Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

H ελληνική λαογραφία κινήθηκε στο πνεύμα του ρομαντισμού και του εθνοκεντρισμού - H ιστορική πορεία της απ΄τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έως και σήμερα.


Η ελληνική λαογραφία στο ξεκίνημά της αποτέλεσε εθνική επιστήμη
            Για πολλά χρόνια το νόημα του λαού ήταν ένα με το έθνος, με την «αγνή» απόλυτη εθιμοτυπική του εικόνα, δηλαδή την αγροτική. Ζητήθηκαν επομένως αυτές οι δραστηριότητες του εθιμοτυπικού πολιτισμού, που ήταν δυνατόν να διατηρήσουν την αφομοίωση λαού και έθνους που θα ήταν ικανές να στηλώσουν και να επικυρώσουν την κοινή προέλευση ενός λαού, αμετάβλητου κοινωνικά και τέλεια ξεχωριστά πολιτισμικά από διαφορετικούς λαούς-έθνη. Στον ίδιο προσανατολισμό ήταν και η αποδοχή όλων για το αδιαίρετο και ομογενούς των δραστηριοτήτων του παραδοσιακού πολιτισμού. Με τη λογική αυτή το αντικείμενο της λαογραφίας αρκέστηκε στην έρευνα μερικών μονάχα αποδόσεων του παραδοσιακού πολιτισμού. Έτσι, παραμελήθηκαν από την λαογραφία, όψεις του πολιτισμού που δημιουργήθηκαν στις μεγαλουπόλεις, διότι επικράτησε η άποψη ότι δεν είχαν σχέση με την παράδοση. Όμως και στο περιβάλλον του πολιτισμού της υπαίθρου η προσοχή κατευθύνθηκε μονάχα σε μερικές μορφές του, αυτές που βεβαίωναν την υποθετική ομοιογένειά του. Με αυτόν τον τρόπο παραμελήθηκαν οι άλλες παραδόσεις που εξελίσσονταν στο χώρο του αυτού πολιτισμού, που προπαρασκευάζονται στον πυρήνα του πολιτισμικού δυισμού της σημαίνουσας διαφοροποίησης, μεταξύ υποδεέστερου και ανώτερου πολιτισμού στο πλαίσιο της υπαίθρου, ή σχετίζονται με την μορφοποίηση υποκουλτουριάρικων συνόλων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις .
            Τον 19οαι., η Σχολή της Γερμανικής Λαογραφίας υπερίσχυε στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και ήταν το κύριο πρότυπο στην εξέλιξη της επιστημονικής λαογραφίας στην Ελλάδα. Η Λαογραφική Σχολή της Γερμανίας ήταν ο εξέχων αντιπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού. Ήταν μια δράση που δημιουργήθηκε προς τα τέλη του 18ου αι. και δέσποζε σε όλη την Ευρώπη, μέχρι το μέσον σχεδόν του 19ουαι. Ο Ρομαντισμός δίνει έμφαση ειδικά στο συναισθηματικό στοιχείο το οποίο προβάλλεται ως εναντίωση στον Διαφωτισμό. Μεσ΄την ατμόσφαιρα αυτή του ρομαντισμού δημιουργείται η γερμανική λαογραφία και προβάλλεται η έννοια του έθνους ως παράγοντας που σιγουρεύει την συνεκτικότητα και την πολιτική ευστάθεια του κράτους. Στα πλαίσια του έθνους που βασικά καθορίζεται σαν ομόγλωσσο κοινωνικό σύνολο, σχηματίζεται η αντίληψη μιας ιδιαίτερης καθολικής ταυτότητας. Ο Ρομαντισμός στήριξε την άποψη ότι το συναίσθημα της συνένταξης, είναι εκδήλωση μιας ιδιαίτερης αξίας που αποκλήθηκε «ψυχή του λαού», που συγκέντρωνε το νόημα καθενός έθνους και αποτελεί οντολογικό, υπερ-ιστορικό συστατικό. Μένει αναλλοίωτο δίχως να επηρεάζεται από τις μεταβολές που εκτυλίσσονται στο χώρο των κοινωνικών επαφών, της οικονομίας, της πολιτικής κλπ. Αυτό το μεταφυσικό νόημα, έτσι όπως παρατέθηκε, είναι η διαυγής και αμετάβλητη στο διάβα των εποχών πτυχή καθενός λαού-έθνους και λογίστηκε ότι είναι δυνατόν να επισημανθεί μονάχα μέσα από τις δραστηριότητές του . Επιπλέον με τις θεωρήσεις της περιόδου αυτής, το περιβάλλον της υπαίθρου και ο πολιτισμός της, είναι ο ενδεδειγμένος χώρος ανεύρεσής τους. Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται η λαογραφική επιστήμη, που ενδείκνυται ως κύριο βοήθημα του γερμανικού ρομαντικού κινήματος, με σκοπό την εθνική αυτεπίγνωση και αυτογνωσία των Γερμανών. Θα αναζητήσει η λαογραφία στα ήθη, έθιμα και στις ενέργειες του κόσμου της υπαίθρου, τη διαυγή και αμετάβλητη έννοια που ξεχωρίζει το καθένα έθνος και το διακρίνει από τα άλλα. Η λαογραφία στη Γερμανία είχε θέση εθνικής επιστήμης και κλήθηκε να πάρει ενεργό μέρος στη βοήθεια της διακυβέρνησης, εναρμονίζοντάς την με το γερμανικό συναίσθημα και να διευθετήσει την αυτεπίγνωση του λαού, ώστε να είναι ικανός να δεχτεί μια τακτική ως εθνική. Αρμοδιότητα της λαογραφίας ήταν η επιβεβλημένη ανάπτυξη και γαλούχηση του έθνους, δηλαδή η καθυπόταξή του .
Στη Μεγάλη Βρετανία και στην Γαλλία κάτω από την επίδραση πλέον του Διαφωτισμού, η εξέλιξη προέτρεψε σε ένα ασυνήθιστο πλησίασμα των γνωρισμάτων του εθιμικού πολιτισμού. Η θεωρία της υπόθεσης της εξέλιξης, αποτελεί ένταξη στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και στην έρευνα της θεωρίας του Δαρβίνου, για την εξελικτική πορεία των ειδών. Λόγω της θεωρίας της σκέψης της ανάπτυξης, κρίθηκε απ΄τούς πληθυσμούς της Ευρώπης του 19ουαι., ότι κατέχουν το ανώτερο επίπεδο πολιτισμού, διαφέροντας από τους πρωτόγονους λαούς, που εκφράστηκε ότι υπάρχουν σε μια πρότερη κλίμακα πολιτισμού. Υπό την έννοια αυτών των σκέψεων έβαλαν τους πολιτισμούς σε μια κλιμακωτή τοποθέτηση, δηλαδή από τους χαμηλότερους στους υψηλοτέρους, τοποθετώντας στην υψηλότερη βαθμίδα τον δυτικό πολιτισμό. Η άποψη αυτή χρωμάτισε την επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας στο ξεκίνημά της, όπως και σε μεγάλο μέρος άσκησε επιρροή και στις λαογραφικές σπουδές. Σε τούτο συνέβαλε η θεωρία του Άγγλου E.Tylor σε σχέση με τις όψεις του πολιτισμού που αποτελούν επιβιώματα προηγούμενων φάσεων ανάπτυξης .Τα επιβιώματα αυτά εκδηλώνονται στις χαμηλότερες κοινωνικές βαθμίδες του περιβάλλοντος του κόσμου της υπαίθρου, λόγω της συνήθειας. Μπορούν να ερευνηθούν αν μπουν στο χαμηλότερο επίπεδο του πολιτισμού, εκεί που αναλογούν αντί του υψηλότερου επιπέδου που υπάρχουν. Σκοπός είναι η ανεύρεση των νόμων που ρυθμίζουν την παγκόσμια πορεία και που θα επιτρέψουν στους λαούς να ανέλθουν στο υψηλότερο στάδιο πολιτισμού που ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Γερμανική Λαογραφική Σχολή ήταν πρότυπο της συγκρότησης της ελληνικής, χωρίς αυτή να είναι πιστό αντίγραφό της. Τα πρώτα χρόνια κινήθηκε στο πνεύμα του ρομαντισμού και του εθνοκεντρισμού ενσωματώνοντας ωστόσο στοιχεία και από άλλες θεωρίες με σημαντικότερη αυτή του Tylor. Η παραθετική τακτική που πρότεινε ο E.Tylor μεταχειρίστηκε από τον ιδρυτή της Ελληνικής Επιστημονικής Λαογραφίας Ν. Πολίτη. Τα επιβιώματα στα οποία οδήγησε την ελληνική λαογραφία, προκαλούσαν το ενδιαφέρον μόνο και μόνο για την ιστορική τους προέλευση και ιδιαίτερα από την ελληνική αρχαιότητα . Η ελληνική λαογραφία προσεγγίζει προς την γερμανική και στο ξεκίνημά της αποτέλεσε εθνική επιστήμη όπως και η γερμανική. Στο επίκεντρο της προσοχής της έβαλε το ελληνικό έθνος, για να φανεί η αγνή και διαυγής, αμετάβλητη και διαρκής του υπόσταση, γιατί αυτή λογίζονταν πως ανήκε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ήταν υποχρεωτική ανάγκη να προσκομισθούν αποδείξεις της αρχαιοελληνικής καταγωγής των νεοελλήνων σε μια περίοδο που οι θεωρίες του Fallmerayer το έθεταν υπό αίρεση εντόνως .
            Η τοποθέτηση που απαιτείτο να αποκρουστεί, ήταν ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν υφίστατο και ως επακόλουθο ότι ο νεοελληνικός δεν ήταν η συνέχειά του. Η συνεισφορά της λαογραφίας στην αναίρεση της άποψης αυτής σχετιζόταν στην επαλήθευση της αρχαιοελληνικής προέλευσης του νεοελληνικού πολιτισμού, του γνήσιου πολιτισμού των νεοελλήνων δηλαδή. Σαν παραδοσιακός λογίστηκε ο πολιτισμός του λαού της υπαίθρου. Κατά τις επικρατούσες απόψεις της περιόδου αυτής στο πλαίσιο της λαογραφίας, πιστευόταν ότι αυτός ο πολιτισμός επιβίωσε μονάχα στο περιβάλλον της υπαίθρου, γιατί δεν είχε παραποιηθεί από την επιρροή του μοντέρνου πολιτισμού που ευδοκιμούσε στις μεγαλουπόλεις . Έτσι οι παραδοσιακές αυτές δραστηριότητες τέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής μιας καινούργιας επιστήμης, που παρουσιάστηκε στον ελλαδικό χώρο προς τα τέλη του 19ουαι., με στόχο την εξακρίβωση και βεβαίωση της διάρκειας του ελληνικού πολιτισμού στο διάβα των χρόνων. Το έργο αυτό, αναλαμβάνει ο ιδρυτής της επιστημονικής λαογραφίας στην Ελλάδα Ν. Πολίτης. Ο ελληνικός παραδοσιακός πολιτισμός αποτελεί μία ενότητα επιβιωμάτων που είχαν προέλευση από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο στόχος της λαογραφίας ήταν εθνικός. Με την καταχώριση και την επιστημονική ενασχόληση των επιβιωμάτων αυτών, θα διακηρυχθεί η αρχαιοελληνική καταγωγή τους. Απεικονιστικά η ελληνική λαογραφία τάσσεται από τον Ν. Πολίτη πιο κοντά στο γερμανικό πρότυπο, μολονότι ο σκοπός της λαογραφίας για τον συγγραφέα δεν είναι παραδοσιακός πολιτισμός καθ΄ ολοκληρίαν, αλλά οι δραστηριότητές του. Κατά τις ιδέες της περιόδου στα τέλη του 19ουαι. και αρχές του 20ου, παραδοσιακές ήταν οι δραστηριότητες αυτές που η εξακρίβωσή της προέλευσής τους κατηύθυνε στην αρχαία Ελλάδα. Στην περίοδο του μεσοπολέμου στην όμοια σκέψη θα προχωρήσει και ο μαθητής του και συνεχιστής του έργου του Στίλπων Κυριακίδης, που θα ερμηνεύσει ως θέμα της λαογραφίας τον αυτό παραδοσιακό πολιτισμό, το νόημά του και όχι μερικές μονάχα δραστηριότητές του, που ως γνώμονα ταξινόμησής τους είχαν την όμοια προέλευση. Οι «εθνικές ψυχικές δυνάμεις» είναι αυτές που επικρατούν στον πολιτισμό των Ελλήνων αιωνίως.  Σύμφωνα με τον Στ. Κυριακίδη λαός-έθνος τοποθετούνται στο επίκεντρο της λαογραφικής προσοχής . Οι προσανατολισμοί που δίνει στη λαογραφία θα τον οδηγήσουν πιο κοντά στη γερμανική σχολή . Ομοίως θα πορευτεί και έτερος μαθητής του Ν. Πολίτη, ο Γ. Μέγας που υπέδειξε ένα πιο ολοκληρωμένο διαχωρισμό του λαογραφικού υλικού. Πρότεινε τον διαχωρισμό σε υλικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο και χρησιμοποίησε ως γνώμονα τις δραστηριότητες των εκφάνσεων του παραδοσιακού πολιτισμού .
Ο λαός της λαογραφίας μεταβλήθηκε       
            Η ελληνική ακαδημαϊκή λαογραφία δεν έχει απαλλαχθεί από τις ευθύνες των αοριστολογιών και ανακολουθιών με τις φανερές ή αδρανείς απόψεις της, που πρότασσε για τους έλληνες αγρότες, για την έρευνα του ιδεολογικού της θεμελίου, απόψεις που σχετίζονται ισχυρά με τις βασικές όψεις της λαογραφικής συλλογιστικής , όπως στην άποψη που αφορά στην αυτοτέλεια και ομοιογένεια, όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και κοινωνικά, που διακρίνει φαινομενικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Η άποψη αυτή επεκτείνεται από μία διαφορετική άποψη, που λογίζει τον Έλληνα της υπαίθρου θεσμοφύλακα της συνέχισης και της ύπαρξης του έθνους, υπόσταση συγχρόνως γενεαλογική (φυλή) και κοινωνιο-ιστορική. Η επιβεβαίωση της συνοχής και της αρραγούς συνέχισης, αποζητείται στο γλωσσικό πολιτισμικό αδιαίρετο, που φανερώνουν ταιριαστά, με την λαογραφική γνώμη, οι παραδοσιακές λαϊκές δραστηριότητες και που η καταγωγή τους οδηγεί στην αρχαιότητα. Παρά τη διάσπαση που πραγματοποιείται μεταξύ «ανώτερου» και «λαϊκού» πολιτισμού, δεν πραγματοποιείται ουδεμία διαφοροποίηση αφού ο λαός στην λαογραφία δεν είναι δυνατόν να χωρισθεί σε τάξεις . Μία ακόμη άποψη είναι ο εθνοκεντρισμός που προωθείται από «συγκριτικές» εθνογραφικές μελέτες μεταξύ του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και αυτού των έτερων βαλκανικών πληθυσμών. Εγκαθίσταται μια αξιολόγηση που στο ανώτατο σημείο της τίθεται ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, με απευθείας αποδέκτη του τον εθνικό νεοελληνικό πολιτισμό, μαρτυρώντας την μεγάλη νοητική ευφυία «την ευγένεια των αισθημάτων της ελληνικής ψυχής», προσόντα που διαφαίνονται συγκριτικά με τους γειτονικούς λαούς . Και παρόλες τις επιδοκιμασίες που εκφράζει ο λαογράφος για την «αιωνία ελληνική ψυχή», αυτή δεν είναι λυτρωμένη από την παραμυθοποιητική ωραιοποιητική τοποθέτηση του λαογραφικού αρχαϊσμού. Αφενός εγκωμιάζει την παραδοσιακή συμπεριφορά του κατοίκου της υπαίθρου και αφετέρου εξαγγέλλει πότε πότε τη χροιά επανόδου στη γνησιότητα του βίου και των συναισθημάτων αυτού, παρουσιάζοντας μια σφοδρή αποθυμιά αντίκρυ στο «ένδοξο παρελθόν» . Δίχως ιστορικότητα είναι και η λαογραφική εκδοχή της ιστορίας με το συνηθισμένο λαογραφικό μοντέλο του κλέφτη. Παρατηρώντας στην όψη του έναν διαφορετικό χαρακτήρα, μια ηρωική μορφή που ωθείται από τον πατριωτισμό που αφήνοντας την σκλαβωμένη από τον Τούρκο ζωή του παίρνει στα χέρια του την προσπάθεια της απελευθέρωση του έθνους. Το κατασκευασμένο αυτό μοντέλο τίθεται υπό αμφισβήτηση από ιστορικούς και ερευνητές, Έλληνες και ξένους .
            Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι έλληνες λαογράφοι, διέκριναν τις μεταβολές του λαϊκού πολιτισμού, που ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών μεταβολών. Ο λαός της υπαίθρου είχε μετακομίσει στις μεγαλουπόλεις, όπου οι καταστάσεις ήταν διαφοροποιημένες. Οι Λουκάτος, Μερακλής και η Άλκη Κυριακίδου Νέστωρος, το επεσήμαναν. Μνημόνευσαν τις μεταλλαγές, ερεύνησαν τις καινούργιες πολιτισμικές ενέργειες, πλην όμως δεν διευθέτησαν ζητήματα λεξιλογικά. Στην ελληνική γλώσσα βρίσκεται μία κοινή έκφραση σε χρήση και για τον πολιτισμό της υπαίθρου και για της πόλης (λαϊκός πολιτισμός). Διαιρούν την περιοχή της λαογραφίας (αστική- κοινωνική) δίχως να ξεχωρίζουν την παράθεση στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός συνεχίζει να ονομάζεται λαϊκός και ας προσχωρούν σε τούτον αγαθά της βιομηχανίας και της μαζικής κουλτούρας . Ο Μερακλής μιλά για έναν νέο τύπο λαϊκού πολιτισμού, αντιμετωπίζοντας τη δυσκολία χαρακτηρισμού του στην ελληνική γλώσσα, αναφερόμενος σε εισαγωγικά για λαϊκό (folk) και λαϊκό (popular) δίχως εισαγωγικά, αποσαφηνίζοντας τον πολιτισμό της καινούργιας τεχνολογίας γέννημα μιας δημιουργικότητας που εγκρίνεται από ονομαστούς δημιουργούς. Η αξία αυτή αποδέχεται απ΄ τον χρήστη όταν διενεργείται με τρόπο ομαδικό. Με αυτή την ενέργεια ο Μερακλής αναδείχνει μια καινούργια λαϊκότητα που εκπορεύεται από την ομαδικότητα . Οι έλληνες λαογράφοι πλην ελαχίστων δεν ακολούθησαν την δημιουργία του καινούργιου πολιτισμού . Ο Puchner αντιλαμβάνεται ότι αφού ο παραδοσιακός πολιτισμός της λαογραφίας δεν υφίσταται πλέον, διανοίγονται άλλοι ορίζοντες για να καταστεί η λαογραφία ένας τύπος ιστορικής επιστήμης, που διαχειρίζεται αρχαιολογικές και ιστορικές φόρμες και να στραφεί προς την έρευνα του μοντέρνου πολιτισμού στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και την άρνηση προς αυτήν . Ο λαός της λαογραφίας μεταβλήθηκε και η λαογραφία δεν ασχολείται πια μονάχα με τον λαό της υπαίθρου. Επικεντρώνει την προσοχή της σε διαφορετικά σύνολα, προσδιορίζοντας τη συλλογικότητα σε κύριο κριτήριο των αποφάσεών της. Έπειτα ο λαός αυτός, δεν διαβιεί σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των πόλεων. Ομοίως μεταβλήθηκε και ο λαϊκός πολιτισμός. Οι αναβιώσεις και η αναθεώρηση του παραδοσιακού πολιτισμού σε καινούργιους χώρους συνθήκης και η χρησιμοποίησή του από κατοίκους των μεγαλουπόλεων, δεν κατοχυρώνουν τον χαρακτηρισμό τους ως γνήσιων διαδόχων του λαϊκού (folk) πολιτισμού .Ο λαϊκός πολιτισμός ζει, αλλά όσο βρίσκονται άνθρωποι που διαφέρουν μεταξύ τους δεν είναι δυνατόν να ομοιάζουν. Όποια ενέργεια για ομοιομορφία θέτει σε ενέργεια την διαδικασία της διαφοροποίησης. Η λαϊκότητα εξωτερικεύεται πια στη διεργασία της χρησιμοποίησης. Δεν είναι το δημιούργημα που ερμηνεύει τη λαϊκότητα. Τα μοντέρνα πολιτιστικά αγαθά κατασκευάζονται από την βιομηχανία και γι΄αυτό, δεν αντιπροσωπεύουν τη λαϊκότητα, που αυτή έχει εξάρτηση σε ένα μέγεθος όπου αυτά τα αγαθά καθίστανται μετρητές συλλογικότητας των σημερινών ατόμων .
     Οι  πολιτιστικές ταυτότητες κατά την όψιμη νεοτερικότητα διαμορφώνονται και αλλοιώνονται από τις μεθόδους της παγκοσμιοποίησης. Ο εθνικός πολιτισμός είναι μια καθαρά καινούργια δημιουργία. Η αφοσίωση και η εξομοίωση του που σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες χρεώνονται σε φυλή, λαό, θρησκεία και τόπο, οδηγήθηκαν βαθμηδόν στις δυτικές κοινωνίες να μεταφέρονται στον εθνικό πολιτισμό. Οι τοπικές και φυλετικές ανομοιότητες βαθμηδόν προσχώρησαν κάτω από αυτό που ο Γκέλνερ ονομάζει «πολιτική σκέψη» του έθνους-κράτους που αυτό με την ίδια πορεία έγινε ένας δραστικός τόπος εννοιών για τις μοντέρνες πολιτιστικές ταυτότητες. Αυτός ο πολιτισμός δεν αποτελείται μονάχα από πολιτιστικούς θεσμούς αλλά και από συμβολισμούς και απεικονίσεις. Ο εθνικός πολιτισμός λειτουργεί ως λόγος. Είναι ένα σύστημα συγκρότησης νοημάτων που ασκεί επιρροή και διαμορφώνει τις δραστηριότητές μας, καθώς  και την προσωπική μας αντίληψη για εμάς τους ίδιους .
Όσον αφορά τώρα το αύριο της λαογραφίας αυτό εξαρτάται από την ικανότητά της να ισχυροποιήσει της επαφές της με θεωρητικές και τακτικιστικές μεθόδους και επειδή διήλθε μια μακρά εποχή συγκινησιακής εξομοίωσης με το ζητούμενό της, είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός ως ένα ωφέλιμο βοήθημα για την αποστασιοποίησή της από την εξομοίωση με τα μελετήματά της, παρέχοντας τοιουτοτρόπως την ευκαιρία του διαχωρισμού της. Ο λαογράφος δεν είναι σωστό να εξομοιώνεται με το θέμα της αναζήτησής του. Δια μέσου του συλλογισμού θα μπορέσει να αποκτήσει τον απεγκλιματισμό του .
Συμπεράσματα
            Η ελληνική ακαδημαϊκή λαογραφία δεν έχει απαλλαχθεί από τις ευθύνες των αοριστολογιών και ανακολουθιών με τις φανερές ή αδρανείς απόψεις της, που πρότασσε για τους έλληνες αγρότες, για την έρευνα του ιδεολογικού της θεμελίου, απόψεις που σχετίζονται ισχυρά με τις βασικές όψεις της λαογραφικής συλλογιστικής  όπως στην άποψη που αφορά στην αυτοτέλεια και ομοιομορφία, όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και κοινωνικά, που διακρίνει φαινομενικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Ο παραδοσιακός πολιτισμός της λαογραφίας δεν υφίσταται πλέον, διανοίγονται άλλοι ορίζοντες για να καταστεί η λαογραφία ένας τύπος ιστορικής επιστήμης, που διαχειρίζεται αρχαιολογικές και ιστορικές φόρμες και να στραφεί προς την έρευνα του μοντέρνου πολιτισμού στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και την άρνηση προς αυτήν. Και επειδή διήλθε η Λαογραφία από μια μακρά εποχή συγκινησιακής εξομοίωσης με το ζητούμενό της, είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός, ως ένα ωφέλιμο βοήθημα για την αποστασιοποίησή της από την εξομοίωση με τα μελετήματά της, παρέχοντας τοιουτοτρόπως την ευκαιρία του διαχωρισμού της.

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

Βιβλιογραφία


·         Hall, Stuart. «Οι Εθνικοί Πολιτισμοί ως Φαντασιακές Κοινότητες». Στο Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew, Η Νεοτερικότητα Σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία. Πολιτική, Πολιτισμός. Σαββάλας, 2003.
·         Αυδίκος Ευάγγελος., «Από το λαϊκό (folk) …  στο λαϊκό (popular): η λαογραφία στο σταυροδρόμι μιας νέας εποχής». Στο Εισαγωγή στις Σπουδές του Λαϊκού Πολιτισμού. Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες. Κριτική, 2009.
·         Δαμιανάκος, Στάθης. Ακαδημαϊκή Λαογραφία και Αγροτική Κοινωνία. Στο Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Πλέθρον, 1987.
·         Τζάκης Δ., «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας». Στο Αικατερινίδης Γ., Αλεξάκης Ε., Γιατράκου Μ.Ε., Θανόπουλος Γ., Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Τζάκης Δ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι Α΄. ΕΑΠ, Πάτρα,2002.

**Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.