους της ζωής των χριστιανών, αλλά δεν αποσύρθηκαν από τον κόσμο. Έχει αποδειχτεί στην μετέπειτα ιστορία του χριστιανισμού ότι η αύξησή του δεν ταυτιζόταν πάντα με περιόδους οικονομικοκοινωνικής κρίσης και αυτοί που πρόστρεχαν στο μοναχισμό δεν ανήκαν πάντα στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Τέλος η παγίωση του θεσμού της εκκλησίας ελάττωσε τις χαρισματικές αρετές της, με αποτέλεσμα να γίνει η αιτία να γεννηθούν καινούργιες ευκαιρίες της χαρισματικής ζωής, ανάγκες που κάλυψε ο μοναχισμός. Ο χριστιανικός ασκητισμός πάνω στον οποίο κτίστηκε μετέπειτα ο μοναχισμός, δεν είχε τη μορφή ενός ξένου στοιχείου αλλά θεμελιώδους κλίμακας της χριστιανικής πίστεως. Από τον ίδιο τον Χριστό η αποταγή των εγκόσμιων παρουσιάστηκε ως προϋπόθεση για όλους τους ανθρώπους που με τη θέλησή τους θα τον ακολουθήσουν «Εις τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» «Ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν ου δύναται είναι μου μαθητής». Το κήρυγμα του Χριστού ήθελαν να το εφαρμόσουν οι αναχωρητές αποβλέποντας στη  χριστιανική τελειότητα . Το κήρυγμα αυτό φαίνεται να ακολούθησε όπως αναφέρεται στο βίο του ο Αντώνιος και αποφάσισε να γίνει ασκητής εφαρμόζοντας τα λόγια του Ευαγγελίου «Ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι.» (Ματθαίος ΙΘ΄21) .
 Τα είδη του μοναχισμού , οι τύποι και η οργάνωση των μονών.
            Από τα μέσα του 3ουαι., μ.Χ., καταγράφεται μεγάλη ροή των χριστιανικών ερημιτών στην Αίγυπτο. Η μορφή του αναχωρητισμού εμφανίστηκε στην Αίγυπτο και είχε κύριο εκπρόσωπό της τον Αντώνιο (251-356), ο οποίος θεωρείται και πατέρας του αναχωρητισμού.  Ο αναχωρητισμός δεν είχε κάποια μορφή διοργάνωσης. Οι μαθητές του Αντωνίου σχημάτισαν κοινότητες όχι με στόχο την συνύπαρξη σε ένα οργανωμένο κοινόβιο, αλλά για να τον προφυλάξουν από τις διαρκείς επισκέψεις . Στον κοινοβιακό μοναχισμό ίσχυε ένα στρατιωτικό κατά κάποιο τρόπο πρότυπο. Ο Παχώμιος (+346) κατώτατος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού συγκρότησε το πρώτο κοινοβιακό ίδρυμα στην Ταβέννησο, στην περιοχή της Θηβαίδος στις όχθες του Νείλου σε καλλιεργήσιμη γη. Το μοναστήρι αυτό είχε μορφή και οργάνωση στρατοπέδου, με εξωτερικό τείχος, ήταν μοιρασμένο σε οίκους που σ΄αυτούς όλοι μαζί οι μοναχοί προσεύχονταν, εργάζονταν, έτρωγαν και κοιμούνταν. Η λειτουργία του κοινοβίου στηριζόταν στην ιεραρχία και στην υπακοή στον ηγούμενο ή αβά και ο οποίος προΐστατο δια βίου. Στην ιεραρχία ακολουθούσε ο δευτεράριος, που είχε την ευθύνη για τα οικονομικά και διοικητικά θέματα και ακολουθούσαν οι γέροντες μοναχοί. Στο Βυζάντιο η κοινοβιακή ζωή γνώρισε δύο είδη, τα κοινόβια που από κοινού ζουν και προσεύχονται οι μοναχοί μέσα σε οικήματα που τα περιστοιχίζει εξωτερικό τείχος και τις λαύρες. Στις λαύρες οι μοναχοί ζουν μάλλον χαλαρά, με έναν ή δύο μαθητές σε σπηλιές ή κελιά. Σε κοινό οίκο συναθροίζονταν τα Σάββατα ή τις Κυριακές για να τελέσουν τη θεία ευχαριστία. Ο ηγούμενος ηγείτο όλων αλλά και ο καθένας μοναχός ξεχωριστά ήταν ηγούμενος του κελιού του .Τα ιδιόρρυθμα μοναστήρια προέκυψαν από το καλά οργανωμένο κοινόβιο. Σ΄αυτά δεν υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα. Ακολουθούσε ο κάθε μοναχός το δικό του ασκητικό προγραμματισμό φροντίζοντας μόνος του τον εαυτό του, διατηρούσε κάποια περιουσιακά στοιχεία, μπορούσε να κερδίζει χρήματα από την εργασία του για να καλύπτει τις δαπάνες της τροφής και της ένδυσής του, έτρωγε μόνος του και μόνο στις μεγάλες γιορτές συγκεντρώνονταν σε κοινή τραπεζαρία. Αν το μοναστήρι είχε ηγούμενο αυτός δεν ήταν ισόβιος. Τα ιδιόρρυθμα μοναστήρια αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Σε ορισμένα μοναστηριακά Τυπικά η ιδιορρυθμία ενοχοποιήθηκε ως παρέκκλιση από τις εθιμικές αξίες του κοινοβίου. Την υστεροβυζαντινή και μετά περίοδο υπήρξε άνθιση στο Άγιον Όρος όπου επικράτησε το πνευματικό κίνημα του ησυχασμού . Άλλες μορφές ασκητισμού πιο ακραίες όπως οι στυλίτες που περνούσαν όλη τους τη ζωή καθισμένοι σε ένα στύλο καταγράφηκαν τον 5οαι., στη Συρία  και οι έγκλειστοι που αυτοφυλακίζονταν αφού είχαν χτίσει τη θύρα του κελιού τους .
Δεν επικράτησε ένας αδιαχώριστος μοναστικός οργανισμός σχεδιασμένος με κανόνες και συγκεκριμένα καθήκοντα, παρόλες τις προσπάθειες του Βασίλειου της Καισαρείας αλλά και τις επεμβάσεις της αυτοκρατορικής εξουσίας . Ο Ιουστινιανός απαγόρευσε την ίδρυση νέων μονών δίχως την άδεια του επισκόπου, που αυτός θα διόριζε και τον ηγούμενο. Όρισε επίσης ότι οι μοναχοί θα παρέμεναν ως δόκιμοι για ορισμένα χρόνια και κατόπιν θα γίνονταν μοναχοί προς αποφυγήν εκμετάλλευσης του θεσμού . Στη περίοδο της εικονομαχίας δεν ήταν λίγες οι φορές που πλούσιοι γεωκτήμονες ήταν ιδρυτές των μονών, ανεγείροντας στα ίδια τα κτήματά τους τα κοινόβια. Ακόμη ιδρύθηκαν σε κέντρα προσκυνήματος από τον αυτοκράτορα ή τους εκπροσώπους του μικρός αριθμός μονών. Μοναστήρια ιδρύονται και επανδρώνονται από τη μέση βυζαντινή περίοδο κυρίως με μέλη ευκατάστατων οικονομικά οικογενειών . Ο μοναχός Θεόδωρος Στουδίτης πριν το τέλος του 8ουαι., θα δρομολογήσει την καινούργια μεταρρύθμιση του κοινοβιακού μοναχισμού και θα διευρύνει το μοναστήρι σε αυτόνομη οικονομική και πολιτισμική μονάδα . Επιπλέον για να προφυλάξει τους ηγούμενους και μοναχούς από διάφορους πειρασμούς περιέλαβε στη διαθήκη του και διάφορες ηθικές εντολές . Περί τον 10ο αι., το κοινοβιακό σύστημα θα γίνει η επικρατούσα μορφή του μοναχισμού στην χερσόνησο του Άθω και οι αυτοτελείς αναχωρητικές μονάδες θα ελαττωθούν .
Η μοναχική ζωή.
            Η διατροφή, η ενδυμασία και η κατοικία, έπρεπε να εξυπηρετούν την προσευχή χωρίς να διασπάται η προσοχή των ασκητών σε διάφορους πειρασμούς ημέρα και νύχτα, αλλά μόνο με στραμμένο το λογισμό στο ιδανικό του πνευματικού τους σκοπού που ήταν η συνάντηση με τον Θεό . Οι αναχωρητές άνδρες και γυναίκες ζούσαν μόνοι, κατοικούσαν σε απομονωμένα μέρη με απλό τρόπο ζωής επιδιώκοντας την απόλυτη ησυχία .Το πιο εύκολο κατάλυμα ήταν οι σπηλιές για όσους επιθυμούσαν μια πιο πρωτόγονη ζωή. Στην άνω Αίγυπτο έφθανε μια απλή καλύβα για να ανταπεξέλθουν στις καιρικές συνθήκες, ενώ στην κάτω Αίγυπτο χρειαζόταν μια πιο στιβαρή κατασκευή, ωστόσο, οι συνθήκες διαμονής τους ήταν πολύ δύσκολες λόγω της άγριας φύσης της Αιγύπτου και οι καλύβες και τα κελιά τους έπρεπε να βρίσκονται όχι κοντά σε πηγάδια και έλη . Η καθημερινότητα ενός ασκητή της ερήμου ήταν αφιερωμένη στην προσευχή και στην ανάγνωση, έπρεπε να βιώνει την ησυχία με τη σκέψη και την ψυχή του προς τον Θεό, καταπολεμώντας έτσι τους πειρασμούς. Η ακηδία ήταν ο κύριος πειρασμός με την έννοια της διαρκούς ή στιγμιαίας πλήξης, μιας απραξίας δηλαδή που οδηγούσε στην απώλεια της αυτοσυγκέντρωσης. Γιαυτό θα εντάξουν στις ενασχολήσεις τους διάφορα εργόχειρα για την καταπολέμηση της ακηδίας όπως την καλαθοπλεχτική, δίχτυα για το κυνήγι και το ψάρεμα και την αντιγραφή χειρόγραφων. Η σκληραγώγηση και η εγρήγορση των ασκητών εφαρμόζονταν με τη λεγόμενη χαμευνία κατά την οποία δεν ακουμπούσαν το κεφάλι τους κατά τη διάρκεια του ύπνου στον τοίχο, ξαπλωμένοι πάνω σε μια ψάθα, έτοιμοι  κάθε στιγμή να σηκωθούν και να προσευχηθούν . Στο κοινοβιακού τύπου μοναστήρι οι εργασίες ήταν διαμοιρασμένες σε διακονήματα. Άλλος καλλιεργούσε τη γη ή τον κήπο, άλλος ήταν στο ξυλουργείο, σιδηρουργείο, υφαντουργείο, βυρσοδεψείο, καλλιγραφείο κ.ά. Ανάλογα με το διακόνημα που έκανε ο κάθε μοναχός έπαιρνε και την ανάλογη ονομασία όπως ο μαγκίψ ή αριστήρηος, ο κτηνίτης ή βορδονάριος, ο τραπεζάριος, ο ορειάριος ή κελαρίτης, ο εκκλησιάρχης, ο επιστημονάρχης, ο σκευοφύλαξ και ο χαρτοφύλαξ . Σε ορισμένα μοναστήρια υπήρχαν και τα srciptoria, αίθουσες αντιγραφής των χειρόγραφων, βιβλιοδετεία κ.λπ. 
            Η σκληρή νηστεία και η ελάχιστη τροφή χαρακτήριζε τους ασκητές της ύστερης αρχαιότητας. Στόχος του περιορισμού αυτού ήταν η ανάμνηση των παθών του Χριστού και η υπέρβαση των προσωπικών αδυναμιών τους. Πολύ μεγάλες περιόδους νηστείας δεν είχαν, πλην της Μεγάλης Σαρακοστής, ή για την καταπολέμηση έμμονων πειρασμών. Η κύρια διατροφή των μοναχών ήταν το ψωμί που μπορούσε να φαγωθεί και μετά από αρκετό καιρό μουσκευμένο στο νερό  και συχνά το ψωμί με αλάτι που συμπληρωνόταν από διάφορα λαχανικά και καρπούς, χόρτα και όσπρια, ενώ ασθενείς και οδοιπόροι εξαιρούνταν της νηστείας. Στον βίο του Αντωνίου αναφέρεται ότι «ήσθιε δε άπαξ της ημέρας μετά τη δύσιν Ηλίου» (patrologia Graecα 26,στ.852 D) και μόνο όταν έφτασε σε βαθιά γεράματα στην τροφή του προστέθηκαν οι ελιές τα όσπρια και το λάδι (Βίος Αντωνίου, patrologia Graecα 26,στ.917 Α΄) . Στο κοινόβιο έπαιρναν τη τροφή τους οι μοναχοί από κοινού. Το γεύμα ήταν ίδιο για όλους, έτρωγαν αμίλητοι καθήμενοι ο ένας δίπλα στον άλλον σε μαρμάρινο τραπέζι ενώ διάβαζε ένας μοναχός περικοπές από τα ιερά κείμενα .Η ζωή των μοναχών διακρινόταν από την απτή καταφρόνηση απέναντι στον κόσμο και τα σύμβολά του. Αναζητούσαν την ησυχία της ερήμου απορρίπτοντας την κοσμική ενδυμασία, η πολλές φορές και κάθε ενδυμασία με μόνο ένδυμα το γυμνό τους σώμα η τα μακριά τους μαλλιά, αν και η γυμνότητα αυτή απευθυνόταν μόνο για εκείνους που είχαν φτάσει σε πνευματικό επίπεδο υψηλό. Ο δόκιμος μοναχός κοινοβίτης ή αναχωρητής ντυνόταν με το μοναστικό ένδυμα το λεγόμενο αγγελικό σχήμα και που αυτό είχε διαμορφωθεί κατά τα τέλη του 4ουαι., για να διαχωρίζει τους μοναχούς από τους ανθρώπους του κόσμου. Η κύριά τους ένδυση ήταν η μηλωτή, η ζώνη, ο ανάλαβος και το κουκούλιον. Το μοναστικό σχήμα μαζί με την κουρά όταν εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός αναχωρητών έγιναν ταυτόσημα με την τελετή ένταξης στην μοναστική ζωή .
 Πηγές που αναφέρονται στο κίνημα του μοναχισμού.
            Πολύ σημαντική πηγή αποτελούν τα κτητορικά Τυπικά, Συγγραφείς των οποίων ήταν οι Κτήτορες ή οι ιδρυτές των μοναστηριών τα οποία ήθελαν να τα εφοδιάσουν με ένα εσωτερικό κανονισμό και να τους δώσουν νομική υπόσταση. Κάθε μονή είχε το δικό της Τυπικό. Τα Τυπικά αναφέρουν με λεπτομερείς περιγραφές την καθημερινότητα των βυζαντινών μονών. Τα ποιο σημαντικά από τα εξήντα Τυπικά που σώζονται σήμερα είναι του αγίου Σάββα ιδρυτή της ομώνυμης λαύρας του 6ου αι., στην Παλαιστίνη, του αγίου Θεόδωρου Στουδίτη τον 9ο αι., που συνιστά πρότυπο και των Ρώσικων μονών όπως και της μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη . Βασική πηγή όσον αφορά τη μελέτη της μοναστηριακής ζωής αποτελούν και οι βίοι μοναχών αγίων  που σκοπό είχαν τη διαφύλαξη όσων θαυμαστών έργων πέτυχε ένα ιερό πρόσωπο, καθώς και την εξάπλωση της λατρείας του, όπως του Μεγάλου Αντωνίου που θεωρείται η πρώτη χριστιανική βιογραφία . Η διασημότητά του στο μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται στη βιογραφία του που η συγγραφή της αποδίδεται στον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αθανάσιο .Τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου και οι Ψυχοφελείς Ιστορίες, πηγές, που είναι μικρά αφηγηματικά ή διδακτικά κείμενα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, συγκεντρωμένα από τους μαθητές των αναχωρητών της ύστερης αρχαιότητας, σε συλλογές που ονομάζονται Γεροντικά ή Πατερικά καθώς και η εκκλησιαστική ιστοριογραφία που αναφέρεται στους διωγμούς, στο κίνημα του αναχωρητισμού και στον τρόπο ζωής των μοναχών .
Συμπεράσματα
            Η παγίωση του θεσμού της εκκλησίας περιόρισε τις χαρισματικές αρετές της με αποτέλεσμα να γίνει η αιτία να δημιουργηθούν καινούργιες ευκαιρίες της χαρισματικής ζωής, ανάγκες που κάλυψε ο μοναχισμός. Ο χριστιανικός ασκητισμός πάνω στον οποίο κτίστηκε μετέπειτα ο μοναχισμός δεν είχε τη μορφή ενός ξένου στοιχείου αλλά θεμελιώδους κλίμακας της χριστιανικής πίστης. Η αποταγή από τα εγκόσμια παρουσιάστηκε ως προϋπόθεση από τον ίδιο τον Χριστό για όλους τους ανθρώπους που θα θελήσουν να τον ακολουθήσουν με τη θέλησή τους. Ασφαλώς θέση στην επέκταση του μοναχισμού είχε η οικονομική και κοινωνική κρίση της εποχής, ακόμα η αναζήτηση της αγνότητας και η μεταφυσική αγωνία. Παρόμοιοι όμως λόγοι υπήρξαν και σε άλλες περιόδους της ζωής των χριστιανών αλλά δεν αποσυρθήκαν από τον κόσμο περιφρονώντας την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό.-

Η συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου



Βιβλιογραφία
Beck, H.G.1990. Η βυζαντινή χιλιετία. Αθήνα.
Guillow, A. 1998. Ο βυζαντινός πολιτισμός. Αθήνα.
Mango, C. 1980. Βυζάντιο- Η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης. Λονδίνο.
Ευθυμιάδης Σ., Κυρκίνη-Κουτούλα Α., Νικολούδης Ν., Πέννα Β., 2001. Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα 1: από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια. Τόμος Α. Πάτρα.  
Ζίας Ν.,1999. «Ο Ορθόδοξος μοναχισμός», στο: Μοναστήρια της Εγνατίας οδού, τόμ. 1, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού.
Μαντζαρίδης Ι. Γ. 2004. «Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού». Θεσσαλονίκη.
Μέγας Αθανάσιος.1976. Βίος και πολιτεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη.
Παπαχρυσάνθου Δ. 1992. Ο Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση. Αθήνα.
Στεφανίδης Β., 2000. Εκκλησιαστική Ιστορία, Απαρχής μέχρι σήμερον. Αθήνα.
Χατζηφώτης Ι.Μ. 1999. Η καθημερινή ζωή στο Άγιον όρος. Αθήνα.
Χρυσοχοΐδης Κ., 1999 «Ιστορικό Διάγραμμα του Ορθόδοξου Μοναχισμού», στο: Μοναστήρια της Εγνατίας οδού, Τόμος 1, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.