Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η Γενιά του 30, Γιάννης Τσαρούχης




 Γιάννης Τσαρούχης

Η συνάντηση με τη «Μέδουσα»
Οι ιστορικές καταστάσεις του μεσοπολέμου αλλά βασικά τα επακόλουθα της Μικρασιατικής καταστροφής ,η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, οι επιπτώσεις στην οικονομία και η πολιτική ρευστότητα, οδήγησαν στην ανάγκη μιας εθνικής αποσαφήνισης με αλλαγή στροφής προς την παράδοση, όπως ακριβώς χαρακτήριζε την τέχνη του μεσοπολέμου και στην Ευρώπη . Το πρώτο μισό του 20ουαι., η ζωγραφική στην Ελλάδα συνδέθηκε με «αντιακαδημαικές» μορφές τέχνης που καθιέρωσε ο μοντερνισμός, που ήταν ένα άθροισμα ρευμάτων και που ήρθαν σε διάσπαση με την μορφή, αλλά κυρίως με τους «αισθητικούς νόμους» και τη διδασκαλία των σχολών καλών τεχνών, αρχικά με την τοπιογραφία και μετά με την ανθρώπινη μορφή. Οι περισσότεροι έλληνες καλλιτέχνες δεν υιοθέτησαν τον συνεπή μοντερνισμό, αλλά τονίζοντας εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το έργο τους εθνικά αντιληπτό, συνδέοντας την ελληνική τέχνη από την αρχαιότητα έως τον σημερινό παραδοσιακό πολιτισμό, τάση η οποία χαρακτηρίζεται ως ελληνοκεντρικός μοντερνισμός. Μέσα σ΄αυτή την ατμόσφαιρα οδηγούνται πίσω, στις ρίζες, στην επανασύνδεση με το βυζαντινό παρελθόν (τέχνη Κόντογλου), αλλά και με την νεοελληνική λαϊκή παράδοση (τέχνη Θεόφιλου) .
Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους και από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του 1930. Το έργο του μοιράζεται χρονικά σε δύο περιόδους, την προπολεμική που ταυτίζεται με τα ερωτηματικά της γενιάς του και την μεταπολεμική περίοδο προς ένα λιγότερο εθνοκεντρικό πλαίσιο αναφοράς, με την αναζήτηση έμπνευσης στη δυτική τέχνη. Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Τα παιδικά και εφηβικά του βιώματα θα στιγματίσουν αργότερα τη τέχνη του. Γεννήθηκε σε ένα νεοκλασικό σπίτι του Πειραιά, από οικογένεια που ακολουθούσε τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Οι εικόνες που έζησε  τον καθόρισαν, τα νεοκλασικά κτίρια με τα αγάλματα και τα αετώματα, τα ταβάνια σε στυλ Ροκοκό, τα ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου, το περιβάλλον που τον φιλοξένησε από το 1920 εως το 1925 στο μέγαρο της θείας του, όπου και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες, πολιτικούς, πρέσβεις κ.ά., αλλά και η γνωριμία του με έναν άλλο κόσμο, όταν θα εγκατασταθεί στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1925, σε γειτονιές με λαϊκούς τύπους και οίκους ανοχής. Εκεί διαπιστώνει την κοινωνική διαφοροποίηση από τις συνθήκες τις οποίες αυτός ζει. Αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν δύο τρόποι να ζωγραφίζεις, δύο να ντύνονται οι άνθρωποι και να φέρονται, δύο κόσμοι, η Δύση και η Ανατολή . Το 1928 εγγράφεται στην Σχολή Καλών Τεχνών, μαθητής των Σ. Βικάτου, Γ. Ιακωβίδη Κ. Παρθένη κ.ά., αλλά και πέραν της σχολής  θα μυηθεί δίπλα στον Φ. Κόντογλου στην τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας, την νωπογραφία, αν και τα πρώτα του ερεθίσματα τα δέχθηκε το 1919, μετά από επίσκεψη στη Μονή Δαφνίου, όπου είδε τα μωσαϊκά, αντιλαμβανόμενος ότι υπήρχε μια ζωγραφική μακριά από το «φυσικό…». Αυτό θα τον απασχολούσε σε όλη του τη ζωή . Θα γνωρίσει καλά όλα τα ρεύματα και όλες τις εποχές της δυτικής τέχνης. Στα έργα του διαφαίνονται επιρροές από τον Πολύγνωτο, τα ελληνιστικά ψηφιδωτά, το Βυζάντιο, τον λαϊκό πολιτισμό, μέχρι την Αναγέννηση, το Μπαρόκ και το φοβισμό. Θα εργασθεί στο θέατρο στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία που ήταν στενά συνδεδεμένες με την ζωγραφική. Θα επηρεαστεί από το θέατρο σκιών και τον Καραγκιόζη, την λαϊκή τέχνη και τον Θεόφιλο. Έπειτα, θα αναζητήσει ιδέες από την ελληνιστική ζωγραφική, τα ψηφιδωτά, τα Φαγιούμ και τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Η γνωριμία του με τον ζωγράφο Δ. Διαμαντόπουλο θα τον φέρει σε επαφή με τις αρχές του μοντερνισμού και τον H. Matisse. Ο Τσαρούχης όπως και ο Matisse πιστεύουν στην εκφραστική δύναμη των χρωμάτων. Επιχείρησε να συνενώσει την παράδοση με τον μοντερνισμό, την ζωγραφική του Matisse και την τέχνη του θεάτρου Σκιών, επισημαίνοντας μορφολογικές συγγένειες ανατολίτικης καταγωγής. Οι αναζητήσεις του είναι, να ενσωματώσει το νεοκλασικό στο αρχαίο κλασικό ιδεώδες όπως η Αναγέννηση και το Μπαρόκ το κατέστησαν, αλλά έχει και την διάθεση να εκδηλώσει τις αντιρρήσεις του και να αμφισβητήσει αυτά που θεωρεί ιδανικά. Ο Τσαρούχης ήταν ένας ερευνητής. Πειραματίζεται, δανείζεται από τους σύγχρονους ζωγράφους Έλληνες και ξένους. Οι πειραματισμοί του θα κρατήσουν από το 1931 ως το 1968. Θα επιστρέψει στον κλασικισμό όπου θα βρει βοηθό τον δάσκαλό του Παρθένη. Το αντάμωμά  του με τον Matisse επηρέασε την ζωγραφική του, όπως και η επαφή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά με τη « Μέδουσα», ένα έργο ακαδημαϊκό. Τότε θα καταλάβει ότι η τέχνη που ακόμα μας προσδιορίζει, είναι η ελληνιστική και πως η ανατολίτικη και δυτική τέχνη στο μεγαλύτερο μέρος είναι εναρμονισμένες σ΄αυτή την παράδοση. Στη θεματογραφία του, βάζει τα «νεοκλασικά σπίτια», τα καφενεία που ήταν σημαντικοί χώροι συζητήσεων με κοινωνικοπολιτικό συμβολισμό, στα οποία οργανώνει τη σύνθεση του χώρου με τις ανθρώπινες μορφές και τα αντικείμενα, όμοια με σκηνικό, τα αστικά τοπία, τις πλατείες και τις ανδρικές φιγούρες που κυριαρχούν στα έργα του, εξιδανικεύοντας το λαϊκό στοιχείο του νεοέλληνα με ελάχιστη παρουσία γυναικών. Η τέχνη του χαρακτηρίζεται ανθρωποκεντρική. Ο Τσαρούχης ανήκει στους μυστικιστές, πιστεύοντας ταυτόχρονα στη Δύση, στον ορθολογισμό.
Την δεκαετία του 30, στα έργα του Τσαρούχη η ανθρώπινη μορφή καταλαμβάνει όλο το κάδρο. Ο ζωγραφικός πίνακα, με τίτλο «ο Σκεπτόμενος,1936» παρουσιάζει άνδρα καθισμένο σε καρέκλα με το δεξί χέρι ακουμπισμένο στο γόνατο, ενώ με το αριστερό να στηρίζει το πηγούνι. Δίπλα του έχει μια ψιλή βάση και πάνω σ΄αυτή βάζο με λουλούδια. Στον τοίχο διακρίνεται παράθυρο και στο πάτωμα φαίνεται πλακάκι με σχέδιο μαίανδρο. Στο έργο παρατηρείται κάποια σχηματοποίηση με εναλλαγή ψυχρών και θερμών χρωμάτων, η απόδοση είναι επίπεδη και η μορφή δεν έχει σωστή σχέση με το χώρο διότι είναι μεγαλύτερη αρκετά από αυτόν. Η κλίμακα της μορφής δεν είναι αντίστοιχη με την κλίμακα του περιβάλλοντός του, με αποτέλεσμα τα αλλά στοιχεία της σύνθεσης να περνούν μπροστά λόγω έλλειψης προοπτικής. Το φως δεν προέρχεται από μια συγκεκριμένη πηγή, στοιχείο που συναντάται στην βυζαντινή τεχνοτροπία, αγιογραφία. Τόσο η μορφή όσο και τα αντικείμενα είναι αντιρεαλιστικά. Τα περιγράμματα είναι σκληρά και τονίζονται δυνατά. Το χρώμα περνά στον τοίχο. Το μαύρο γράψιμο στον δεξί ωμό δεν ορίζει αλλά τον καλύπτει, δίνοντας την αίσθηση του όγκου και οι διαφορετικοί τόνοι του μπλε στο κοστούμι δίνουν πλαστικότητα. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί είναι κόκκινο, κίτρινο, μπλε, άσπρο, μαύρο, η ώχρα που φαίνεται είναι τα αχρωμάτιστα κενά που αφήνει στο χαρτί του . Τα έργα του Τσαρούχη μέχρι το 1950 χαρακτηρίζονται «από τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό». Η παραμόρφωση που παρατηρείται στο μεγάλο χέρι της ανδρικής φιγούρας απαντάται στα έργα των Picasso και Matisse όπως και στον γερμανικό εξπρεσιονισμό όσο και στις φιγούρες του Θεόφιλου και του Καραγκιόζη. Αποδίδει τη φιγούρα του μνημειακά, απουσιάζει το πλάσιμο του φωτός και της σκιάς όπως και οι λεπτομέρειες που θα δείξουν τα δικά του χαρακτηριστικά. Η σύνδεσή του εδώ με το φοβισμό είναι φανερή με τις ομοιότητες των πορτρέτων Matisse «Πορτραίτο με τη πράσινη γραμμή,1905» και Derain, αλλά και με τις αρχές της μετωπικότητας και στην κατασκευή «τύπων» βάζοντας στοιχεία της λαϊκής τέχνης . Αποτυπώνεται αμυδρά ο περιβάλλων χώρος, ενώ η τρίτη διάσταση αποδίδεται προοπτικά με το τριγωνικό σχήμα της βάσης του ανθοδοχείου. Η ονομασία του έργου «Σκεπτόμενος», δόθηκε ειρωνικά «έχει ένα αντίθετο αίσθημα από τον Σκεπτόμενο του Rodin που ανήκει σε έναν άλλο κόσμο» . Στο Σκεπτόμενο του A.Rodin, παρουσιάζεται ο Δάντης ενώ συλλαμβάνει ιδέες για την «Θεία κωμωδία». Ο Τσαρούχης αφηγείται ότι στο συγκεκριμένο έργο αντιλήφθηκε τόσο τους συμφωνούντες όσο και τους διαφωνούντες με αυτήν τη τεχνοτροπία και ότι άργησε να καταλάβει ότι δεν ήταν δυνατή η συνένωση των δύο τεχνοτροπιών, του σχεδίου με το κιαροσκούρο και από την άλλη, την ανατολίτικη οπτική με την ποιότητα των χρωματικών επιπέδων. Ο ίδιος αιτιολογεί την δημιουργία του έργου αυτού ως εναντίωση προς τις ακαδημαϊκές του αναζητήσεις και την παράδοση.

Σπουδές εκ του «φυσικού».
Ο Τσαρούχης από το 1967 εως το 1983 εγκαθίσταται στο Παρίσι και το έργο του επηρεάζεται από τη Γαλλική και Ολλανδική ζωγραφική του 17ου και 19ου αι., από τους ζωγράφους M. Caravaggio, N. Pussin και J.Vermeer. Η ζωγραφική του τώρα είναι φυσιοκρατική, αποδίδει το χώρο προοπτικό και τρισδιάστατο και οι χρωματικοί του τόνοι ακριβής μίμηση της πραγματικότητας. Στόχος του είναι πια προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τη ζωγραφική του, να στραφεί στην «αληθινή τέχνη» του παρελθόντος. Οι χρωματικές του κλίμακες είναι λιτές, δεν αποδίδει την τονική φωτοσκίαση αλλά αυτό πραγματοποιείται περνώντας απ΄τα σκούρα χρώματα στα ανοιχτά, δηλαδή με την ίδια τεχνική των Φαγιούμ, της βυζαντινής τέχνης και αγιογραφίας (προπλασμός-γλυκασμός-σάρκα-ψημιθιές) .
Ο Τσαρούχης εγκαταλείπει τον κλειστό χώρο και μέσα από τις αναμνήσεις του θα ζωγραφίσει φανταστικά τοπία, νεοκλασικά σπίτια στην παραλία, κήπους σπιτιών, μικρά βράχια δίπλα στη θάλασσα, αλλά και άνδρες ξαπλωμένους πάνω σαυτά, φωτιές, καπνούς, φουγάρα, λιμάνι-ακτογραμμή. Στα νεοκλασικά σπίτια που ζωγραφίζει παρατηρούνται αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες στις όψεις τους. Οι δύο αποδόσεις του Αθηναϊκού καφενείου «ΝΕΟΝ», είναι περιγραφικές με φανερή τη γεωμετρική καθαρότητα των σχημάτων, την ακρίβεια του σχεδίου, την συνθετική ισορροπία, τις χαμηλές τονικές κλίμακες και τις εναλλαγές φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών δίνοντας μια ποιητική αίσθηση. Είναι τα πρώτα κτίρια που ζωγραφίζει σε «νεοκλασικό» ύφος εκφράζοντας την αγάπη του προς τον νεοκλασικισμό. Ο Πειραιάς τον καθόρισε, τον στιγμάτισε, τον σμίλεψε. Θα ερμηνεύσει τον Πειραιά στη τέλεια μορφή του με ομοιότητες από την πόλη-λιμάνι του C.Lorrain, ζωγράφου που θαύμαζε πολύ, αλλά με κάποιες διαφοροποιήσεις. Τον βράχο ο Τσαρούχης τον θεωρεί κυρίαρχο στοιχείο του Ελληνικού τοπίου, γιαυτό τον επαναλαμβάνει στα έργα του. Αντικαθιστά τα κλασικά κατάλοιπα του Lorrain με τα νεοκλασικά σπίτια, βάζει στο έργο του τους λαϊκούς νέους, φουρούσια και ακροκέραμα. Η ζωγραφική του είναι συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική. Ο Τσαρούχης δεν ζωγραφίζει μόνο την επίσημη και επώνυμη νεοκλασική αρχιτεκτονική αλλά και τη λαϊκή. Ο κλασικισμός επικράτησε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ως εθνική αρχιτεκτονική τον 19ο αι. Τα μνημεία της αρχαιότητας χρησιμοποιήθηκαν ως αξεπέραστα πρότυπα. Τη χρήση αυτών τη συναντάμε τόσο στα νεοκλασικά σπίτια, όσο και στα λαϊκά όπως για παράδειγμα στον Κεραμικό με τα πήλινα αγάλματα των Καρυάτιδων όπως έχει αποδοθεί χαρακτηριστικά από τον Γιάννη Τσαρούχη καθώς και στα νεοκλασικά σπίτια της Πλάκας, που όμως παρουσιάζεται απομίμηση των αστικών σπιτιών στην πρόσοψή τους, αν και σε τέτοιου είδους κατασκευές δεν υπάρχει έντονη κλασικιστική επίδραση, αλλά πολλά περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία. Ο νεοκλασικισμός εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ήταν μια στυλιζαρισμένη αρχιτεκτονική για να αρμόζει στις καταστάσεις του τόπου, στις οικονομικές αξιώσεις του οιουδήποτε, ένας «λαϊκός» νεοκλασικισμός. Σε όλα τα σπίτια εκείνης της περιόδου υπήρχαν σκαλοπάτια και βάσεις κτιρίων από μάρμαρο, «φουρούσια», «πορτοσιές», αλλά το χαρακτηριστικότερο όλων των αθηναϊκών σπιτιών και των πιο ταπεινών, ήταν οι ανθεμωτοί πήλινοι ακροκέραμοι στην πρόσοψή τους.
Περιγραφή του έργου "ο δρόμος κοντά στο Τελωνείο του Πειραιά".
Στο έργο του «ο δρόμος κοντά στο Τελωνείο του Πειραιά,1975», φαίνεται καθαρά η δυτικότροπη επίδραση που έχει δεχθεί την περίοδο αυτή από την Αναγέννηση και την Γαλλική σχολή. Το φως που χρησιμοποιεί είναι διάφανο όπως στα έργα του Lorrain. Παρατηρώντας τον πίνακα αυτό διακρίνουμε στα δεξιά το κτίριο του τελωνείου του Πειραιά, στο βάθος ένα καμπαναριό, την ακτογραμμή και καπνούς από πλοία. Απέναντι τυπικά νεοκλασικά σπίτια, αλλά και ταπεινά προς το βάθος. Η μελέτη είναι εκ του «φυσικού», αποδίδεται ο χώρος με προοπτική, έχει φυσικό φως, ακριβή μίμηση των χρωματικών τόνων, η απεικόνιση του έργου είναι τρισδιάστατη, τα κτίρια έχουν αποδοθεί κι αυτά με προοπτική και με λεπτομέρειες αρχιτεκτονικές, έχοντας ήπιες τονικές κλίμακες, σωστές αναλογίες, αρμονία χρωμάτων, φωτοσκίαση, ακρίβεια σχεδίου και γεωμετρική καθαρότητα σχημάτων. Η χρωματική παλέτα του πίνακα αποτελείται από τα κίτρινα, τα καφέ, τις ώχρες και θερμό ροζ .
Η καταστροφή του αστικού τοπίου.
Η εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 στην Ελλάδα και η εσωτερική μετανάστευση, θα έχουν ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση των παλαιών κτιρίων, για την καλύτερη αξιοποίηση του χώρου με την αντιπαροχή και για τους ενοίκους η πιο προσιτή λύση στέγασης θα γίνει η κλασικιστική πολυκατοικία . Τόσο στο κέντρο της πρωτεύουσας όσο και στις γειτονιές της, ο μοντερνισμός εισέβαλλε δυναμικά με την ανέγερση των πολυκατοικιών. Το «μοντέρνο κίνημα» υποθετικά ήταν η αντιπαράθεση με το παρελθόν και την ιστορία της Ελλάδας .Η καινούργια αρχιτεκτονική ήταν πιο επωφελής οικονομικά, ανταποκρινόταν στις σύγχρονες ανάγκες εκμετάλλευσης χώρου απλουστεύοντας τη κατασκευή και καταργώντας ειδικότητες που κόστιζαν .Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 από κάθε μεριά της Ελλάδας εισρέει μεγάλος αριθμός ανθρώπων για να εγκατασταθεί στην Αθήνα μετά από τις συνέπειες της κατοχής και του εμφυλίου. Οι ασθενέστεροι οικονομικά κατοικούσαν σε άθλιες συνθήκες μέσα σε δωμάτια μονοκατοικιών ή διπλοκατοικιών που είχαν μετατραπεί σε «πολυκατοικίες» με κοινή κουζίνα και τουαλέτα . Η μεταπολεμική αρχιτεκτονική που θα εφαρμοσθεί, δεν θα είναι κοστοβώρα όπως των νεοκλασικών κτιρίων, ούτε θα είναι οι κατασκευές, σπίτια «κουτιά» του 1930 ,αλλά θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης κοινωνίας και θα υπάρξουν ωφέλειες κατασκευαστικές και οικονομικές με το μπετόν .
Η ανεξέλεγκτη εμφάνιση της πολυκατοικίας κατέστρεψε το αστικό τοπίο του 19ου και αρχών του 20ού αι. Το προσωπικό συμφέρον υπερίσχυσε έναντι άλλων αξιών υποκινούμενο από την αντιπαροχή. Από το κράτος δεν ελήφθησαν μέτρα ικανά για να μην χαθεί ο ιστορικός χαρακτήρας της Αθήνας . Από το 1958-1966 θα αφανισθεί σχεδόν το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας με την επέκταση της πολυκατοικίας. Πέραν της αυθαίρετης και καταστρεπτικής ανάπτυξης, όπως και της χαμηλής ποιότητας του αρχιτεκτονικού της μοντερνισμού, είναι και ο τελικός αφανισμός του αστικού ύφους αλλά και της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της Αθήνας .
Ο Τσαρούχης στρέφεται με σφοδρότητα εναντίον εκείνων που επέτρεψαν την καταστροφή του τοπίου των Αθηνών, μίλησε για επαίσχυντες κομπίνες της άρχουσας τάξης της οδού Β. Σοφίας, που γκρέμισαν τα καλαίσθητα σπίτια για να αναγείρουν αυτά που στο ζωγράφο φαίνονταν ως λαϊκές πολυκατοικίες των απόκληρων .Όταν πραγματοποιείται η κατεδάφιση των αγαπημένων του νεοκλασικών κτιρίων στην Αθήνα και στον Πειραιά, βάζει στα έργα του την νοσταλγία και τη γλυκύτητα, εκφράζεται μέσα από μικρό αριθμό χρωμάτων και χαμηλούς τόνους (ώχρα, λαδί, σέπια, θαλασσί) . Τα «Νεοκλασικά» κτίρια και «Καφενεία» της περιόδου 1950-60 μπορούν να εκληφθούν σαν προσωπική διαμαρτυρία .
 Συμπεράσματα
Ο Τσαρούχης επιχείρησε να συνενώσει την παράδοση με τον μοντερνισμό επισημαίνοντας μορφολογικές συγγένειες.
Αργότερα κατάλαβε ότι η τέχνη που μας προσδιορίζει είναι η ελληνιστική και πως η δυτική και η ανατολική είναι εναρμονισμένες στο μεγαλύτερο μέρος τους σ΄αυτή τη παράδοση και πως η συνένωση αυτών των δύο, του σχεδίου με το κιαροσκούρο και από την άλλη, η ανατολική οπτική με την ποιότητα των χρωματικών επίπεδων, δεν ήταν δυνατή.
Η ανεξέλεγκτη εμφάνιση της πολυκατοικίας κατέστρεψε το αστικό τοπίο του 19ου και των αρχών του 20ού αι., αφάνισε σχεδόν το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, συντελώντας όμως  στην εξασφάλιση βασικών ανέσεων στο μεγαλύτερο μέρος του αστικού πληθυσμού.-

Η Συγγραφέας
Αικατερίνη Π. Παπαφλωράτου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δασκαλοθανάσης Ν., Τέχνες Ι: «Αρχές και αξίες της νεότερης ελληνικής τέχνης», στο Ν. Δασκαλοθανάσης &, Α. Κωτίδης, Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Τόμος Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000.
Μπόλης Γ., Γιάννης Τσαρούχης. Ο Αισθησιακός.  Τα Νέα, Αθήνα, 2009.
Λουκάκη Α., «Πειραιάς: Ιδανική εκδοχή του Αστικού Τοπίου στη Ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη», στα Πρακτικά του Συνεδρίου Πειραιάς: Ιστορία και πολιτισμός του Πανεπιστημίου Πειραιά, επιμ.Θ. Καλαφάτης , Επτάλοφος, Αθήνα, 2009.
Τουρσούνογλου Γ., 2010. «Από το Νεοκλασικισμό στην Πολυκατοικία», Αρχαιολογία, τ.115.
Τσαρούχης Γ., Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Άγρας, Αθήνα, 2000.
Φλώρου Ει., Γιάννης Τσαρούχης. Η Ζωγραφική και η Εποχή του, Λιβάνης, Αθήνα, 1999.
Φιλιππίδης Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984.
Φιλιππίδης Δ., Τέχνες Ι. Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Τόμος Δ΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.


ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ: Πηγές Κειμένων

Η γενιά του 30: http://www.artic.gr/eikastika-more/afieromata-eikastika/467-ellhnikh-zografikh-h-genia-tou-30   Τελευταία επίσκεψη Μάρτιος 2015.

Η γενιά του 30 παράδοση και μοντερνισμός:
http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?sel=396
            τελευταία επίσκεψη Μάρτιος 2015.

Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα:
 http://www.greekarchitects.gr/gr/αρχιτεκτονικες-ματιές/η-αθήνα-στο-δεύτερο-ήμισυ-του-20ού-αιώνα-id2707
Τελευταία επίσκεψη Μάρτιος 2015.

Από το νεοκλασικό στην πολυκατοικία: http://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/07/115-10.pdf
Τελευταία επίσκεψη Μάρτιος 2015.

Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη: www.tsarouchis.gr/gr/it_6.htm
Τελευταία επίσκεψη Μάρτιος 2015.

*Απαγορεύεται ρητά η αντιγραφή, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά οποιουδήποτε κειμένου ή εγγράφου περιέχεται στο παρόν blog.